ΤΟΠΙΚΑ

Η πύλη

η-πύλη-851206

Ο κύριος Μ. στεκόταν στην άκρη της θάλασσας. Μια γλυκιά, χαλασμένη μυρωδιά έβγαινε απ το νερό. Αέρας δεν υπήρχε.
Και τότε ο κύριος Μ. ένιωσε να βγαίνει από μέσα του κάτι σαν ζάλη, σα να μίκρυνε ξαφνικά, σα να έγινε ελάχιστος, σα να τον σκέπασε το αβάσταχτο βάρος ενός χλωμού φύλλου, σα να διάβηκε την πύλη του νερού και να ταξίδεψε μέσα σε ένα όνειρο, μέσα σε έναν σιωπηλό καθρέφτη, σα να ήταν δίχως σώμα, χωρίς βούληση, σα να ήταν ένα τίποτα.
Ποια είναι αυτή η πύλη που οδηγεί από τον οικείο κόσμο, τον κόσμο γύρω μου, τον κόσμο της μεσημβρίας, τον καθημερινό κόσμο, όπου καμιά σκιά δεν εμφιλοχωρεί, σ αυτόν τον άλλο κόσμο που βρίσκεται στην πίσω πλευρά του καθρέφτη; αναρωτήθηκε ο κύριος Μ. Όλα όσα στο φως του ήλιου είναι αδιαμφισβήτητα, όλα όσα προσφέρουν σιγουριά κι ασφάλεια, πώς τώρα βυθίζονται σιγά σ αυτόν τον κόσμο, τον θαμπό, τον σκοτεινό, σιγοτρέμοντας από φόβο και προσμονή; Πώς η ευθεία της ηρεμίας μεταβάλλεται στην τεθλασμένη της ταραχής που σέρνει πίσω του το πάθος; Ποιος είναι, τι είναι ο άλλος κόσμος;
Ο κύριος Μ., ταξιδεύοντας πάντα σαν μέσα σε ένα όνειρο, προσπάθησε να σχηματοποιήσει αυτές τις σκέψεις σε κάτι απλό και καθημερινό. Ήταν μία προσπάθεια γεμάτη αγωνία, σαν την προσπάθεια κάποιου που βλέπει εφιάλτη να πείσει τον εαυτό του πως βλέπει εφιάλτη. Ανάμεσα στην ήσυχη και τακτοποιημένη ζωή, τη ζωή της δουλειάς, της οικογένειας, των κοινωνικών συναναστροφών και τη ζωή που περιπλανιέται στην πίσω πλευρά του καθρέφτη μέσα σε λαβύρινθους γεμάτους ψίθυρους κι ουρλιαχτά, απόκληρη, ακόλαστη, βρωμερή ακόμα, ακόμα βουτηγμένη στο αίμα, υπάρχει μία πύλη, υπάρχει ένα πέρασμα λεπτό όσο κι ο πιο λεπτός ιστός της πιο μικρής αράχνης. Φτάνει μια κίνηση αδιόρατη από μέρους μας κι ευθύς περνούμε από την άλλη πλευρά οποιαδήποτε στιγμή. Πώς είναι δυνατό; Τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή; Τι είναι εκείνο που αναπηδάει ουρλιάζοντας κι ύστερα ξαναπέφτει, σβήνεται και χάνεται μέσα μας ως την επόμενη φορά; σκέφτηκε ο κύριος Μ.
Μα πριν προλάβει να δώσει κάποια απάντηση στην παραλία ανάψανε τα φώτα. Το φως έγινε πιο πολύ από το σκοτάδι. Ένα ελαφρύ αεράκι σηκώθηκε κι η χαλασμένη μυρωδιά του νερού πέταξε μακριά και σβήστηκε και χάθηκε.
Κι ο κύριος Μ., σα να υπάκουε σε κάποια ξαφνική ώθηση, επανήλθε στον καθημερινό κόσμο, τον κόσμο που γνωρίζουμε και που μας είναι οικείος…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου