ΤΟΠΙΚΑ

Η στάχτη

η-στάχτη-851206

«Μαρία, παιδί μου, πώς μ’ αφήνεις και παγώνω; Κάνε κάτι, άναψε μια φωτιά, φέρε μου μια κουβέρτα» γκρίνιαξε ο γέρος κι έκανε να ανασηκωθεί από την καρέκλα. «Έλα τώρα, παππού, θα βράσουμε απ’ τη ζέστη. Κάνει τόση ζέστη που όλο αλλάζω ρούχα». Καθότανε κι οι δυο κάτω απ’ την καστανιά της αυλής, το μόνο άθικτο δέντρο από την πυρκαγιά σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων.
«Παππού, πρέπει να είσαι τελείως τρελός για να χρειάζεσαι κουβέρτα» είπε η Μαρία και τον σκέπασε ως το σαγόνι. Ο γέρος έγλειψε τα ούλα του, έγειρε το κεφάλι στο πλάι κι έφτυσε. «Μη με ταρακουνάς, παιδάκι μου, ζαλίζομαι! Και φέρε το μπαστούνι μου! Σου είπα ότι κάποτε ήμουν κυνηγός; Όλο αυτό το δάσος που δεν υπάρχει πια ήταν γεμάτο ζώα». «Μου το έχεις πει, παππούλη, κι όταν ήμουν μικρή φοβόμουνα να βγω από την αυλή, μη με κατασπαράξει κανένα από αυτά τα φοβερά πλάσματα που σέρνονταν ανάμεσα στα δέντρα. Τώρα δεν υπάρχει κανένας φόβος», είπε το κορίτσι και κοίταξε αφηρημένα προς το καμένο δάσος. «Σσσς, μη μιλάς δυνατά» έκανε ο γέρος και πασπάτεψε το στήθος του «κάποτε θα ξαναγίνει δάσος. Το είδα στο όνειρό μου. Εγώ περπατάω κάτω από τα δέντρα και δεν ακούγεται τίποτα, κι έχω το όπλο μου στα χέρια κι ύστερα κάτι ακούγεται κι εμένα η καρδιά μου σταματάει».
Ένα κουτάβι καστανόξανθο ξεπρόβαλλε, έτρεξε κάτω από την καστανιά, τανύστηκε, καμπούριασε τη ράχη του κι ύστερα ξάπλωσε στον ίσκιο με μισόκλειστα τα μάτια. «Τι να βλέπει άραγε;» μουρμούρισε ο γέρος και το σημάδεψε με το μπαστούνι του: «Πες μου, τι βλέπεις, σκύλε; Απάντησε!». Το κουτάβι δεν κουνήθηκε, εξακολουθούσε να ξαπλώνει και να κοιτάζει ψυχρά τριγύρω με τα μισόκλειστά του μάτια. Ο γέρος χαχάνισε: «Κοίτα το! Είναι γεμάτο στάχτη! Ποιος ξέρει πού κοπροσκύλιαζε!».
Το κορίτσι σώπαινε σαν τα μικρά πουλιά που κάθονται στα καμένα κλαδιά ακίνητα και σιωπηλά και με μια κάπως αόριστη έκπληξη να τρέμει στη φτερούγα τους. «Η φωτιά» είπε τόσο σιγά ο γέρος που αν δεν υπήρχε απόλυτη ησυχία στην αυλή δεν θ’ ακουγόταν τίποτα «πρώτα έρχεται η φωτιά κι ύστερα το νερό… Πνιγόμαστε… Μην πεις ότι ο άνθρωπος δεν είναι το χειρότερο ζώο… Πώς; Δε μιλάς;» φώναξε τώρα άγρια στο κορίτσι και η φωνή του ακούστηκε αναπάντεχα δυνατή:

«Μ’ ακούς; Εσένα λέω! Η ζέστη όλο και δυναμώνει! Φωτιά! Πιάνουμε φωτιά! Πάρε μου την κουβέρτα!»

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου