ΤΟΠΙΚΑ

Κατήφορος

κατήφορος-851206

Είχε πέσει σκοτεινιά όταν δύο φιγούρες κατέβηκαν τον κεντρικό δρόμο, έστριψαν με κατεύθυνση τη θάλασσα και βάδισαν στα απόμερα δρομάκια. Ο αέρας ήταν γεμάτος υγρασία κι απ’ τη γλυκιά μυρωδιά του βραδινού φαγητού. Ψηλά, στις κολόνες, κίτρινα ηλεκτρικά φανάρια έριχναν αμυδρές σκιές στο οδόστρωμα. Τα παλιά, σκονισμένα κτίρια ξεκουράζονταν, τα τζάμια των προσόψεων αντανακλούσαν μουντά τα απέναντί τους σπίτια.
Οι δυο φιγούρες είχαν το ίδιο μπόι, αλλά όποιος πλησίαζε θα έβλεπε ότι ο ένας ήταν αρκετά μεγαλύτερος στα χρόνια. Φορούσαν κι οι δυο μπλουτζίν. Ο πιο μεγάλος φορούσε ένα ελαφρύ μπουφάν, ενώ ο νεότερος το επάνω μέρος μιας φόρμας. Καθώς προχωρούσαν, τα βήματά τους αντηχούσαν στα στενά. Ο νεότερος άρχισε να σιγοσφυρίζει.
«Φοβάσαι, μικρέ; Πες την αλήθεια! Χέστηκες απ’ το φόβο σου!». Το πρόσωπο του νεότερου φόρεσε το σκληρό του ύφος. Κάτω απ’ το κίτρινο φως των φαναριών φάνταξε πιο σκληρό. «Εγώ; Όχι, δε φοβάμαι καθόλου». Βγήκαν από το φωτισμένο μέρος κι ο νεότερος φάνηκε να χάνει τη σκληράδα του. «Μακάρι να ήξερα τα κόλπα όπως εσύ. Όμως είναι η πρώτη φορά για μένα».
Διέσχισαν τις γραμμές του τρένου. Οι μπάρες πάνω απ’ τα κεφάλια τους για μια στιγμή φάνταξαν σα λαιμητόμοι. Το τρένο σφύριξε κι ύστερα φάνηκε στη στροφή σπρώχνοντας πάνω στις ράγες το φωτεινό του μάτι. Μετά προσπέρασε πίσω από την πλάτη τους κροταλίζοντας. «Ο γέρος σου είπες δουλεύει στα τρένα;» ρώτησε ο πιο μεγάλος. «Ναι. Με πέταξε με τις κλοτσιές από το σπίτι, όταν έμαθε τι κάνω». Η φωνή του μικρότερου ήταν μια μοναξιά. «Καλά, μη φοβάσαι», είπε ο μεγαλύτερος κι ύστερα σα ν’ ανησύχησε, ρώτησε βιαστικά: «Έχεις το πράμα;». «Ναι, εδώ, ασφαλισμένο», είπε ο νεότερος και χτύπησε ελαφρά τη δεξιά τσέπη της φόρμας. «Ωραία. Όταν φτάσουμε, θέλω να είσαι άνετος. Ούτε βιαστικές κινήσεις ούτε τίποτα. Πασάρεις το σκονάκι, παίρνεις τα λεφτά και δρόμο».
Ο νεότερος αναρίγησε: «Άκου να δεις, είσαι εντάξει τύπος. Δε θα πεις τίποτα σε κανέναν, έτσι; Δε θέλω να μαθευτεί τίποτα για μένα. Ο γέρος μου δεν θα το αντέξει». Σώπασε μια στιγμή και μετά, σαν κάτι να σκέφτηκε, συμπλήρωσε: «Κι ύστερα απ’ αυτό η δόση μου είναι εξασφαλισμένη, έτσι; Είσαι εντάξει τύπος. Δε θα με ρίξεις». «Εντάξει, μικρέ, κάνε εσύ την πάσα και για τ’ άλλα μη νοιάζεσαι», έκανε ο μεγαλύτερος και γέλασε στεγνά.
Πλησίαζαν ένα χαμηλό, παραλληλόγραμμο κτίριο, μαύρο μες στο σκοτάδι. «Λοιπόν», είπε ο πιο μεγάλος, «ως εδώ ήταν. Από δω και πέρα προχωράς μόνος. Κι όπως είπαμε». Σταμάτησε, πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε: «Αν μάθεις τη δουλειά και την κάνεις σωστά, έχεις εξασφαλισμένη δόση ως τα βαθιά γεράματα». Σταμάτησε πάλι, έφτυσε ανάμεσα στα ανοιχτά του πόδια κι έκανε απότομα: «Εμπρός! Ξεκίνα!».

Ο νεότερος διέσχισε την απόσταση που τους χώριζε από την είσοδο του κτιρίου με διστακτικό βήμα, μπροστά στην πόρτα κοντοστάθηκε, κι έπειτα αποφασιστικά την άνοιξε και μπήκε…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου