ΤΟΠΙΚΑ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ

προτεινομενα-θεματα-αρχαιων-προσανα-3477

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Α. Ξέχασες πάλι, είπα εγώ, φίλε μου, ότι ο νόμος δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό, πώς δηλαδή

μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη θα ευτυχήσει υπερβολικά μέσα στην πόλη, αλλά για

ολόκληρη την πόλη προσπαθεί να βρει τρόπο να επιτευχθεί αυτό, ενώνοντας σε ένα

αρμονικό σύνολο τους πολίτες με την πειθώ και τη βία, κάνοντας να μοιράζονται μεταξύ

τους την ωφέλεια την οποία τυχόν ο καθένας είναι σε θέση να προσφέρει στο σύνολο και ο

ίδιος διαμορφώνοντας τέτοιους πολίτες μέσα στην πόλη, όχι για να τους αφήνει να

πηγαίνουν, όπου ο καθένας θέλει, αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος ως δεσμούς που

ενώνουν την πόλη.

Β.1. Οι άνθρωποι που βρίσκονται πλησίον του χαμηλού τειχίου της σπηλιάς μεταφέρουν

ἀνδριάντας. Πρόκειται για εικόνες φυσικών αντικειμένων που προέρχονται από το

ανώτερο ὁ ρατόν. Είναι τα αισθητά αντικείμενα στα οποία οφείλονται οι σκιές και

φωτίζονται από το τεχνητό φως του πυρός. Ό,τι υπάρχει στη σπηλιά (με την εξαίρεση των

φερόντων και των ίδιων των δεσμωτών) είτε είναι σκεύη είτε σκιές, θα πρέπει να

θεωρηθούν λιγότερο φωτεινά και αληθή από τα ορατά που βρίσκονται εκτός σπηλιάς. Οι

ήχοι που συνδέονται με τους φέροντας τα διάφορα αντικείμενα αφορούν την εμπιστοσύνη

του υποκειμένου στην ίδια την αίσθηση και όχι πια στο δεδομένο της (πίστις). Επομένως, οι

φέροντες, οι ανδριάντες, οι ήχοι και η φωτιά βρίσκονται μέσα στο σπήλαιο και

συμβολίζουν τα «μᾶλλον ὄντα». Για να τα γνωρίσουν οι δεσμώτες έπρεπε να

απελευθερωθούν και να αρχίσουν την «ανάβαση» προς την έξοδο , προς τον ήλιο, την Ιδέα

του αγαθού, αφήνοντας πίσω τους τις σκιές που έβλεπαν και άκουγαν.

Σύμφωνα με τον πλατωνικό δυϊσμό υπάρχουν ο νοητός κόσμος, ανώτερος και

«πρότυπος», και ο αισθητός κόσμος, κατώτερος και αντίγραφο του πρώτου. Οι Ιδέες είναι

νοητές, αιώνιες, άυλες, άφθαρτες, αμετάβλητες, αυθύπαρκτες οντότητες. Είναι τα «ὄντα

ὄντως», το «εἶναι του κόσμου», και αποτελούν, τα πρότυπα των αισθητών αντικειμένων

(είδωλα, έκτυπα) που είναι χρονικά πεπερασμένα, φθαρτά, μεταβλητά και αφορούν το

γίγνεσθαι του κόσμου. Η Ιδέα του αγαθού θεωρείται η πραγματική αιτία της ύπαρξης και

δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο που βρίσκεται στον δρόμο της γνώσης να συλλάβει τα

νοητά όντα.

Ο αισθητός κόσμος (Δόξα) περιλαμβάνει το κατώτερο ποιοτικά είδος αισθητών

πραγμάτων που αντιστοιχεί στις σκιές, και το ανώτερο ορατό που αντιστοιχεί στα «μᾶλλον

ὄντα», δηλαδή στα φυσικά αντικείμενα, στα αισθητά όντα, σε όσα παράγει η φύση και

κατασκευάζει ο άνθρωπος (εδώ θα τοποθετούσαμε τους ανθρώπους τους φέροντας

ανδριάντας).

Οι σκιές παραλληλίζονται με την εικασία που ισοδυναμεί με την εμπιστοσύνη του

ανθρώπου στο δεδομένο της αίσθησης ενώ τα «μᾶλλον ὄντα» με την πίστιν που

ισοδυναμεί με την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στην ίδια την αίσθηση.

Ο νοητός κόσμος, (Νόηση) διαιρείται σε δύο μέρη, στο κατώτερο νοητό, στο οποίο

αντιστοιχούν οι νοητικές μορφές που μετέχουν περισσότερο στις Ιδέες και λιγότερο στα

αισθητά όντα και στο ανώτερο νοητό που αναφέρεται στις Ιδέες και στην ανώτερη όλων,

στην Ιδέα του αγαθού.

Οι νοητικές μορφές παραλληλίζονται με τη διάνοια που ισοδυναμεί με τις ενέργειες του

λογικού, οι οποίες στηρίζονται σε ορατές μορφές (π.χ. τα ιδανικά σχήματα και σώματα της

γεωμετρίας).

Οι Ιδέες παραλληλίζονται με τη νόηση ή επιστήμη που ισοδυναμεί με τη σύλληψη του

απόλυτου όντος.

Β.2.

Ο Σωκράτης θεωρεί σκοπό του νόμου την ευτυχία του συνόλου. Οι τρεις βασικές λειτουργίες του νόμου με τις οποίες επιδιώκεται η ευδαιμονία της πόλης εντοπίζονται στις τροπικές μετοχές «συναρμόττων, ποι ῶν, ἐμποιῶν».

Η κοινωνική λειτουργία του Νόμου, («συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ»)επιδιώκει την κοινωνική συνοχή των πολιτών. Εκτός από την αναγκαιότητα της αρμονίας στα μέρη της ψυχής, με την υποταγή του κατώτερου μέρους στο ανώτερο τονίζεται από τον Σωκράτη η επιτακτική ανάγκη να ισχύσει αυτή η αρμονία και στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους. Έτσι θα οδηγηθούν οι πολίτες στη δικαιοσύνη, στην ομαλή συμβίωση μέσα στην πόλη και κατ’ επέκταση στην ευδαιμονία. Αν ο πολίτης δεν είναι σε θέση από μόνος του να οριοθετήσει τον τομέα της δραστηριότητάς του, τότε τουλάχιστον θα πρέπει να συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις του εμπειρότερου, του σοφότερου, του σωφρονέστερου. Τα μέσα που χρησιμοποιεί ο νόμος, προκειμένου να πείσει τους πολίτες να υπακούουν σ’ αυτόν, ώστε να επέλθει η κοινωνική αρμονία, είναι η πειθώ και η βία (Πλάτων, Νόμοι, 722 b: ο άριστος νομοθέτης συνδυάζει την πειθώ με τη βία στον άπειρον

παιδείας όχλον).

Με την πειθώ, απευθύνεται κυρίως στους πεπαιδευμένους πολίτες και τους βοηθά να συνειδητοποιήσουν τον κοινωνικό τους ρόλο παραμερίζοντας το προσωπικό τους συμφέρον και βοηθώντας στο συλλογικό. Η βία είναι ο καταναγκασμός που ορίζεται από τον νόμο, δεν επιβάλλεται τυραννικά και απευθύνεται, κυρίως, στον « ἄπειρον παιδείας ὄχλον».

Η παιδαγωγική και πολιτική λειτουργία του νόμου («καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν … ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως»), δείχνει ότι διαμορφώνει πολίτες ικανούς και άξιους να διατηρούν τη συνοχή της πόλης, περιορίζοντας την ατομική επιθυμία και τιθασεύοντας την από τη λογική. Έτσι ο τελικός σκοπός της ευδαιμονίας του συνόλου επιτυγχάνεται. Ο νομοθέτης θέτει όρια και περιορισμούς όχι μόνο στη συμπεριφορά των πολιτών, αλλά και των αρχόντων, ώστε να μην παρεκτρέπονται και διαταράσσουν τη συνοχή της πόλης.

Ο νόμος παρουσιάζεται ως βασική αρχή της πολιτικής συμβίωσης, προκειμένου να αποκλειστεί ο κίνδυνος της διατάραξης της αρμονία της ιδανικής πολιτείας. Ρυθμίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις λειτουργίες του κράτους, ώστε να επιτευχθεί η αρμονική και ομαλή συμβίωση των πολιτών, συμβιβάζοντας το γενικό καλό με το ατομικό. Παρουσιάζεται, δηλαδή, ως ιδανικός ηγέτης της ιδανικής πολιτείας.

Β.3.

(βλ. εισαγωγή σχολικού βιβλίου σελ. 91-91 «το μείζον πρόβλημα … στη φύση είναι η ορθή»).

Β4.α) γυναίκα: ἐγγενέσθαι

διένεξη: φέροντας

εμπιστοσύνη: πειθώ

άνετος: ἀφιῇ

τρόπαιο: τρέπεσθαι

β) φθεγγομένους: λέγοντας, φάσκοντας, βοῶντας

βούλεται: ἐπιθυμεῖ, ἐφίεται, ὀρέγεται

ὠφελεῖν: ἀμύνειν, βοηθεῖν

μέλει: ἐπιμέλεται ( – εῖται ), κήδεται

πράξει: δρᾷ, ποιεῖ

Ξενοφῶντος Απομνημονεύματα Α’, 6, 2-4 ΚΕΙΜΕΝΟ

Α1. Σωκράτη, εγώ βέβαια νόμιζα ότι όσοι ασχολούνται με τη φιλοσοφία πρέπει να γίνονται πιο ευτυχισμένοι. Εσύ, όμως, μου φαίνεσαι ότι έχεις απολαύσει τα αντίθετα από τη φιλοσοφία. Ζεις, λοιπόν, έτσι όπως ούτε ένας δούλος δε θα μπορούσε να μείνει, αν ζούσε κάτω από την εξουσία του αφέντη (του) ∙ και τρέφεσαι με τρόφιμα και πίνεις ποτά, τα χειρότερα, και φοράς ρούχο όχι μόνο ευτελές, αλλά το ίδιο και το καλοκαίρι και τον χειμώνα και είσαι χωρίς παπούτσια και χιτώνα. Και βέβαια δε λαμβάνεις χρήματα, τα οποία, όταν τα αποκτούμε, μας ευχαριστούν και, αφού τα έχουμε αποκτήσει, (μας) κάνουν να ζούμε πιο ελεύθερα και πιο ευχάριστα. Αν λοιπόν, όπως ακριβώς και στα άλλα έργα οι δάσκαλοι κάνουν τους μαθητές μιμητές του εαυτού τους, έτσι και εσύ, αν μεταχειριστείς τους μαθητές σου, να θεωρείς ότι είσαι δάσκαλος της δυστυχίας. Και ο Σωκράτης απάντησε σε αυτά. Μου φαίνεσαι, Αντιφώντα, ότι έχεις θεωρήσει ότι ζω τόσο ανιαρά, ώστε έχω πειστεί ότι εσύ θα προτιμούσες να πεθάνεις παρά να ζεις όπως εγώ.

B1.

ἑλοῦ

δοκοῖμεν

ζήτω

εἴληπται

μενοῖτε

χειμῶσι

μάλα (θετικός), μάλιστα (υπερθετικός)

(ὦ) δεσπότα

ὑμῖν

αὗται

Γ1.

εὐδαιμονεστέρους: είναι κατηγορούμενο στο υποκείμενο: «φιλοσοφοῦντας» του απαρεμφάτου «γίγνεσθαι».

γίγνεσθαι: τελικό απαρέμφατο, υποκείμενο του απρόσωπου «χρῆναι».

διαιτώμενος: υποθετική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο «δοῦλος» του ρήματος «μείνειε ἄν».

ποτὰ: σύστοιχο αντικείμενο του ρήματος «πίνεις».

ἀχίτων: κατηγορούμενο στο εννοούμενο υποκείμενο «σύ» του ρήματος «διατελεῖς».

Γ2.

ἃ καὶ κτωμένους εὐφραίνει → δευτερεύουσα ονοματική αναφορική πρόταση, προσδιοριστική στον όρο «χρήματα». Εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία «ἅ», εκφέρεται με οριστική, που δηλώνει το πραγματικό, και λειτουργεί ως παράθεση στον όρο «χρήματα».

εἰ οὖν οὕτω καὶ σὺ τοὺς συνόντας διαθήσεις → δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση που εισάγεται με τον υποθετικό σύνδεσμο «εἰ» και εκφέρεται με οριστική «διαθήσεις». Μαζί με την απόδοσή της «νόμιζε κακοδαιμονίας διδάσκαλος εἶναι» σχηματίζει υποθετικό λόγο πρώτου είδους που δηλώνει το πραγματικό. Η δευτερεύουσα υποθετική πρόταση λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός της προϋπόθεσης στο ρήμα «νόμιζε».

Του Δημήτρη Χρυσόπουλου, Φιλόλογου

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου