ΤΟΠΙΚΑ

Το Μανιφέστο

το-μανιφέστο-851206

Όταν ήμουν νεαρός κι ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπος με τις διάφορες κοινωνικές θεωρίες ταράχτηκα πολύ. Ήταν σα να άνοιξα ένα παράθυρο και βρέθηκα μπροστά σε χίλια άλλα. Κι όλα ήταν κλειστά. Τα βράδια που ακολούθησαν στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ. Οι ώρες γλιστρούσαν μπροστά μου σα νοσοκόμες σε διάδρομο νοσοκομείου.
Περνούσα όλη τη νύχτα συγκεντρώνοντας την προσοχή μου στο ρυθμό των σκέψεών μου μ έναν περίεργο τρόπο. Κάρφωνα το βλέμμα στην κουρτίνα που κρέμονταν μπροστά από το παράθυρο και έβλεπα το φως της νύχτας να περνάει από μέσα της και να πέφτει στο πάτωμα σχηματίζοντας ένα ωχρό τετράπλευρο, όπου οι σκιές των φύλλων απ τα κλαδιά του δέντρου που στέκονταν απ έξω κουνιούνταν σαν τεράστια σκουλήκια, απαίσια μπλεγμένα και απειλητικά.
Οι σκέψεις μου κυλούσαν από τη μια θεωρία στην άλλη -είναι έτσι, δεν είναι- στο ρυθμό μιας ατμομηχανής -είναι, δεν είναι – είναι, δεν είναι- σαν το χτύπημα ενός σφυριού, ώσπου ένα βράδυ ένιωσα το κεφάλι να ξεκολλάει από τους ώμους μου και να κατρακυλάει, μέχρι που σταμάτησε μες στη βαθιά σιωπή και μπρος στα μάτια μου απλώθηκε ένα μαύρο σεντόνι.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και μέσα από το σεντόνι εμφανίστηκαν δυο ανθρωπάκια που προχώρησαν ως εμένα τρικλίζοντας, με προσπέρασαν και χάθηκαν στον απέναντι τοίχο. Έμοιαζαν με τους γονείς μου και δίχως αμφιβολία αντιπροσώπευαν τον κόσμο των μεγάλων, ήταν όμως τόσο μικρά κι ασήμαντα που σχημάτισα τη βεβαιότητα ότι δεν θα μπορούσαν να δώσουν ούτε μια απάντηση στα ερωτήματά μου. Γι αυτό κι έμεινα παγερά αδιάφορος και ούτε που τους μίλησα.
Τώρα διέκρινα άλλους δυο… Όχι, ήταν τρεις! Οι δυο με μεγάλα βήματα και χειρονομίες έφτασαν ως εμένα, με προσπέρασαν κι ύστερα κατρακύλησαν στο κενό. Έμοιαζαν με τους καλύτερούς μου φίλους, αλλά φαίνεται ότι κι αυτοί δεν είχαν κάτι να μου πουν πέρα από τα γνωστά. Όμως ποιος ήταν ο άλλος; Εκείνος με τα φουντωτά μαλλιά και τη γενειάδα, που με το ζόρι κουβαλούσε ένα τεράστιο βιβλίο λίγο μικρότερο από τον ίδιο; Να τος. Βαδίζει αργά, αγκομαχώντας, κάνει δυο βήματα, σταματάει, στηρίζει το βιβλίο όρθιο μπρος στα πόδια του, στηρίζεται απάνω του για λίγο, παίρνει βαθιά ανάσα, το σηκώνει και προχωράει. Μα ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο άνθρωπος; Φοράει ρούχα παράξενα. Μα τόσο παλιά; Μήπως είναι ο… και ξύπνησα φωνάζοντας: Ο Μαρξ!
Με έπιασαν τα γέλια. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως είχα αποκοιμηθεί. “Ονειρεύτηκα τον Μαρξ!”, ψιθύρισα. “Όμως γιατί να ξυπνήσω; Ίσως να κουβεντιάζαμε λίγο!”. Σιγά σιγά η ανάμνηση του ονείρου αποτραβήχτηκε, τα βλέφαρά μου βάρυναν κι αποκοιμήθηκα ξανά.
Την άλλη μέρα μπήκα στο πρώτο βιβλιοπωλείο κι αγόρασα το Μανιφέστο…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου