ΤΟΠΙΚΑ

Η επισκευή

η-επισκευή-851206

Μία στροφή του κλειδιού, μία μικρή στροφούλα κι η μηχανή άρχισε να δουλεύει. Έπειτα σταμάτησε, ξερόβηξε κι έπειτα πήρε πάλι εμπρός. Ήταν ένα θαύμα που το ’κανε ο Τακόπουλος και μάλιστα καμιά εξηνταριά χιλιόμετρα μακριά απ’ το συνεργείο, ένα θαύμα που μόνο αυτός μπορεί να κάνει. Φαίνεται πως ο Θεός τον έστειλε στη γη για κάτι τέτοιες δουλειές –ένας μάγος, ένας θαυματουργός για όσα πράγματα εδώ κάτω έχουν ρόδες και γρανάζια, ένας άγιος των πιστονιών, των σωλήνων, των συρμάτων, των καλωδίων. Κι αν κάποια μέρα εδώ στη γη μαζευτούν όλα τα ξεχαρβαλωμένα φορτηγά σε ένα μέρος και φτιάξουν χορωδία κι αρχίσουν να δοξολογούνε το Θεό, αυτό θα οφείλεται στον Τακόπουλο και στους ομοίους του, να το ξέρετε.
Απομένανε ακόμα μόνο μικρολεπτομέρειες. Ο Τακόπουλος ψαχούλεψε έναν μακρύ σωλήνα, κάτι μουρμούρισε και ύστερα τον φάσκιωσε καλά με μαύρη μονωτική ταινία. Για κάτι τέτοια ήταν μανούλα ο Τακόπουλος. Η μηχανή άρχισε να κλοτσάει και να τραντάζεται από ευχαρίστηση, λες κι είχε καταλάβει ότι δουλεύει για κάποιον που τη νιώθει και που την αγαπά.
Ο μάστορας ωστόσο κάτι μουρμούρισε ανάμεσα απ’ τα δόντια του. «Τι τρέχει;», ρώτησε όλο αγωνία ο φορτηγατζής ο Παναγιώτης. «Μου φαίνεται ότι το καρμπιρατέρ την έχει άσχημα. Βγάζεις δε βγάζεις το ταξίδι». «Κάνε κάτι ρε Τακόπουλε, δεν είμαστε τώρα για έξοδα, να βγάλω το ταξίδι, να πληρωθώ και βλέπουμε», βόγκηξε ο Παναγιώτης.
Ο Τακόπουλος έσκυψε πάλι πάνω απ’ τη μηχανή, μαστόρεψε κάμποση ώρα κι ύστερα ανασηκώθηκε, προχώρησε λιγάκι και στάθηκε καταμεσής του δρόμου. Ο Παναγιώτης τον παρακολουθούσε με το μάτι, έτοιμος ν’ αρπάξει την πρώτη συλλαβή που θα ’βγαινε απ’ τα χείλη του. «Νομίζω, θα τη βγάλεις καθαρή κι ετούτη τη φορά», είπε κι ο Παναγιώτης γέλασε δυνατά…
Πόσες άπειρες πιθανότητες υπάρχουν στον κόσμο; Πώς γίνεται κι ένας φτωχοδιάβολος σαν τον Παναγιώτη, με ένα φορτηγό – ερείπιο, να τη βγάζει καθαρή επειδή στο δρόμο του βρέθηκε ένας Τακόπουλος; Αν δεν του είχε φτιάξει τη μηχανή, δε θα ’κανε το αγώι κι αν μετά από δέκα μέρες που επέστρεψε δεν είχε στην τσέπη τα λεφτά να πληρώσει στην τράπεζα τη δόση, δίχως δεύτερη κουβέντα θα του ’παιρναν το αμάξι, έτσι του είπαν. Κι αν του ’παιρναν τ’ αμάξι, τότε αυτός, ο Παναγιώτης, δε θα ’χε ούτε για νοίκι και θα ’μενε στο δρόμο, μαζί με τα τρία του παιδιά, τη γυναίκα, δυο μπόγους ρούχα και κατσαρολικά, κάμποσες καρέκλες κι ένα τραπέζι. Το πεπρωμένο δεν ήθελε να μείνει ο φτωχοδιάβολος ο Παναγιώτης, η γυναίκα του, τα τρία του παιδιά, δυο μπόγοι ρούχα και κατσαρολικά της οικογένειας μαζί με κάμποσες καρέκλες κι ένα τραπέζι καταμεσής του δρόμου, κι υπεύθυνος γι’ αυτό –όργανο, πες, του πεπρωμένου- ήτανε ο Τακόπουλος!
Ανατριχιάζει ο Παναγιώτης σαν το σκέφτεται: «Δόξα σοι ο Θεός! Ευτυχώς, υπάρχουν κι οι Τακόπουλοι!»

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου