ΤΟΠΙΚΑ

Ο πότης

ο-πότης-851206

Ο μπαρμπα-Κώστας έπινε απ τα είκοσι, μα εγώ τον πρόλαβα κοντά στα ογδόντα, όταν πια το σπινθηροβόλο πνεύμα του είχε σβήσει, τα μάτια του είχαν θολώσει, τα χέρια κι η φωνή του έτρεμαν κι μύτη του μεγάλωσε, μιας κι ήταν το μόνο σημείο του σώματός του που δεν έχασε γραμμάριο απ το κρέας που είχε απάνω του.
Καθόταν στην ταβέρνα, στο ίδιο πάντα τραπέζι και δίχως να προφέρει μήτε μια συλλαβή ερχόταν το μισόκιλο μπροστά του ξέχειλο ως απάνω. Μέχρι να πεις κύμινο το άδειαζε και χτύπαε το μπαστούνι νευρικά να ρθει δεύτερο. Μέχρι να ρθει, μουρμούριζε ακατάληπτες βλαστήμιες.
Όταν άδειαζε δυο – τρία καρτούτσα κι ερχότανε στα ίσια του, ησύχαζε. Κοίταζε σταθερά ένα σημείο του ταβανιού ανίκανος ν ακούσει την οχλοβοή που γινόταν γύρω του, ανίκανος να σκεφτεί ή να βγάλει από το στόμα του έστω μία κουβέντα. Όταν του απηύθυναν το λόγο, μονάχα ένα “χμ!” έβγαινε από το στόμα του και κουνούσε πάνω κάτω το κεφάλι.
Στο τέταρτο μισόκιλο τον έπιαναν τα γέλια. Γελούσε συνέχεια, μ ένα γέλιο άτονο κι αρρωστημένο, που δεν ήταν σε θέση να ελέγξει. Όταν πια κουραζόταν και το φτωχό του στήθος έπαιρνε να λαχανιάζει, απόμενε σιωπηλός σαν τη νύχτα σουφρώνοντας τα χείλια και προσπαθώντας να μη χάσει από το βλέμμα του το σημείο εκείνο του ταβανιού, με τόση ένταση, όση θα χε συγκεντρωθεί στα γεροντικά του μάτια, αν τα τρεμάμενά του χέρια προσπαθούσαν να περάσουν μια κλωστή στην τρύπα μίας λεπτής βελόνας.
Ακόμα απόκτησε τη συνήθεια να μιλάει μόνος του. Αυτό συνέβαινε μετά το πέμπτο καρτούτσο, όταν πια ο ταβερνιάρης αρνούνταν να τον σερβίρει κι άλλο. Τα λόγια του ήταν ασυνάρτητα. Δεν μπορούσε να πει τι ήθελε, ούτε κι ο ίδιος το ξερε κι ούτε ήξερε γιατί ήταν ανήσυχος και συννεφιασμένος. Ύστερα από κανα δυο ώρες χτύπαγε το μπαστούνι του μια φορά νευρικά στο πάτωμα κι άρχιζε να κοιτάει ολόγυρα με βλέμμα απλανές σα να γυρεύει κάποιον, μη βλέποντας όμως κανένα ή βλέποντας πως κανείς από τους γύρω δεν ήταν αυτός που γύρευε, ξαναέπεφτε στην κατάσταση της αποβλάκωσης, μ ένα καινούριο στοιχείο όμως τούτη τη φορά: Απ τα φτωχά του μάτια έτρεχαν στο κάτισχνό του πρόσωπο σιωπηλά δάκρυα, μεγάλα σαν κορόμηλο.
Εγώ ήμουν γκαρσονάκι δώδεκα χρονώ. Έβλεπα τον μπαρμπα-Κώστα κι απορούσα. Δεν μπορούσε να χωρέσει στο κεφάλι μου πώς είναι δυνατόν να φτάνει ένας άνθρωπος σε τέτοιο χάλι…
Αργότερα που μεγάλωσα, κατάλαβα…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου