ΤΟΠΙΚΑ

Δημήτρης Σταρόβας: «Φέρουμε ευθύνη για ό,τι συμβαίνει»

δημήτρης-σταρόβας-φέρουμε-ευθύνη-γι-747087

Ο πολυτάλαντος καλλιτέχνης σχολιάζει με καυστικό χιούμορ τη σύγχρονη Ελλάδα με αφορμή τις «Εκκλησιάζουσες»

Συνέντευξη στη ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Ομοιότητες στις πολιτικές καταστάσεις του μακρινού παρελθόντος, αλλά και της σημερινής εποχής βλέπει ο Δημήτρης Σταρόβας, διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές και τις σπαρταριστές ατάκες που ανταλλάσσουν οι «Εκκλησιάζουσες». Ο πολυτάλαντος καλλιτέχνης, ο οποίος ενσαρκώνει τη γριά «Ευφροσύνη» στην αριστοφανική παράσταση που παρουσιάζεται απόψε στο θερινό δημοτικό θέατρο Βόλου, μιλά στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ για το έργο, τον χαρακτήρα που υποδύεται και τις πολιτικές καταστάσεις που επαναλαμβάνονται χιλιάδες χρόνια. Σχολιάζοντας το χθες και το σήμερα, υπογραμμίζει πως «ό,τι συνέβαινε στην αρχαιότητα, το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, με διαφορετικό αμπαλάζ», ενώ δεν παραλείπει να σημειώσει ότι «δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών γι’ αυτό που συμβαίνει».

-Οι «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη είναι, άραγε, οι αγανακτισμένοι Ελληνες της σημερινής εποχής;

Νομίζω ότι όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα που σχετίζονται με την εξουσία, με την επικοινωνία γενικώς, με τις ανθρώπινες συμπεριφορές, ήταν πάντα τα ίδια, ανεξάρτητα από την εποχή. Απλά τα ίδια που συνέβαιναν στην αρχαιότητα, τα ίδια συμβαίνουν και τώρα, με διαφορετικό αμπαλάζ και με διαφορετικές συνθήκες. Δεν νομίζω να αλλάζει κάτι.

-Εντοπίζουμε, δηλαδή, κοινά σημεία στις πολιτικές καταστάσεις του τότε και του τώρα;

Βέβαια, αν δείτε τις «Εκκλησιάζουσες» και τη «Μήδεια» και τις τραγωδίες και τις κωμωδίες, περιγράφουν τις ίδιες καταστάσεις που βιώνουμε και τώρα, αλλά με άλλες συνθήκες και σε άλλη εποχή. Δεν έχει αλλάξει κάτι ουσιαστικό.

-Με σατιρική διάθεση και χιούμορ κάνετε το δικό σας πολιτικό σχόλιο, μέσα από τη δουλειά σας;

Προσωπικά, χρησιμοποιώ το χιούμορ σαν δικλίδα ασφαλείας. Είμαι ένας άνθρωπος που αν χάσω την ανθρώπινη επαφή μου με τους φίλους μου και το χιούμορ μου, θα χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Από την άλλη δεν έχω δηλώσει ποτέ ότι είμαι διαμορφωτής συνειδήσεων. Είμαι ένας άνθρωπος διασκεδαστής, επαγγελματικά, που αυτό που κάνει στη ζωή του το μεταφέρει και στη σκηνή με κάποιον τρόπο. Το χιούμορ είναι αναπόσπαστο κομμάτι, σημαντικό όπως είναι ο έρωτας. Και επιστημονικά αν το δούμε, βιολογικά, ένας άνθρωπος αν γελάσει για δέκα λεπτά, το επόμενο εικοσιτετράωρο ο οργανισμός του είναι στην καλύτερη δυνατή λειτουργία. Δεν είναι τυχαίο αυτό.

-Ποιο είναι το «ηθικό δίδαγμα» της παράστασης, οι γυναίκες μπορούν να νοικοκυρέψουν τη χώρα;

Η ιστορία, για όσους δεν ξέρουν, στις «Εκκλησιάζουσες» είναι ότι οι γυναίκες, επειδή θεωρούν ότι μπορούν να κάνουν τα πράγματα καλύτερα, ντύνονται άνδρες και παίρνουν την εξουσία στα χέρια τους. Εγώ πιστεύω στις γυναίκες γενικότερα, θεωρώ ότι είναι πιο οργανωτικές, πιο μεθοδικές από τους άνδρες και υπάρχει μια τάση μεγάλες εταιρείες, αρχίζουν και τοποθετούν γυναίκες σε πολύ υψηλές θέσεις που αφορούν στα οικονομικά. Πολύ συνηθισμένο είναι τα τελευταία χρόνια, σε μεγάλες εταιρείες, γυναίκες να είναι οικονομικές διευθύντριες.

-Ποιες παρεμβάσεις θα έκανε σήμερα η «γριά Ευφροσύνη», την οποία ενσαρκώνετε στη σκηνή;

Η Ευφροσύνη σαν χαρακτήρας κάθεται και σχολιάζει την κάθε μια γυναίκα. Είναι μια γριά με αυτοπεποίθηση, με πείρα στη ζωή, δεν μπορώ να τη φανταστώ, να τη μεταφέρω στο σήμερα.

-Ως πολιτικά σκεπτόμενος άνθρωπος, τι θα θέλατε να αλλάξει στη σημερινή Ελλάδα;

Πιστεύω, χωρίς να θέλω να είμαι απαισιόδοξος, ότι έτσι όπως έχει εξελιχθεί ο κόσμος σήμερα, με την παγκοσμιοποίηση, τις αγορές και τα χρηματιστήρια, άλλοι ορίζουν τις τύχες μας. Μια χώρα μικρή όπως η Ελλάδα δεν μπορεί να ορίσει τις τύχες της σε σοβαρά θέματα, ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά, παιδείας κ.λπ. Δεν γίνεται. Είμαστε εγκλωβισμένοι. Ποιοι είναι αυτοί που ξυπνούν ένα πρωί και πίνοντας καφέ, αποφασίζουν για μια χώρα ότι σήμερα θα είναι φτωχή; Και ξαφνικά είμαστε φτωχοί. Δεν μπορώ, εκνευρίζομαι. Από την άλλη δεν νομίζω ότι έχει κανένας καημό να κάνει τα πράγματα καλύτερα στη χώρα. Και να θέλει, δεν μπορεί. Εχω γνωρίσει ανθρώπους που έχουν μπει στην πολιτική με τις καλύτερες προθέσεις και ξαφνικά έχεις να περάσεις ένα εκατομμύριο εμπόδια. Δεν είναι τόσο εύκολο.

-Το αστείρευτο χιούμορ σας, για το οποίο είστε γνωστός και αγαπητός, παράλληλα με το πολύπλευρο ταλέντο σας, είναι η δική σας μορφή αντίστασης, στα δύσκολα που βιώνουμε ως χώρα;

Από τη μια είναι βασικό στοιχείο το χιούμορ, αλλά από την άλλη δεν μπορεί να σε ταΐσει και να λύσει προβλήματα όπως η παιδεία, το φορολογικό, το ασφαλιστικό, γιατί δυστυχώς ζούμε σε έναν κόσμο σύγχρονο, που το 90% των δραστηριοτήτων γίνεται με τα χρήματα, τα οποία μισώ. Νιώθεις αδύναμος. Πιστεύω ότι είναι όλα προαποφασισμένα, προϋπογεγραμμένα, όποιος και να έρθει, ίδια, περίπου, θα είναι η κατάσταση.

-Ο Βόλος, όπου εμφανίζεστε απόψε με τις «Εκκλησιάζουσες», είναι οικεία και αγαπημένη πόλη…

Εχω φίλους στον Βόλο και το Πήλιο και έρχομαι και ως αναψυχή. Επειδή είμαι Θεσσαλονικιός, νομίζω ότι ο Βόλος και η Θεσσαλονίκη μοιάζουν ως πόλεις. Πιστεύω ότι ο Βόλος είναι το ιδανικό μέρος να ζεις, γιατί έχει θάλασσα, βουνό, καλό φαγητό, ό,τι θέλεις.

-Μιλώντας για τα ωραία του Βόλου και της ζωής κατ’ επέκταση, προκύπτει το ερώτημα αν υπάρχει ελπίδα για ανάκαμψη στον ορίζοντα.

Εγώ είμαι από τη φύση μου αισιόδοξος άνθρωπος. Νομίζω ότι κάτι θα γίνει. Δεν θεωρώ ότι μπορούμε να επιστρέψουμε σε αυτό που γινόταν, που δεν ήταν και καλό. Αυτά που πληρώνουμε σήμερα, είναι απόρροια μιας κατάστασης που επί δεκαετίες, η προσφορά κάλυπτε τη ζήτηση. Υπήρχε υπερβολή σε όλα με δανεικά χρήματα από την Ευρώπη. Κάποια στιγμή θα τα ζητούσαν πίσω. Δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών γι’ αυτό που συμβαίνει, αλλά επειδή είμαι από φύση αισιόδοξος άνθρωπος, η ιστορία έχει δείξει ότι ο Θεός μπορεί να είναι μισός Ελληνας. Κάτι θα γίνει και θα τα βγάλουμε πέρα.

-Ποια ατάκα της Ευφροσύνης αποτυπώνει την ψυχοσύνθεση των Ελλήνων;

Λέει πολλά η Ευφροσύνη και βρίζει, αλλά έχει μια σκηνή που μπορεί να χαρακτηρίζει τους Ελληνες, γιατί είμαστε και λίγο αχάριστοι. Δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τίποτα. Εχει, λοιπόν, μια σκηνή η Ευφροσύνη, που έρχεται η Υπατία η Μακεδόνισσα και έχει μαζί της ένα σακί γεμάτο με καλούδια. Ψάχνει η Ευφροσύνη, εγώ δηλαδή, και γυρίζει στο τέλος και λέει «γκότζι μπέρι δεν έφερες»!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου