ΤΟΠΙΚΑ

Αναζήτησαν καλύτερη ζωή στο Βόλο ~ Από την άλλη άκρη της Γης στη Μακρινίτσα

αναζήτησαν-καλύτερη-ζωή-στο-βόλο-από-τ-22009

Συγκλονιστικές παράλληλες ιστορίες αφηγούνται ο Ομάρι από το Κογκό και ο Αφγανός Αμίρ

Διέσχισαν χιλιάδες χιλιόμετρα, ξεκινώντας από την άλλη άκρη της γης, με το όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Βίωσαν τραγικές στιγμές μέχρις ότου κατορθώσουν να περάσουν σε Ελληνικό έδαφος.

Ο 18χρονος Ομάρι από το Κογκό και ο ηλικίας 18,5 ετών Αμίρ από το Αφγανιστάν, οι οποίοι φιλοξενούνται στον Ξενώνα ασυνόδευτων ανηλίκων αιτούντων πολιτικό άσυλο που λειτουργεί με τη φροντίδα της «Αρσις» στη Μακρινίτσα, ξεκίνησαν μια καινούργια ζωή, γεμάτοι όνειρα για το μέλλον.

Οι συγκλονιστικές παράλληλες ιστορίες που αφηγούνται στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, αποτυπώνουν τις απίστευτες δυσκολίες που σημάδεψαν ανεξίτηλα της μνήμες της παιδικής τους ηλικίας και εξηγούν παράλληλα τους λόγους που τους ανάγκασαν να ξεκινήσουν το μακρύ ταξίδι προς την ελευθερία, με μόνο εφόδιο στις αποσκευές τους, τη λαχτάρα για ζωή.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Ο 18χρονος Ομάρι Εχόσα από το Κογκό, γιός ιερέα, βίωσε την απόλυτη παράνοια της βίας και της αντιπαράθεσης, που του στέρησαν τους γονείς του. Ζούσε στο χωριό Μακομπόλα, πήγαινε στο σχολείο, από τις 7.30 το πρωί μέχρι τις 12.30 το μεσημέρι, κατόπιν προσεύχονταν στην εκκλησία με τους γονείς του και το απόγευμα έπαιζε ποδόσφαιρο με τους φίλους του. «Γεννήθηκα για να παίζω ποδόσφαιρο. Επειδή δεν είχα τη δυνατότητα να αγοράσω μια πραγματική μπάλα, έφτιαχνα αυτοσχέδιες με πλαστικές σακούλες, τις οποίες έδενα όλες μαζί. Ζούσα πολύ ευτυχισμένος με τους γονείς μου» θυμάται ο νεαρός μετανάστης.

Οι επιδρομές των «ράμπο» ανταρτών ήταν το πιο δραματικό κεφάλαιο των αναμνήσεων από την πατρίδα του και το βλέμμα του σκοτεινιάζει καθώς ανατρέχει στη στιγμή που σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή του. Αντάρτες των Μαϊμάι έβαλαν φωτιά στο σπίτι της οικογένειας και σκότωσαν τους γονείς του. Ο ίδιος κατόρθωσε να γλυτώσει, ως εκ θαύματος, από τις φλόγες του θανάτου. «Κρυφά έτρεξα στα πίσω δωμάτια, έσπρωξα το παράθυρο το οποίο έπεσε σαν χαρτί και έτρεξα τόσο γρήγορα, χωρίς να κοιτάζω πίσω μου, για να σώσω τη ζωή μου» αναφέρει ο νεαρός Ομάρι.

Το άλλο πρωί έφτασε στο διπλανό χωριό, Μπόκο, όπου τον περιέθαλψε για λίγες μέρες ένας ιερέας, ο π. Αβραάμ, ο οποίος του έδωσε λίγα χρήματα και τον βοήθησε να φύγει.

Σε ηλικία 14 ετών πέρασε απίστευτες κακουχίες, ταξιδεύοντας νύχτα μέχρι στην Τανζανία, για να φτάσει κατόπιν με αεροπλάνο μέχρι την Κωνσταντινούπολη. «Εκεί έμεινα ενάμιση μήνα σε ένα σπίτι μαζί με άλλους Κογκολέζους, τους οποίους δεν γνώριζα. Ένα βράδυ, γύρω στις 9, ξεκινήσαμε με τα πόδια. Περπατούσαμε όλοι μαζί μέσα στο σκοτάδι, κρυβόμασταν. Φτάσαμε στις 5 το πρωί στο ποτάμι, που είναι στα σύνορα με την Ελλάδα. Το ποτάμι το περάσαμε κολυμπώντας, τα νερά ήταν τόσο παγωμένα» θυμάται.

Μετά από πολλές δυσκολίες έφτασε στην Ελλάδα, με πρώτο σταθμό την Αθήνα. Στον ξενώνα της Μακρινίτσας ζει από τον Αύγουστο κι όπως αναφέρει «μου αρέσει πάρα πολύ εδώ. Εχω γνωρίσει καλούς ανθρώπους που με έχουν βοηθήσει. Χάρη σε αυτούς παίζω αυτή τη στιγμή ποδόσφαιρο στην ομάδα της Αγίας Παρασκευής. Προπονούμαι καθημερινά».

Ο Ομάρι επιθυμεί να βαπτιστεί Ορθόδοξος Χριστιανός και όπως σημειώνει χαρακτηριστικά «νονά μου πρόκειται να γίνει η Μαριάνθη, η Κοινωνική Ανθρωπολόγος που δουλεύει εδώ. Σύντομα θα ξεκινήσω Κατήχηση στο Πνευματικό Κέντρο, ώστε να μπορέσω να εκπληρώσω την επιθυμία μου».

Ο νεαρός μετανάστης από το Κογκό, ο οποίος ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο σε μια ομάδα των Ιλυσίων, ανυπομονεί να λάβει τα ταξιδιωτικά του έγγραφα, ώστε να ταξιδέψει στην Ευρώπη και να δει την αγαπημένη του ομάδα, τη Μάντσεστερ Γιουνάϊτεντ. «Το μεγαλύτερό μου όνειρο είναι να γίνω κάποια μέρα ποδοσφαιριστής. Κι αν δεν γίνει αυτό, θα ήθελα να γίνω ιερέας, όπως ήταν και ο πατέρας μου» ομολογεί ο Ομάρι, ο οποίος εύχεται παράλληλα να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια, αποκτώντας πολλά παιδιά. «Ισως 5 ή 6. Θα δούμε, ο Θεός ξέρει» τονίζει. Κλείνοντας τον κύκλο της προσωπικής αφήγησης, επισημαίνει ότι «πέρασα δύσκολες στιγμές, τις οποίες δεν θέλω να θυμάμαι κι όταν έρχονται αυτές οι εικόνες στο μυαλό μου από το παρελθόν, η θλίψη μου είναι μεγάλη και προσεύχομαι στο Θεό να μην τύχει σε κανέναν άλλο άνθρωπο να περάσει τα ίδια που πέρασα εγώ».

Ο Ομάρι Εχόσα με την Κοινωνική Ανθρωπολόγο της Αρσις Μαριάνθη Μπουδραμή

Δίψα για ζωή

Ο νεαρός Αμίρ Ακμπαρί από το Αφγανιστάν, ηλικίας 18,5 ετών σήμερα, βρίσκεται στην Ελλάδα περίπου 4 χρόνια. «Γεννήθηκα στην πόλη Μαζάρ του Αφγανιστάν και η οικογένειά μου ζούσε, καλλιεργώντας τη γη μας. Όταν ήμουν περίπου 4 χρονών και η αδελφή μου 6 μηνών, οι γονείς μου αποφασίζουν να μετακινηθούμε στο Ιράν, γιατί φοβόμασταν για τη ζωή μας, αφού μόλις είχαν σκοτώσει τους δύο αδελφούς του πατέρα μου και απειλούνταν και η δική μας ζωή, χωρίς να μπορώ να καταλάβω το γιατί» θυμάται ο Αμίρ.

Στην Τεχεράνη εξακολουθεί να ζει η μητέρα και η αδελφή του, ενώ ο πατέρας του, ο οποίος επέστρεψε στο Αφγανιστάν και επισκέπτονταν ανά δύο χρόνια την οικογένειά του, πέθανε από καρκίνο στο αίμα.

Οι συνθήκες ζωής πολύ δύσκολες για το νεαρό Αμίρ, ο οποίος δούλεψε στα χωράφια και σε εργοστάσιο, αλλά ήθελε να ζήσει «νόμιμα κι όχι κυνηγημένος» όπως υπογραμμίζει. Αρχικός σταθμός της περιπλάνησής του το χωριό Ουρούμια, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. «Επί ένα μήνα ζω στα βουνά και μερικές μέρες σε σπίτια. Κάθε βράδυ ανεβαίνουμε, περπατώντας 6-7 ώρες το βουνό για να περάσουμε τα σύνορα, δεν τα καταφέρνουμε. Ένα βράδυ όμως περνάμε τελικά στην Τουρκία σε ένα χωριό που δεν θυμάμαι πως το λένε, όπου μείναμε δύο μέρες. Αρχίζει να μας κυνηγάει η αστυνομία και για 15 μέρες ζούμε στο βουνό μαζί με άλλους 33 Πακιστανούς. Κάθε βράδυ περπατούσαμε 6 ώρες» όπως αναφέρει ο νεαρός Αφγανός, ανατρέχοντας σε δύσκολες στιγμές του παρελθόντος.

Το ταξίδι μέχρι την Κωνσταντινούπολη κι από κει στην Ελλάδα, γεμάτο από κακουχίες, πολλές ώρες περπάτημα μέχρι τον Εβρο, κι από κει στην Αλεξανδρούπολη και μετά με τραίνο στη Αθήνα. Εμεινε 15 μέρες στο σταθμό των τρένων. «Εκεί γνώρισα και άλλους μετανάστες που μου βρήκαν σπίτι, σημειώνει. Στο σπίτι αυτό έμεινα 6 μήνες» ζώντας με 20 μετανάστες, σε τρία μόλις δωμάτια.

Το όνειρο της φυγής του Αμίρ προς τη Γαλλία δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί, καθώς ο μεσάζοντας εξαφανίστηκε, και για να επιβιώσει, εργάστηκε σε πιτσαρία, μοιράζοντας φυλλάδια. Κατόπιν «φεύγω για έξι μήνες στην Σπάρτη για να δουλέψω στα χωράφια, καθαρίζοντας χόρτα. Μένω σε ένα σπίτι με άλλα τρία άτομα μαζί. Οι συνθήκες άθλιες» αναφέρει ο ίδιος καθώς εξιστορεί καρέ-καρέ, δραματικές στιγμές της ζωής του».

Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ζήτησε βοήθεια από το GCR και έτσι έφτασε στον ξενώνα της Αρσις στη Μακρινίτσα, όπου ζει μέχρι σήμερα. Στο μεταξύ, έμαθε Ελληνικά και σπουδάζει μαγειρική στο Δημοτικό ΙΕΚ Βόλου, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του παίζει ποδόσφαιρο.

«Στον Ξενώνα ζω πολύ όμορφα, έχω δικό μου δωμάτιο και μένω μόνος μου, τρώμε κάθε μέρα ζεστό φαγητό από την μαμά Χριστίνα και από μένα φυσικά, κάνουμε γιορτές, πηγαίνουμε εκδρομές, ζωγραφίζουμε, μαθαίνουμε ελληνικά. Επίσης εδώ και δύο χρόνια γνωριζόμαστε με φοιτητές και πολλές φορές που έχουμε βρεθεί, έχουμε μοιραστεί τα όνειρά μας, ίδια όνειρα που έχουν όλοι οι άνθρωποι, άσχετα με το πόσο δύσκολα ζήσαμε εμείς τα παιδικά μας χρόνια» υπογραμμίζει ο ίδιος.

Ο Αμίρ επιθυμεί να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά ως σεφ, να παραμείνει στην περιοχή μας και να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια, γιατί «τελικά στην Ελλάδα δεν υπάρχουν μόνο κακοί άνθρωποι. Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν και καλοί και κακοί» όπως επισημαίνει ο ίδιος, για να προσθέσει «θα ήθελα να μπορώ να ονειρεύομαι, να συνεχίσω να ζω στην Ελλάδα, που έμαθα να την αγαπώ και με αγαπούν, να βρω δουλειά, να δεχτούν την αίτηση ασύλου μου και γιατί όχι, να μπορέσω να φτιάξω και τη δική μου οικογένεια εδώ».

Ο νεαρός Αφγανός Αμίρ Ακμπαρί

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου