ΤΟΠΙΚΑ

Σεργιάνι στις βιτρίνες παλιών καταστημάτων ~ Ήταν κάποτε η αγορά του Βόλου…

σεργιάνι-στις-βιτρίνες-παλιών-καταστ-162423

Νοσταλγικές αφηγήσεις από το μακρινό παρελθόν, με φόντο την εμπορική κίνηση στα γεμάτα από κόσμο καταστήματα της πόλης

Αρωμα νοσταλγίας και παλιές αναμνήσεις αναδίδουν οι αφηγήσεις παλιών Βολιωτών, εμπόρων και μη, για την κίνηση στην τοπική αγορά. Το σεργιάνι στις βιτρίνες παλιών καταστημάτων του Βόλου είναι επίκαιρο λόγω της εκπτωτικής περιόδου, που φέρνει για ακόμη φορά την τοπική αγορά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Η περιήγηση στις μνήμες του παρελθόντος ζωντανεύει μέσα από δύο παράλληλες αφηγήσεις, εξίσου γλαφυρές, που αναδεικνύουν το χρώμα και το άρωμα μιας άλλης εποχής.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Πολύτιμες πληροφορίες για την εμπορική κίνηση του μακρινού παρελθόντος, περιλαμβάνονται στο 20ο τεύχος του περιοδικού «εν Βόλω», που φέρει τη σφραγίδα του ΔΗΚΙ και κοσμείται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό, τμήμα του οποίου παρατίθεται και είναι αφιερωμένο στη μόδα.

Το εναρκτήριο λάκτισμα για την αναδρομή στο μακρινό παρελθόν, δίνει η νοσταλγική αφήγηση του Βολιώτη λογοτέχνη Αρη Βολιώτη, ο οποίος ξετυλίγει -στη συγκεκριμένη έκδοση- το νήμα των προσωπικών αναμνήσεων, που παραμένουν ζωντανές στο πέρασμα του χρόνου, απαριθμώντας θρυλικές φίρμες, που άλλες έχουν γράψει ιστορία κι άλλες συνεχίζουν να υφίστανται μέχρι σήμερα.

Στην πάνω πλευρά της Ερμού, μεταξύ Κουμουνδούρου και Γκλαβάνη, βρισκόταν το «Πιλοποιείον» της Τασίας Δρεπανιώτου. «Αυτό το “Πιλοποιείον” ήταν για εμάς, τα παιδιά, τόσο παράδοξη λέξη, που πέρασε αρκετός καιρός για να μεταφραστεί σε «καπελάδικο». Κάθε βιτρίνα είχε ένα – δύο ψεύτικα γυναικεία κεφάλια, όπου επάνω προβάλλονταν οι δημιουργίες της. Καπέλα από θαυμάσια υφάσματα κι ακόμη πιο υπέροχα χρώματα. Φτερά και κορδέλες συμπλήρωναν τα αριστουργήματα. Κάθε φορά που περνούσε η παρέα μας, η φίλη μας, η Αννυ, έλεγε πως ήταν ερωτευμένη με ένα καπέλο σε μοβ χρώμα με πράσινο βέλο, και πίστευε οπωσδήποτε θα κατάφερνε τη μητέρα της να της το αγοράσει για τις γιορτές» ξεκινάει η αφήγηση του Αρη Βολιώτη.

Η βιτρίνα του Μαστροκώστα «πρόβαλλε θαυμάσια κοσμήματα με ονειρεμένες πέτρες και ασημικά και πίσω της ο μαστρο – Αριστείδης, με το φακό του, κατασκεύαζε όνειρα». Πιο πέρα το υφασματάδικο του Μπάδραβου, απέναντι το γουναράδικο του Τριανταφύλλου. Το μαγαζί του Αθανασιάδη «έμοιαζε απέραντο, σαν να έφτανε μέχρι τη Δημητριάδος, με τους πάγκους του και πίσω τους τα ατέλειωτα ράφια με τα υφάσματα».

Παλιά καταστήματα

«Παρατηρούσα πολλές φορές τα καταστήματα της πόλης μας, που πρόσφεραν τα υλικά που ήταν απαραίτητα για την κατασκευή των σύγχρονων ενδυμάτων, και χανόμουν μέσα στην αριθμητική απεραντοσύνη της ποικιλίας π.χ. των “κομβίων και διακοσμητικών”. Αυτή η απεραντοσύνη ήταν εμπρός μου, σαν θέλησα να καταγράψω όλα όσα αφορούσαν και αφορούν την ένδυση, την υπόδηση και τα παρελκόμενά τους» θυμάται ο ίδιος.

Υπήρξαν και πριν από την αρχή του 20ου αιώνα έμποροι ετοίμων ενδυμάτων στην πόλη, όπως οι: Π. Λαμπρόπουλος, Αντώνιος Βασιλειάδης (του οποίου η επιχείρηση έφθασε μέχρι τις μέρες μας, με τελευταίο ιδιοκτήτη τον εγγονό του Αντώνιο Βασιλειάδη), Ιάκωβος Βαλτσέρ, Βλάσσης Ηλιόπουλος, Ιωάννης Παπαγιανόπουλος, Σαμουήλ Βιτάλης, Αντώνιος Χουλιαράκης, Νικόλαος Καρκανταλιάς, Αλέξανδρος Μπουροδήμος, Ευάγγελος Σταύρου και άλλοι.

Ο κ. Βολιώτης ανατρέχει στο μακρινό παρελθόν και στις εποχές που στην Ερμού κυριαρχούσαν τα καταστήματα: Αδελφών Αβδελά, Μακρυβέλιου και Τριανταφυλλίδη, Κανταρτζή και Κυρανάκη, Γιάννη Παρασκευόπουλου, Ηλία Αμπαστάδου, «Πρωτεύουσα» Ζούμπος, ΜΑΡΚΕΤ 70, Λάβδα & Ρέβα, Κυρ. Παγώνη, Κ. Γεωργατζά & Σία, Αδελφών Βελέντζα, Αφων Ευαγγελινού, Λεβή & Σαμουηλίδη, Λεβή – Τσιμπλούλη – Ζιώγα, Κωνσταντίνου Μακρή, Ματθαίου Οβαδία, Γρηγ. Πλιάκουρα, Μιχ. Σαμπεθάϊ, Σαματζή & Μαργαρίτη, Ι. Χατζηγιάννη, Ζάχου Λεβή, Ιάκωβου Λεβή, Πασχάλη, Πασματζίδη, Αδελφοί Κομνού, Αδελφοί Κονέ, Αδελφοί Σουλιτζή, Αθ. Κάλμπαρη στη στοά Κουτσίνα, Αδελφοί Κοέν, Πέτρος Σακκής στην Π. Μελά, Γκαραβαρίτης στη γωνία Δημητριάδος και Ελ. Βενιζέλου, «ΜΙΝΙΟΝ» Καραγιάννης στην Κ. Καρτάλη.

Πολύς κόσμος έξω από τη βιτρίνα του καταστήματος Αβδελά

Ξεχωριστό κεφάλαιο στις αναμνήσεις του κατέχουν οι βιτρίνες του οίκου Κουτσίνα, με τις υπέροχες κούκλες, «η μία, η αγγελική ξανθιά, ήταν υπέρκομψα ντυμένη και η άλλη, η καστανή, ήταν πάντα μια αριστοκρατική κυρία, ντυμένη με ό,τι καλύτερο σε γυναικείο ύφασμα διέθετε ο Οίκος».

Παράλληλα υπήρχαν τα καταστήματα που πουλούσαν ψιλικά, το απαραίτητο συμπλήρωμα στη ραπτική, οι επιχειρήσεις Γεωργαντζά & Σία, των αδελφών Σοφιάδη, οι αδελφοί Γαργαρέτα, οι αδελφοί Σαμαρά, η «Κοκέτα», ο Μωρίς Φρανσέρ, στην Αλεξάνδρας και Ογλ η επιχείρηση Ανδριτσάνου, κι από τα νεώτερα ο «Βασίλης» στη Σπ. Σπυρίδη και η «Αράχνη».

Πωλήτριες του καταστήματος Αφών Σοφιάδη, 1965

Παράλληλα υπήρχε ένα πλήθος εξειδικευμένων καταστημάτων όπως το «Οικονομικόν» των Καρκαγιάννη και Λαμπούση, οι Αδελφοί Χατζηαναγνώστου στην Ερμού, κοντά στην Κ. Καρτάλη ο Γιάννης Γαλής, που συμπληρώνουν το παζλ των αναμνήσεων.

Καπέλο της Θεοδώρας Μακροπούλου - Γαλή (φωτ. Λέων Μουρτζούκος, αρχείο ΔΗΚΙ)

Ετοιμα ενδύματα

Στα έτοιμα ανδρικά και παιδικά ενδύματα κυριαρχούσαν δύο επιχειρήσεις: του Μιχάλη Σιγάλα στη Δημητριάδος και Κουταρέλια, και του Βασιλειάδη στη γωνία Κ. Καρτάλη και Δημητριάδος. Το κατάστημα του Ζέρβα βρισκόταν στην οδό Ηπείρου, που ήταν γνωστή και ως «στενό του Μωραϊτόπουλου» λόγω του ομώνυμου καταστήματος υφασμάτων και λευκών ειδών που άφησε εποχή. Η φίρμα «Μωραϊτόπουλος» έγραψε τη δική της ιστορία στην τοπική αγορά και συνεχίζει την πορεία της στον χρόνο.

Στα ανδρικά επί παραγγελία πουκάμισα, ειδικευόταν η φημισμένη Πετκανίτσα, με εργαστήριο όπισθεν των Δικαστηρίων. Διάδοχός της υπήρξε η Βάντα Δημητρίου, που από τα χέρια της βγήκαν υπέροχα πουκάμισα. Σημαντική, επίσης, η παρουσία των αδελφών Κουτσουβέλη, επί της οδού Δημητριάδος και Αντωνοπούλου.

Καλλιτέχνες ήταν και οι τσαγκάρηδες της εποχής, στην Ερμού οι Αντικάκης, Μέμτσας, Χριστοφίδης, Καλιτζέος, Θλιβερός, και στη Δημητριάδος ο Ξαφάρας. Οι Αδελφοί Καμβύτη στην Ερμού, ο Τσιτσές στην Ελ. Βενιζέλου, ο Τσισμετζόγλου στη Δημητριάδος, ο Σιανίδης στην Π. Μελά, που είχαν ως κύριο είδος έτοιμα υποδήματα. Υπήρχαν επίσης και οι κατασκευαστές παντοφλών, όπως ο Γιάννης Τσίρος στην Γκλαβάνη και Γαλλίας.

Το κατάστημα του Σιγάλα με έτοιμα ενδύματα και σημαίες - αρχείο Α. Βολιώτη

Θρυλικά πιλοποιεία

Τα πιλοποιεία, που μεσουράνησαν κάποτε, ακολούθησαν φθίνουσα πορεία στο πέρασμα του χρόνου. Σημαντική εμπορική δράση ανέπτυξαν η βιοτεχνία Αφων Κολτσιδόπουλου στην Αθ. Διάκου και Ρ. Φεραίου, τα καταστήματα του Ι. Βόγκλη, του Σ. Πισιώτη και του Κ. Πετρόπουλου στην Ιωλκού. Το κατάστημα του Πέτρου Κολτσιδόπουλου στην Ιωλκού, ειδικεύονταν ακόμη σε μαθητικά πηλίκια και κάσκες παιδικές, απαραίτητα για την μαθητιώσα νεολαία της εποχής. Θρυλικά ήταν, επίσης, ήταν τα καταστήματα: του Κ. Ζωϊτόπουλου, του Β. Κατσαρού, του Β. Κουτσουβέλη και του Δ. Σαμαρά στη Δημητριάδος.

Καλλιτέχνιδες του είδους ήταν οι καπελούδες της εποχής, που έφτιαχναν αριστουργήματα. Η Αλεξάνδρα Σουσουρή, η Θεοδώρα Μακροπούλου, η Κωστούλα Κωνσταντά, ο Πετρόπουλος, η Δρεπανιώτου, προσέθεταν με την ανυπέρβλητη τέχνη τους, πινελιές κομψότητας στην καθημερινή αλλά και τη γιορτινή αμφίεση των Βολιωτών.

Στην Κ. Καρτάλη, λίγο πιο κάτω από την Ερμού ήταν το ομβρελοποιείο του Τσιτούλη, που διέθετε επίσης υπέροχα καπέλα δια χειρός Βενετίας Τσιτούλη, ενώ λίγο πιο πάνω βρίσκονταν οι αδελφές Παυλίδου, οι οποίες εκτός των καπέλων, διέθεταν και στολές στρατιωτικές.

Πιο κάτω στην Κ. Καρτάλη, κοντά στη Δημητριάδος, ο Πασχάλης Κοϊμάς διατηρούσε επισκευαστήριο ομπρελών και παράλληλα έπλεκε δίχτυα.

Εξωτερική άποψη του καταστήματος των αδελφών Σαμαρά στην Τοπάλη (περιοδικό εν Βόλω)

Καλλυντικά με υπογραφή

Τα περίφημα μυροπωλεία κατέχουν ξεχωριστή θέση στη νοσταλγική περιήγηση του Αρη Βολιώτη στο παρελθόν, με τα ονόματα του Πέτρου Κονταράτου, του Ιωάννη Διανελλή στην Ελ. Βενιζέλου, να ανοίγουν τον κύκλο των «μάγων της αρωματοποιίας».

Στην Κ. Καρτάλη, λίγο πιο κάτω από την Ερμού, ήταν ο Σωτήρης Σκεμπές, ενώ αργότερα ο Απόστολος Καδόγλου δημιούργησε στην Ελ. Βενιζέλου το «ΚΑDΟ» με τις κολόνιες που παρήγαγε ο ίδιος.

Στο πέρασμα του χρόνου «η αγορά σπάει τα σύνορά της και εξαπλώνεται σε μεγάλη ακτίνα στο κέντρο της πόλης, του οποίου η “καρδιά” πεζοδρομήθηκε. Δρόμοι όπως η Κ. Καρτάλη, Δημητριάδος, Αντωνοπούλου, Τοπάλη, Αναλήψεως, Ελ. Βενιζελου και Ιωλκού, αποκτούν μεγάλη εμπορική κίνηση. Στην Ιάσονος εξαφανίζονται τα χονδρεμπορικά καταστήματα τροφίμων και εγκαθίστανται νέα με πλήθος ποικιλίας ειδών», υπογραμμίζει ο Αρης Βολιώτης, κλείνοντας τη συναρπαστική περιήγηση στον χρόνο, τους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις, που καθόρισαν την εμπορική δραστηριότητα της πόλης.

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ

«Δουλεύαμε ως αργά το βράδυ»

Ο Θανάσης Κοντονίνας με τη σύζυγό του, στο κατάστημα που διατηρούσε στην Αντωνοπούλου

Ο Θανάσης Κοντονίνας βρίσκεται από παιδί στην αγορά του Βόλου, ξεκινώντας από την ηλικία των 9 ετών τον αγώνα για το μεροκάματο. Ο συνταξιούχος, πλέον, έμπορος του Βόλου, πρόεδρος των συνταξιούχων εμπόρων και γνωστός για τη συνδικαλιστική του δράση, αναπολεί με έκδηλη συγκίνηση και νοσταλγία στιγμές από τον παλμό της αγοράς, πριν από πέντε περίπου δεκαετίες.

Ο ίδιος συμπλήρωσε αισίως 60 χρόνια στην αγορά του Βόλου, δουλεύοντας αρχικά ως υπάλληλος στο κατάστημα νεωτερισμών «Σ. Λεβή και ΣΙΑ» στην οδό Ηπείρου, για να δημιουργήσει στη συνέχεια το δικό του κατάστημα, το οποίο διατήρησε επί 37 χρόνια στην οδό Αντωνοπούλου, έως τη συνταξιοδότησή του.

«Η Ερμού ήταν πλακόστρωτη και κατά μήκος του πεζοδρόμου είχαν αναπτυχθεί πολλά εμπορικά καταστήματα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πολυκαταστήματα, παρά μόνο ντόπιες επιχειρήσεις, στις οποίες δούλευαν αρκετοί υπάλληλοι και υπήρχε προσωπική επαφή με τον κόσμο» αφηγείται ο κ. Κοντονίνας.

Η εκπτωτική περίοδος διαρκούσε είκοσι μέρες, συνήθως από 1 έως 20 Φεβρουαρίου, και η κίνηση στην τοπική αγορά ήταν αντίστοιχη των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Η δουλειά στα καταστήματα διαρκούσε από νωρίς το πρωί μέχρι το βράδυ, ενώ όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος: «Στις 8 το πρωί ήταν έτοιμο το μαγαζί, σκουπισμένο, σφουγγαρισμένο, για να δεχτεί τους πελάτες της ημέρας. Η δουλειά διαρκούσε πολλές φορές μέχρι τις 10 το βράδυ, φαινόμενο που ήταν πιο έντονο στις καλοκαιρινές εκπτώσεις, οι οποίες συνέπιπταν χρονικά, με την εμποροπανήγυρη».

Ο κόσμος ερχόταν κατά κύματα, καθώς η τοπική αφορά αποτελούσε, και στην εκπτωτική περίοδο, πόλο έλξης για τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής της Μαγνησίας. «Ο κόσμος έβγαινε, ψώνιζε στην αγορά. Έρχονταν από το Τρίκερι, τα χωριά του Πηλίου, Λαύκο, Προμύρι και τα νησιά. Ο κόσμος ερχόταν το πρωί και έφευγε το βράδυ, αφού προηγουμένως έκανε τα ψώνια του», όπως αναφέρει ο συνταξιούχος έμπορος, ανακαλώντας παράλληλα στη μνήμη του παλιότερες εποχές, όταν έδεναν τα άλογα στην οδό Αντωνοπούλου.

Στην οδό Αντωνοπούλου κατέβαινε όλο το ανατολικό Πήλιο, Ζαγορά, Μακρυράχη, Ανήλιο, Κισσός, Μούρεσι, Τσαγκαράδα, αλλά και όλη η αγορά γέμιζε από κόσμο, από κατοίκους του Πηλίου και των γύρω περιοχών, οι οποίοι έρχονταν στον Βόλο για τα ψώνια τους. Ολα τα μαγαζιά ήταν γεμάτα και το κλίμα της εποχής τελείως διαφορετικό.

Η εικόνα που σκιαγραφεί ο ίδιος επαγγελματίας ξυπνά νοσταλγικές μνήμες στους παλιότερους, οι οποίοι αναπολούν τις παλιές, καλές εποχές, που δεν θυμίζουν τίποτα από τις σημερινές εποχές της κρίσης.

«Παρά το γεγονός ότι δουλεύαμε πολλές ώρες συνεχόμενα, είχαμε κέφι, χαρά. Ο κόσμος πήγαινε να ψωνίσει με γεμάτη καρδιά, σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή» σημειώνει ο κ. Κοντονίνας, ο οποίος θυμάται με έντονη συγκίνηση τις εποχές της νιότης, στην τοπική αγορά.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου