ΤΟΠΙΚΑ

Ο Ντίνος

ο-ντίνος-851206

Ο Ντίνος ο Λεπόνας πήγαινε στο σχολείο, καθότανε πρώτο θρανίο και άκουγε το δάσκαλο. Όχι πως τ’ αρέσανε τα γράμματα. Μπα, Θεός φυλάξοι! Μόνο που να, ήτανε κοντούλης και χλεμπονιάρης και τ’ άλλα τα παιδιά τον ταράζανε στην καρπαζιά κι ούτε που ήθελαν να κάθονται μαζί του. Καθότανε λοιπόν κι ο Ντίνος μοναχός, άκουγε τα σοφά τα λόγια του δασκάλου κι είχε γίνει ξεφτέρι στα μαθήματα. Ο πατέρας του, Πηλιορείτης αναντάμ παπαντάμ, καμάρωνε στο καφενείο. «Του θ’κό μ’ του πιδί, θα γίν’ δικιγόρους» κι έκανε όνειρα κρυφά, πρώτα δικηγόρος, μετά μία καλή παντρειά με μεγάλη προίκα, ύστερα βουλευτής, υπουργός, μέχρι και πρωθυπουργός θα μπορούσε να καταντήσει ο Ντίνος του μια μέρα.

Πέρναγε ο καιρός, ερχότανε οι άνοιξες, ανοίγανε αυλάκια οι χωριάτες να μουλιάσουν τα οπωρικά, ερχόταν τα φθινόπωρα και μάζευαν με τα δίχτυα τις ελιές, όλοι μεγάλωναν και μόνο ο Ντίνος έμενε χλεμπονιάρης και κοντός κι αδύνατος σαν τελειωμένο γλειφιτζούρι. Οι άλλοι έπιασαν παρτίδες με τα κορίτσια «καλησπέρα, να σε περιμένω μετά που θα σχολάς απ’ τ’ Αγγλικά;» κι ο Ντίνος, λόγω του ότι καμιά δεν τον αξίωνε ένα βλέμμα, ξάπλωνε αποβραδίς, έπαιρνε ένα χάπι για τη δυσκοιλιότητα, έπαιρνε και το Θουκυδίδη και έβγαζε το άχτι του. Είχανε να το λένε στο χωριό. «Τσ, τσ! Αυτός ου Ντίνους! Μυαλό ξουράφ’!». Ήρθε κι η ώρα για τις εξετάσεις και κάνει έτσι ο Ντίνος, περνάει Νομική. Κέρασε τσίπουρα ο πατέρας του στο καφενείο, οι άλλοι πατεράδες ζηλέψανε, τα παιδιά που τον δέρνανε ανοίξανε δυο πιθαμές το στόμα και τα κορίτσια άρχισαν επιτέλους να τον προσέχουν. Όμως το μυαλό του Ντίνου ήτανε πια αλλού. Κατέβηκαν με τη μάνα του στο Βόλο με μια βαλίτσα κι ένα καλαθάκι με σπετζοφάι, κεφτέδες και γαλατόπιτα, πήραν το λεωφορείο και βουρ για την Αθήνα. Σε μια βδομάδα μέσα είχε εγκατασταθεί κι η μάνα του γύρισε καταχαρούμενη στο χωριό, να πει τα καθέκαστα στις γειτόνισσες.

Τώρα, Αγίου Μελετίου μεριά, είναι ένα σπίτι. Δεν έχει απόξω κόκκινο φωτάκι καθόσο είναι μπανάλ, αλλά το ίδιο κάνει. Μέσα στο σπίτι είναι ένα κορίτσι, η Βιβή. Είδε τον Ντίνο μόνο και έρημο, σα σπούργιτα το χειμώνα, τον ψυχοπόνεσε, τον πήρε υπό την προστασία της. Αντίς για το αμφιθέατρο της Νομικής, πού τον έχανες τον Ντίνο, πού τον έβρισκες, όλο Αγίου Μελετίου ήτανε. Στην αρχή ερωτεύτηκε τη Βιβή, αλλά μετά από λίγο αντελήφθη ότι το τερπνόν πάει ομού μετά του ωφελίμου κι ανέλαβε αυτός να κάνει κουμάντο. Κι επειδή μέσα του ξύπνησε το εμπορικό δαιμόνιο –προαιώνιο προτέρημα της φυλής και ιδιαίτερα των Πηλιορειτών– έφερε σπίτι δυο Ρωσίδες και μία Μολδαβή κι άνοιξε τη δουλειά…

Του ‘στελνε η μάνα του φανέλες και σώβρακα, τ’ άφηνε ο Ντίνος σε μιαν άκρη και φόραγε μεταξωτά. Περίμενε το πτυχίο ο πατέρας του, αλλά ο Ντίνος είχε πια μπει σ’ άλλο Πανεπιστήμιο…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου