ΤΟΠΙΚΑ

Οι κατάδικοι

οι-κατάδικοι-851206

Όταν ήρθε η αυγή, αυτός μαζί με άλλους δώδεκα ήταν μες στο καμιόνι. Οδηγούσε ένας νεαρός φύλακας και δίπλα του ήταν άλλοι δυο, οπλισμένοι. Οι κατάδικοι κάθονταν στην καρότσα, ο ένας κοντά στον άλλο, στοιβαγμένοι σα σπίρτα σε σπιρτόκουτο.
Ο δρόμος τραβούσε βόρεια. Οι κατάδικοι κοίταζαν αμίλητοι, αν και πρωτύτερα δεν θα μπορούσε να πει κανείς ότι είχαν πολυκουβεντιάσει, κι έβλεπαν τα δέντρα και τα χωράφια να φεύγουν πίσω τους, στέρεοι κι αλύγιστοι στη θέση τους, σα να τανε χυμένοι από μπετόν. Σε μια ανηφόρα που το καμιόνι την έβγαλε με δεύτερη πρόφτασαν να δουν καλύτερα τη γερτή σκεπή μιας αποθήκης κι ύστερα μια αυλή γεμάτη από κοτόπουλα κι ύστερα μια φοράδα, δεμένη με σκοινί σ ένα παλούκι. Ένα σκυλί τους γάβγισε κι η φωνή του αδυνάτιζε ολοένα καθώς το καμιόνι ξεμάκραινε, ώσπου τέλος έπαψε να ακούγεται.
Ύστερα ήρθε από το βάθος του καμιονιού ένας ήχος σα ρουθούνισμα. “Αφήστε με! Που να πάρει ο διάβολος, αφήστε με να φύγω!”. “Βούλωστο!” φώναξε ένας άντρας μεσόκοπος στα χρόνια με σκουρόγκριζα μαλλιά και σκληρό πρόσωπο. Το ρουθούνισμα έγινε οργή. “Αφήστε με! Που να σας πάρει ο διάβολος! Πουτάνας γιοι!”. Τώρα κανείς δε μίλησε, λες κι είχαν πεθάνει όλοι οι άνθρωποι ίσαμε κει που έφτανε η φωνή.
Το καμιόνι συνέχισε να κυλάει. Πέρασε σκαμπανεβάζοντας μια γέφυρα, έστριψε, σκαρφάλωσε ξανά μια ανηφόρα και σταμάτησε. Οι πόρτες της καμπίνας ακούστηκαν ν ανοίγουν κι οι φύλακες κατέβηκαν για κατούρημα. Οι κατάδικοι είδαν τρεις γεροδεμένες πλάτες.
Ύστερα άρχισε να βρέχει. Ένα σιγανό, γκρίζο ψιλοβρόχι σαν του Νοέμβρη. Οι φύλακες γύρισαν τρέχοντας και χώθηκαν στην καμπίνα. Οι κατάδικοι απόμειναν να κοιτάνε έναν σταχτή ουρανό όχι με λαχτάρα ή ελπίδα ή δίχως αυτά. Έστω κι αν για μια στιγμή το χαν σκεφτεί, ήξεραν ότι ο ουρανός δεν ήταν γι αυτούς.
Πάλι η φωνή ακούστηκε, όχι με οργή ετούτη τη φορά αλλά με παράπονο. “Ανοίξτε μου!”. Οι υπόλοιποι πάλι δε μίλησαν. Κάθονταν ένα γύρω ακίνητοι και υπομονετικοί, με τα οπίσθια γυρισμένα στον έξω κόσμο, όπως οι αγελάδες και τα πρόβατα όταν βρέχει.
Ύστερα το καμιόνι ξεκίνησε μ ένα τράνταγμα. Οι κατάδικοι πέρασαν από την ακινησία στην κίνηση με εκείνη την ιδιότητα του φανταστικού που σπρώχνει ένα σώμα προς τα πίσω, ενώ στην πραγματικότητα κινείται προς τα εμπρός. Δεν ήξεραν πού βρίσκονται. Δεν τους ένοιαζε. Δεν τους πέρασε απ το μυαλό η ιδέα ότι τους νοιάζει, περισσότερο απ ότι θα τους πέρναγε η ιδέα να ρωτήσουν τι μέρα είναι και αν κοντοζυγώνει Πάσχα. Είχανε στρέψει τα μάτια κατάισια μέσα τους και πρόσεχαν αυτή την αμυδρή φωτιά που έχει ακόμα κάποιες αναλαμπές. Ο έξω κόσμος έμοιαζε πια με παραδοξολογία, κάτι το ανάρμοστο και το υπερβολικό.
“Ανοίξτε μου να φύγω!” ακούστηκε ξανά η φωνή. Μα πάλι δεν απάντησε κανείς. Δεν έπαιξε ούτε βλέφαρο…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου