ΤΟΠΙΚΑ

H πρώτη μασκαράτα μετά την απελευθέρωση του Βόλου

h-πρώτη-μασκαράτα-μετά-την-απελευθέρωσ-551359

Αρωμα νοσταλγίας αποπνέει η αναδρομή στο μακρινό παρελθόν, τότε που όλα ήταν τελείως διαφορετικά και τα αποκριάτικα στιγμιότυπα του παρελθόντος πάλλονταν στους ρυθμούς του ρομαντισμού και της διασκέδασης, με κιθάρες και χαρούμενη διάθεση. Στιγμιότυπα μιας άλλης εποχής αναβιώνουν παράλληλα καρέ-καρέ στο πιο παλιό καρναβάλι του Βόλου και τον πρώτο αποκριάτικο χορό που έμειναν στην ιστορία. Παλιά δημοσιεύματα πλαισιώνουν το οδοιπορικό νοσταλγίας του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ στον «καιρό εκείνο τον παλιό», την περίοδο μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα και την απελευθέρωση του Βόλου.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Στιγμιότυπα της πρώτης μασκαράτας του Βόλου έχουν καταγραφεί στο πλαίσιο ομαδικής προσπάθειας δασκάλων της Α’ Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Μαγνησίας, με τη συνεργασία του Επιθεωρητού Ιωάννου Παπαϊωάννου, που εκδόθηκε το 1959, με τίτλο «Ο Βόλος και το Πήλιο», όπου αναφέρεται, σύμφωνα με εφημερίδα του Βόλου, ότι στα 1882, αμέσως μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, άρχισε να γιορτάζεται η Αποκριά.

«Δεν υπήρχε πριν στο Βόλο η συνήθεια να ντύνονται καρναβάλια της Αποκριές. Βέβαια, το καρναβάλι μάς ήρθε από την Ευρώπη, αλλά στο Πήλιο, τον Κίσσαβο, τον Όλυμπο και αλλού, μασκαράδες ντυνόντουσαν κατά τη διάρκεια του δωδεκαημέρου, απ’ τα Χριστούγεννα ως τ’ Άη Γιαννιού», επισημαίνεται στο βιβλίο.

Όταν άρχιζε το Τριώδιο δημιουργούνταν το «Κομιτάτο», μια μεγάλη επιτροπή που πραγματοποιούσε εράνους, συγκέντρωνε χρήματα και επιστράτευε τα καλλιτεχνικά ταλέντα της πόλης, προκειμένου να διοργανωθούν αποκριάτικες εκδηλώσεις.

«Θαυμάσια και επιβλητικά αποκριάτικα άρματα, που σατίριζαν πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα της εποχής έκαναν το γύρο της πόλεως, και στο τέλος, ολόκληρη η εύθυμη αποκριάτικη πομπή έκανε την παρέλασή της μπροστά στα μέλη του «Κομιτάτου, που παρακολουθούσε τη γιορτή από ειδική εξέδρα, με επίσημη ενδυμασία και με το αποκριάτικο σκληρό καπέλο, το γνωστό «καβουράκι» αναφέρουν οι συγγραφείς.

Δεκάδες θέματα της επικαιρότητας αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για την κατασκευή ευφάνταστων αποκριάτικων αρμάτων, που προκαλούσαν γέλιο κι ανέβαζαν στα ύψη την εύθυμη διάθεση του κόσμου.

Κυρίαρχα στοιχεία στις αποκριάτικες παρελάσεις του παρελθόντος ήταν οι πιερότοι, οι κολομπίνες, οι φουστανελοφόροι, οι Πηλιορείτες βρακάδες, συντροφιές καλλίφωνων Βολιωτών που τραγουδούσαν εύθυμα τραγούδια της αποκριάς με κιθάρες και μαντολίνα, ενώ δεν έλειπαν η γκαμήλα και το γαϊτανάκι, αλλά και ο ανθοπόλεμος, με χιλιάδες ματσάκια μενεξέδων να καλύπτουν τους κεντρικούς δρόμους της πόλης.

«Ο πιο “άγριος” ανθοπόλεμος γινόταν στο γνωστό τετράγωνο του Χατζηαργύρη, ανάμεσα Δημητριάδος και Ιάσωνος, όπου ήταν συγκεντρωμένος στα μπαλκόνια ο πιο εκλεκτός ωραιόκοσμος του καιρού εκείνου, με το φτερό στο καπέλο, το ψηλό τακούνι, τη μακριά φούστα και τη ζακέτα με τους ψηλούς ώμους» γράφουν οι εκπαιδευτικοί – ερευνητές.

Η ομάδα των εκπαιδευτικών που κατέγραψε την αποκριάτικη κίνηση και τις συνήθειες του παρελθόντος, σημείωσαν ότι «από το 1940 ως το 1950 όλα αυτά δεν ήταν παρά μια σβησμένη ανάμνηση. Χάθηκε η μάσκα η γελαστή και δεν περνούσαν καρναβάλια στους δρόμους. Συνοφρυωμένη η όψη της Αποκριάς».

Ο Αθως Τριγκώνης γράφει…

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η πρώτη μασκαράτα του Βόλου, η οποία καταγράφηκε από τον Άθω Τριγκώνη στα «Χρονικά του Βόλου», έκδοση του 1934, που εντάσσεται στις συλλογές της βιβλιοθήκης του ΔΗΚΙ και, σύμφωνα με τα συμφραζόμενα, τοποθετείται χρονικά πριν την απελευθέρωση.

Όπως αναφέρει ο συγγραφέας «μια χρονιά, κατά τις αποκριές, μια παρέα, που αποτελούνταν από τις δύο κόρες του Ιταλού πρόξενου Μπόρελ, τον καθηγητή ύστερα στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Ν. Αποστολίδη, τον ξάδερφό του Περικλή Αποστολίδη, τον πρόξενο της Ελλάδας στο Βόλο Ι. Τζιώτη και τον πράκτορα του Αυστριακού Λόυδ, Γ. Καλαβά, αποφάσισε να μασκαρευτεί για να γελάσει. Βέβαια, χρειαζότανε πραγματική απόφαση για να γίνει το μασκάρεμα αυτό, αφού μέχρι τότες, στο μικρό Βόλο εκείνης της εποχής, δεν είχανε το συνήθειο να μασκαρεύονται τις Απόκριες. Μεταμφιεστήκανε λοιπόν, και φόρεσε ο καθένας και η κάθε μια ό,τι βρήκε πρόχειρο. Η μία, νομίζω, κόρη του Μπόρελ, φόρεσε τα ρούχα αλά Μπομπαντούρ της Εγγλέζας γιαγιάς της».

Το μόνο μέλος της παρέας που δεν μεταμφιέστηκε, ήταν ο Τζιώτης, ο οποίος φόρεσε τη στολή με το κασκέτο του κι ακολούθησε τη μασκαρεμένη παρέα. Όταν η παρέα έκανε την εμφάνισή της στο δρόμο, όλοι βγήκαν από τα σπίτια και τα καφενεία για να δουν το πρωτοφανές, για την εποχή, θέαμα. Όπως σημειώνει ο Άθως Τριγκώνης «τα περισσότερα πειράγματα και τη μεγαλύτερη επιτυχία, είχε ο Τζιώτης. Δεν τονε γνωρίζανε, φαίνεται, ακόμα. Κι όλοι, περνώντας τονε μασκαρεμένο, φωνάζανε “κοίτα τούτος… ντύθηκε πρόξενος. Ένας πρόξενος… ένας πρόξενος”».

Το σούσουρο που προκλήθηκε από την πρώτη μασκαράτα στο Βόλο, κράτησε πολύ καιρό, γιατί οι Βολιώτες ξαφνιάστηκαν από το θέαμα, αλλά την επόμενη χρονιά ακολούθησαν κι άλλοι το ίδιο παράδειγμα, με αποτέλεσμα τη σταδιακή καθιέρωση του αποκριάτικου μασκαρέματος, που έγινε έκτοτε έθιμο στη ζωή της πόλης.

Ο πρώτος χορός

Στην ίδια έκδοση, η πένα του Άθου Τριγκώνη κατέγραψε τον πρώτο αποκριάτικο χορό που πραγματοποιήθηκε στο Βόλο μετά την απελευθέρωσή του.

«Μόλις γίνηκε η προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό κράτος» γράφει ο Άθως Τριγκώνης «ήρθανε κι εγκαταστάθηκαν στο Βόλο πολλοί ξένοι, έμποροι του εξωτερικού και της Παλιάς Ελλάδας, δημόσιοι υπάλληλοι και αξιωματικοί. Αυτοί, λοιπόν, τον πρώτο ή τον δεύτερο χρόνο, σκεφτήκανε, τις Αποκριές, να κάνουμε ένα χορό. Αλλά χορός δεν είχε ξαναγίνει στο Βόλο και ύπαρχε φόβος να μην πάει κανένας και καμία να χορέψει. Γι’ αυτό οι οργανωτές αναγκαστήκανε να κάνουμε… εγγραφές κι έτσι να εξασφαλιστεί, από τα πριν, ο πηγαιμός ορισμένων ζευγαριών. Από δω, όμως, και πέρα αρχίζει το γλέντι. Οι αξιωματικοί, οι υπάλληλοι κ’ οι ξένοι, μαθημένοι όλοι από την Παλιά Ελλάδα ή το εξωτερικό, γραφτήκανε χωρίς πολλά λόγια στον κατάλογο».

Οι Βολιώτες, όμως, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο χορό, ο οποίος πραγματοποιήθηκε σε μεγάλη αίθουσα, στο ξενοδοχείο της «Γαλλίας» και πήραν μέρος, εκτός από τους αξιωματικούς και τους υπαλλήλους με τις συζύγους και τις κόρες τους, μερικοί νεαροί κοσμικοί Βολιώτες. Το εγχείρημα πέτυχε τελικά, παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν τη συγκεκριμένη βραδιά και επαναλήφθηκε τα επόμενα χρόνια.

Ο Άθως Τριγκώνης γράφει σχετικά: «Το βράδυ που ο χορός δινότανε, ο καιρός ήταν χαλασμένος, έβρεχε, μάλιστα «με το τουλούμι». Η λάσπη, στους ασκημάτιστους δρόμους, έφτανε ίσαμε το γόνατο και τη νύχτα, οι δρόμοι δεν φωτιζότανε, παρά μονάχα… σαν ο ουρανός είτανε καθαρός και είχε πανσέληνο. Που να ξεμυτίσουνε, λοιπόν, τα ζευγάρια που θέλανε να πάνε στο χορό. Θα γινότανε παπιά και θα χανότανε μέσα σε καμιά γούρνα γιομάτη λάσπες – και πιότερο οι γυναίκες, που φορούσανε μετάξινα παπούτσια χορού, κορσέ κοκκαλιασμένον και φουστάνια μ’ ένα τόπι ύφασμα κι ουρά δυο μέτρα μήκος».

Πρακτικά ήταν αδύνατο να πάνε στο χορό οι συμμετέχοντες, διότι αμάξια δεν υπήρχαν τότε στο Βόλο, με εξαίρεση το ένα και μοναδικό του τότε Δημάρχου της πόλης Γ. Καρτάλη.

«Γι’ αυτό η οργανωτική επιτροπή, μπρος στον κίνδυνο ν’ αποτύχει ο χορός, αναγκάστηκε να παρακαλέσει τον Καρτάλη, να της δώσει το αμάξι του. Και μόλις κείνος πρόθυμα της το παραχώρησε, δώσανε του αμαξά έναν κατάλογο των γραμμένων για το χορό κι αυτός άρχισε να γυρνάει στα σπίτια και να κουβαλάη τα ζευγάρια με τη σειρά. Και καθώς τ’ αμάξι δεν μπορούσε να πάρει παραπάνου από δυο, τρεις, άλλοι φτάσανε στο χορό πιο νωρίς κι άλλοι, πολύ αργά. Η ίδια, φυσικά, μέθοδος εφαρμόστηκε κι όταν τέλειωσε ο χορός, ο πρώτος χορός που δόθηκε, στο πείσμα των Βολιωτών και του καιρού, στο Βόλο» σημειώνει ο συγγραφέας.

ΑΦΗΣΕ ΕΠΟΧΗ

O πρώτος αποκριάτικος χορός του Βόλου

Ο πρώτος αποκριάτικος χορός του Βόλου άφησε εποχή, και είναι ενδεικτική η επιστολή της Μαρ. Αποστολίδου που καταγράφεται στο βιβλίο «Βολιώτικαι αναμνήσεις» του Νικόλαου Γάτσου, έκδοση του 1998, του Δημοτικού Κέντρου Ιστορικών Ερευνών, Τεκμηρίωσης, Αρχείων και Εκθεμάτων Βόλου (ΔΗ.Κ.Ι.).

Όπως επισημαίνεται στην επιστολή της Μ. Αποστολίδου: «Η Φόνη Κουμουνδούρου είχε μιαν πολύ φωτεινών ιδέαν, όταν έσχε την έμπνευσιν να ιδρύση το «Τέννις – Κλουμπ». Ευρίσκω ότι είναι πολύ πιο καθώς πρέπει το να χορεύη κανείς εις τας αιθούσας του Τέννις – Κλουμπ, όπου δεν υπάρχουν παρά πρόσωπα πάρα πολύ γνωστά, από του να πάη κανείς να χορεύσει εις τα καφενεία, όπου το κοινόν είναι πάντοτε πολύ ανακατωμένον. Πρέπει δε να ευχηθώμεν όπως το Τέννις – Κλουμπ ξανανοίξει τας πύλας του τον ερχόμενον χειμώνα, προς χαράν όλων μας. Αυτό όμως με κάμνει να ξαναθυμηθώ τον πρώτον χορόν με εγγραφάς, ο οποίος εδόθη εις τον Βόλον, ολίγον καιρόν μετά την προσάστησιν, καθώς επίσης και πόσον οι συμπολίται μας ήλλαξαν τον τρόπον των σκέψεών των και της ζωής των. Αι μερικαί ξέναι οικογένειαι, αι οποίαι ήσαν εδώ, ηθέλησαν να δώσουν έναν χορόν με εγγραφάς δια τας Απόκρεω. Μια επιτροπή εκ κυριών επεφορτίσθη να κάμη τας εγγραφάς (δηλώσεις δηλ) και να διοργανώση τον χορόν. Οι Αξιωματικοί και οι ξένοι ενεγράφησαν αλλά κανείς εντόπιος δεν ηθέλησε να λάβη μέρος» αναφέρει η υπογράφουσα την παραπάνω επιστολή, η οποία περιγράφει τα γεγονότα που εξιστόρησε παραπάνω ο Άθως Τριγκώνης.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου