ΤΟΠΙΚΑ

Ακαριαίος θάνατος επιχειρήσεων

ακαριαίος-θάνατος-επιχειρήσεων-812583

Σε ακαριαίο θάνατο οδηγεί η οικονομική κρίση τις επιχειρήσεις. Τα ανυπέρβλητα προβλήματα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο όχι μόνο ελιγμού, αλλά ούτε καν αντίδρασης για προσφυγή στο άρθρο 99. Τα κεφάλαια είναι εξανεμισμένα. Τα ακίνητα υποθηκευμένα. Τα χρέη ίσως πολλαπλάσια. Οι μικρομεσαίοι οδηγούνται σε λουκέτο χωρίς να ενημερώσουν καν την Εφορία, ούτε καν να προσφύγουν στον πτωχευτικό κώδικα.

Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούν μοιραία τα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας στο πλαίσιο σχετικής έρευνας για την περίοδο 2004-2014 που ανακοινώθηκε χθες και δείχνει μετρημένες κηρυχθείσες πτωχεύσεις στη Θεσσαλία όπως και πανελλαδικά.

Συγκεκριμένα, το 2014 πανθεσσαλικά κηρύχθηκαν δεκατρείς πτωχεύσεις όταν τα λουκέτα αριθμούν χιλιάδες και ενδεικτικά μόνο στη Μαγνησία για τον ένα χρόνο από τη συμπλήρωση των capitalcontrols, σύμφωνα με το Επιμελητήριο, ήταν 1.048.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία από το Εφετείο Λάρισας πανθεσσαλικά, από τις πτωχεύσεις που κηρύχθηκαν ανήκουν πέντε στη μεταποίηση, μία στον κλάδο των κατασκευών, τρεις σε χονδρικό και λιανικό εμπόριο και τέσσερις στις υπηρεσίες παροχής καταλύματος και υπηρεσίες εστίασης.

Ο μικρός αριθμός των πτωχεύσεων, σύμφωνα με πληροφορίες, από δικηγορικούς κύκλους, επιβεβαιώνει με τον πλέον ακράδαντο τρόπο τον ακαριαίο θάνατο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Η διαδικασία, όπως επισημάνθηκε, είναι εξαιρετικά χρονοβόρα, αλλά και κοστοβόρα. «Πλέον αντικείμενο για πτώχευση υπάρχει μόνο όταν ο υπό πτώχευση έχει κάποια εμφανή περιουσιακά στοιχεία. Μάλιστα μερικές φορές μερικοί απαξιώνουν να μην κάνουν καν αναγγελία των αξιώσεων, γιατί κι αυτό έχει κάποιο κόστος» αναφέρθηκε χαρακτηριστικά.

Η νομοθεσία, σύμφωνα με πληροφορίες, αποτρέπει την εκκαθάριση των επιχειρήσεων. «Σε πτώχευση οδηγούνται εκείνοι, οι οποίοι έχουν ικανά περιουσιακά στοιχεία για να ικανοποιήσουν τις αξιώσεις τους.

Συνήθως τα χρέη των υπό πτώχευση εταιρειών είναι μεγαλύτερα από το ενεργητικό. Σε αλλοτινές εποχές οι τράπεζες δάνειζαν σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν είχαν ικανές εμπράγματες διασφαλίσεις. Εκαναν μόνο προσημειώσεις ακινήτων. Τα υπόλοιπα χρέη, στο Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους εργαζόμενους, δεν καλύπτονται» αναφέρθηκε χαρακτηριστικά.

Προσφυγή στα Πολυμελή Πρωτοδικεία γίνεται μόνο για ένταξη στο άρθρο 99, καθώς οι επιχειρήσεις που καταρρέουν είχαν εκθέσει σε υπερδανεισμό τα ακίνητά τους και διασφάλιζαν ίσα – ίσα τις απαιτήσεις των πιστωτών.

Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, οι εν λόγω προσφυγές γίνονται για να υποστηριχθούν οι αιτούμενοι από τις αστικές διώξεις, δηλαδή να μην πληρώσουν τις οφειλές μέχρι να ξαναβρούν τον βηματισμό τους, όμως αυτό προϋποθέτει οι επιχειρήσεις να αποδεικνύουν βιωσιμότητα.

Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης ο πτωχευτικός κώδικας έχει τροποποιηθεί πολλές φορές ανάλογα με τις ανάγκες. Ωστόσο, ο αριθμός των πτωχεύσεων, όπως φαίνεται και από τα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, είναι μικρός. «Δεν δείχνει παρά τον ακαριαίο θάνατο των μικρομεσαίων» αναφέρθηκε χαρακτηριστικά.

Τα στατιστικά στοιχεία

Από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει ότι στην τελευταία δεκαετία (2004-2014) κατά μέσο όρο ετησίως εκδίδονταν 1.061 αποφάσεις πτωχευτικής διαδικασίας, εκ των οποίων έγιναν δεκτές (μη απορριφθείσες) 914 (86% επί του συνόλου) και κηρύχθηκαν 457 πτωχεύσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν κατά μέσο όρο το 50% των δεκτών αποφάσεων πτωχευτικής διαδικασίας.

Τα στοιχεία για τις κηρυχθείσες πτωχεύσεις, ως προς τη νομική μορφή των επιχειρήσεων που πτώχευσαν, κατά μέσο όρο της περιόδου 2004-2014, δείχνουν ότι το 42% ήταν ατομικές επιχειρήσεις, το 11% προσωπικές εταιρείες (ομόρρυθμες, ετερόρρυθμες εταιρείες), ενώ το 47% αφορούσε σε κεφαλαιουχικές εταιρείες (ανώνυμες, περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες).

Από την ανάλυση των πτωχεύσεων που κηρύχθηκαν κατά τομέα οικονομικής δραστηριότητας, για την περίοδο 2004-2014 συνάγεται ότι κατά σειρά οι περισσότερες πτωχεύσεις πραγματοποιούνται στον τομέα χονδρικού και λιανικού εμπορίου – επισκευών με ποσοστό 45,7% (μέσος όρος περιόδου), ακολουθούν ο τομέας της μεταποίησης με 22,8% (μ.ό), ο τομέας των δραστηριοτήτων υπηρεσιών παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης με 11,6% (μ.ό) και ο τομέας των κατασκευών με 5% (μ.ό).

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΡΟΥΓΚΑ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου