ΤΟΠΙΚΑ

Ο από του πονηρού

ο-από-του-πονηρού-851206

Ήτανε ένα καλό παιδί, ο Πάνος. Μεγάλωσε με το σταυρό στο χέρι, σχολείο, κατηχητικό στον άγιο Νικόλαο, τίμιο κι ηθικό, ώσπου μεγάλωσε κι όπως συνήθως γίνεται σ αυτές τις περιπτώσεις, μπήκε στη μέση ο “από του πονηρού” και γνώρισε τη Ράνια.
Ξεγυρισμένη η Ράνια κι έβαφε το μαλλί ξανθό κι ο Πάνος την αγάπησε καθότι αισθηματίας. Τι τα θέλεις όμως, κάποια βραδιά, λόγω αφραγκίας, για να βγάλει έξω το πρόσωπο άνοιξε ένα περίπτερο. Το πρωί τον τραβήξαν στο μπατσάδικο, τον ανάκριναν, του φόρτωσαν στην πλάτη όλες τις κλοπές περιπτέρων της τελευταίας πενταετίας στην περιοχή Θετταλομαγνησίας, Φθιώτιδος κι Ευβοίας και τον έσυραν στο αυτόφωρο. Σπάσανε κέφι μαζί του στο αυτόφωρο τα καλά παιδιά, του ρίξαν όμως και πέντε μήνες για να μάθει να μην κλέβει τα ξένα πράματα.
Η Ράνια πολύ στεναχωρήθηκε για τον Πάνο, του έφερνε ως και στη φυλακή τσιγάρα, αλλά όσο και να ναι, φτωχιά κοπέλα ήταν, ήρθε η ώρα κι έγιναν τα μαλλιά της ξανθά από πάνω κι οι ρίζες μαύρες, απελπίστηκε και τα μπλεξε με έναν κοιλαρά γιατρό να βολευτεί.
Έκλαψε ο Πάνος, πλάνταξε, όμως πίσω από τα σίδερα τι να σου κάνει το παιδί; Έπιασε μια γωνιά και κάθονταν εκεί μέρα και νύχτα φαρμακωμένος.
Τώρα, μέσα στο κάγκελο έμπαινε πράμα λογής λογής, ό,τι τραβάει η ψυχή σου, και τα παιδιά καθόντανε στη γύρα κι απολάμβαναν. Κι ως ήτανε ο Πάνος τόσο φαρμακωμένος, κάποια βραδιά του κάνουνε μια πάσα: “Ρούφα, ρε μπούλη!”.
Κι άρχισε να ρουφάει ο Πάνος κάτι βαθιές και έστρωνε κεφάλι και ξέχναγε τη Ράνια και τ άλλο βράδυ που τη θυμόταν ξαναρούφαγε να την ξαναξεχάσει, με τον καιρό έμαθε το χασίσι κι ησύχασε.
Πέρασε το πεντάμηνο, του λένε ένα πρωί: “Έξω και απολύεσαι”. Κατσούφιασε ο Πάνος. Να πάει πού; Στη μάνα του; Ντρεπόταν. Του λέει ένα παιδί πολύ μορφωμένο κοινωνικώς, να φανταστείς έκανε εφτά κι είχε άλλα εφτά χρόνια υπόλοιπο: “Να πας, ρε συ, Αθήνα, τάδε διεύθυνση. Θα βρεις έναν Βαγγέλη. Πες του έρχεσαι από μένα, να σε βολέψει”. “Ευχαριστώ, θα πάω”.
Ο Βαγγέλης ήταν καμιά σαρανταριά και δυνατός σαν ταύρος. Με τους εκβιασμούς του, με τις καταδίκες του, όλα τακτοποιημένα στο πολύ εντάξει. Είδε τον Πάνο, τον συμπάθησε: “Θα πηγαίνεις παραλιακή να κάνεις τις εισπράξεις”. Πήγαινε ο Πάνος, είσπραττε, κι αν κανένας του έκανε τον ζόρικο, ερχότανε τη νύχτα μαζί με κάτι άλλα παιδιά και έκαναν το μαγαζί λαμπόγυαλο. Ήρθε η ώρα που ως και πιστόλι του ξηγήθηκε ο Βαγγέλης: “Παρ το, τ αξίζεις”…
Κι έτσι είναι που ο από του Πονηρού έμπλεξε στα δίχτυα του ολοσχερώς τον Πάνο…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου