ΣΠΟΡΑΔΕΣ

Η Σκόπελος των παιδικών μου χρόνων

η-σκόπελος-των-παιδικών-μου-χρόνων-510551

Αντώνης Τσικουρίδης του Χρήστου και της Μοσχάνθης το γένος Στιβαχτή. Αναχωρεί την 07.00 πρωινή με το καΐκι «ΠΑΣΧΑΛΗΣ» μαζί με την μητέρα του για το νησί Σκόπελος. Ώρα 19.00 περίπου άφιξη, όπου στον βράχο, καλωσορίζουν με τις φστάνες τους, μεταξύ αυτών και την μητέρα μου «Αρή το Μοσχαδάκι, η Βλαχοσταμάταινα».

Όσο πλησιάζαμε προς το σπίτι στο γυφτόρεμα, αυξάνονται τα καλωσορίσματα. «Καλωσόρισες Μοσχαδάκι, τι κάνει ο άνδρας σου ο Χρήστος, ο Μιχαλάκης». Και προσφώνηση στα γνήσια σκοπελίτικα: «Αρέ πλάκι μου Αντωνάκη, τι καν’ς. Μεγάλωσες».

Κατά το ατέλειωτο ταξίδι, καπετάνιος και ιδιοκτήτης ο Νίκος Πασχάλης φίλος του πατέρα μου. Επίσης ο Θόδωρος Κυρίτσης εκ Σκοπέλου, πλήρωμα. Το γεύμα ήταν παϊδάκια τηγανιτά εξαιρετικά. Δεν ξεχνιούνται εύκολα. Υπήρχε και ταξίδι του ουρανίσκου με θεσπέσιες γεύσεις.

Ο Αντώνης Τσικουρίδης

Την επομένη ξημερώματα, άρχιζε του κουβεντολόι, μεταξύ της μεγαλουργού γιαγιάς Κοκίτσας, τις αδελφές, και της μητέρας μου. Ξημέρωμα, γύρω στις 09.00, πήγαινα τρέχοντας στην παραλία για συνάντηση με τα ξαδέλφια και φίλους. Συναισθήματα εξαίσια στο αντίκρισμα του χαμηλού βουνού Παλoύκι, με τα μοναστήρια, Σωτήρα, Ευαγγελίστρια, Αγία Βαρβάρα, ο Πρόδρομος, πνιγμένα στο πράσινο. Ως γνωστόν η Σκόπελος είναι το πιο πράσινο νησί του Αιγαίου.

Αρχίζουν τα παιχνίδια, τρεξίματα και πλατσουρίσματα στην αμμουδιά. Μου άρεσε ιδιαίτερα το περπάτημα στα καλντερίμια, με τις μοκαμβίλιες, οι γλάστρες με βασιλικό και λουλούδια. Τα κάτασπρα σπίτια. Κάθε τόσο ξεπροβάλλει και μια εκκλησιά. Ο Άγιος Νικόλαος, η Παναγία Παπαμελετίου, Παναγία Φανερωμένη, Άγιος Μερκούριος, Άγιος Μιχαήλ, Χριστός, Τρεις Ιεράρχες, Άγιος Ιωάννης.

Έρχεται στο νησί φίλος του θείου Αντώνη για φιλοξενία. Ο θείος Αντώνης που πήγε κρυφά, προ του 1940 στην Αμερική, τον είχαν κρύψει στις μηχανές εμπορικού πλοίου, όπου και έπαθε σοβαρά εγκαύματα. Έφτασε στον ποθητό προορισμό, εργάσθηκε σκληρά, έκανε προκοπή, παντρεύτηκε και απέκτησε δύο κόρες. Είναι αυτός που μεγάλες γυναίκες της Σκοπέλου ονόμαζαν “Άγιο της Σκοπέλου”. Φρόντισε όλες τις αδελφές και αδέλφια. Έστελνε χρήματα για αγορά σπιτιών, ενώ ο ίδιος δεν είχε ούτε ένα μικρό κτήμα. Αυτός ο μεγαλόκαρδος άνθρωπος της αγάπης και της αξιοσύνης. Υποκλίνομαι.

Εικόνα της Σκοπέλου από το μακρινό παρελθόν

Στο καλό δωμάτιο της θείας Ελένης, είχε φροντίσει να στείλει προκαταβολικά χρήματα για το γεύμα περίπου 25 ατόμων. Οι αστακοί, οι τσιπούρες, τα λυθρίνια, οι συναγρίδες, ανέβαιναν από το κατώι στο καλό δωμάτιο (τραπεζαρία). Και εγώ, όπως μου διηγήθηκε πολλά χρόνια αργότερα, φώναξα με θυμό: “Oλα τα καλά φαγιά πάνε επάνω. Εμείς τα παιδιά πατάτες και μακαρόνια”. Με κάλεσε ο φιλοξενούμενος και ανέβηκα επάνω. Την σκηνή την θυμάμαι. Τι μου είπαν όχι. Ήμουν 4-5 χρονών.

Από την εποχή που πήγαινα στο νησί, 1945 και μετά, ελάχιστοι έως καθόλου τουρίστες. Εργαζόμενοι κυρίως στην Αθήνα Σκοπελίτες, ήταν ο επιπλέον καλοκαιρινός πληθυσμός.

Πηγαίνοντας προς την περιοχή του Στάφυλου, αριστερά το Καρνάγιο, δεξιά τα σφαγεία. Ήταν τότε εξοχή.

Στο Καρνάγιο σκαριά από σκοπελίτικα χέρια ξεχωριστά, ακουστά στην Ελλάδα. Οι μάστοροι των καϊκιών περιζήτητοι. Καθόμουν και θαύμαζα την δεξιοτεχνία τους, μέσα στο λιοπύρι αγόγγυστα δουλεύουν ασταμάτητα να ολοκληρώσουν τα αριστουργήματά τους. Μεταξύ αυτών και ο θείος Μιχάλης που παντρεύτηκε την θεία Ελένη.

Σχεδόν απέναντι ήταν τα σφαγεία. Πήγαμε με τον θείο Κωνσταντίνο που παντρεύτηκε την θεία Ξένια, να δω την σφαγή μοσχαριού. Όταν πλησιάσαμε την είσοδο, τότε το ζώο άρχισε να κλαίει. Καταλάβαινε το τέλος του. Μετά από αυτό, δεν μπήκα στο σφαγείο. Μετά την σφαγή με φώναξε ο θείος και είδα την υπόλοιπη διαδικασία. Γδάρσιμο, εξαγωγή τα εντόσθια, τεμαχισμός. Μου είναι αδύνατο να ξεχάσω το κλάμα του ζώου. Μεταφορά στο κρεοπωλείο για πώληση.

Παιδικές μνήμες σε μια οικογενειακή φωτογραφία (αριστερά διακρίνεται ο Αντώνης Τσικουρίδης)

Συνήθως τις Κυριακές το γεύμα στο σπιτικό του θείου Μανώλη. Ήταν κρεοπώλης και αυτός. Σε πολύ μεγάλο ταψί, σαν να το βλέπω μπροστά μου, σπληνάντερο, που ανάσταινε και μη ζωντανούς. Το ψήσιμο γινόταν στο φούρνο του σπιτιού, όπου επίσης η θεία Κατίνα έψηνε μεγάλα καρβέλια ψωμιού. Επίσης αγγουροντομάτα από το μποστάνι. Τούτα τα λουκούλλεια γεύματα αλησμόνητα.

Αύγουστο στον Πευκιά, εξοχή της Σκοπέλου, για συγκομιδή και ψήσιμο των δαμάσκηνων, μαύρα και κόκκινα (ξινά). Ήταν το καλύβι του θείου Γρηγόρη με τη σύζυγό του, θεία Μαγδαληνή. Είχα ιδιαίτερη προτίμηση στα ξινά. Δεν σταματούσα να τρώω και ο θείος Γρηγόρης με παρατήρησε «θα σε πειράξουν». Τούτων δοθέντων, αναγκαζόμουν να πηγαίνω συχνά, εκεί όπου οι βασιλείς πάνε μόνοι τους.

Αν θυμάμαι καλά στο Αναγνωστικό Δημοτικού γραφόταν τα ξεχωριστά προϊόντα φάβα Σαντορίνης, δαμάσκηνα Σκοπέλου και κοπανιστή Μυκόνου.

Στην αμμουδιά που ’ταν στο νησί μέσα, υπήρχαν λίγα βραχάκια και πηγαίναμε με τους θείο Θόδωρο με σύζυγο την θεία Μάχη, για ψάρεμα με καλάμι, μουρμούρες. Μερικές φορές η ψαριά κάτι περισσότερο από επιτυχής. Στα πολυάγκιστρα καλάμια γεμάτα από λαχταριστές μουρμούρες. Κάθε φορά που έπεφτε το καλάμι στην θάλασσα ψαριές υπέροχες. Σπάνιες οι αποτυχίες. Το δόλωμα ήταν σωλήνες.

Στο σπιτικό της ξεχωριστής Γιαγιάς Κοκίτσας. Ο όρος αγωνίστρια της ζωής, της ανήκει. Έντεκα παιδιά εκ των οποίων έχασε τα δύο. Εκεί γινόταν το μάζεμα, από αδέλφια, αδελφές για να υποδεχθούν τον θείο Νίκο από τα λιαδρόμια. Σημερινή Αλόννησο. Και ξεπρόβαλε ο θείος Νίκος με το σακάκι κρεμασμένο στον ώμο του. Αρχίζουν οι ατέλειωτες κουβέντες. Πάντα έρχονταν με καλούδια.

Σε ένα από τα ταξίδια του για Σκόπελο με συνόδεψε ο θείος Χαράλαμπος Στιβαχτής. Πρώτο ταξίδι με βαπόρι το “ΚΥΚΝΟΣ”.

Ο θείος Χαράλαμπος πλημμυρισμένος από καλοσύνη, μεγαλοσύνη, βοηθούσε τους ανήμπορους. Στη διάρκεια του ταξιδιού μου έλεγε τα σχέδιά του για τον ξενώνα που απέκτησε με πολύ κόπο στην Αμερική. Στο πρόσωπο του θείου συναντούσες τον άνθρωπο.

Κοντά στον ξενώνα ήταν το καλύβι του θείου Παναγιώτη Γαρουφαλή και της θείας Ουρανίας. Καλοσυνάτος και χαμογελαστός. Καλωσόριζε πάντα με ανοιχτή αγκαλιά τα εγγόνια του, Ουρανία, Θανάση και την αφεντιά μου. Οι πρώτες του κουβέντες: “Καθίστε να σας κεράσω λουκουμάκια”. Μετά πήγαινε στο μποστάνι κι έφερνε διάφορα ζαρζαβατικά, όπου η γιαγιά Ουρανία τα έφτιαχνε σαλάτα και φαγητό. Γεύμα λουκούλλειο. Από το μποστάνι στο πιάτο. Αυτά δεν μπορούν να φύγουν σήμερα από το μυαλό μου. Η ανοιχτή του αγκαλιά ακόμη χαρές μου δίνει.

Έξι Αυγούστου, πανηγύρι μέγα, στο Μοναστήρι του Σωτήρα. Το απόγευμα πανηγυρικός εσπερινός με συνοδεία κελαϊδισμάτων των πουλιών και πλήθος μέγα. Μετά ακολουθούσε γεύμα και χορός με επικεφαλής τον Παπατζανετή. Τα μικρά μας βάζανε στα κελιά του μοναστηριού για ύπνο. Το πρωί όρθρος, θεία λειτουργία. Αφού τελείωνε η λειτουργία, κέρασμα γλυκών και σταφυλιών. Στο οστεοφυλάκιο της Μονής, βρίσκονται σε μικρά κιβώτια, οστά πολλών συγγενών.

Στο νησί ήκμασαν τέχνες παράδοσης, όπως η αγγειοπλαστική, η κατασκευή μικρών σκαφών, διακόσμησης και τα περίφημα σκοπελίτικα μαχαίρια. Στην αγγειοπλαστική διακεκριμένος ο Βασίλης Ρόδιος, τεχνίτης με ποιότητα, αλλά και σοφία ανθρώπινη. Οι διάλογοί του με παιδί 7 – 8 ετών σημαντικοί.

Πήγαινα στο μαστόρικο του Τριαντάφυλλου Μπουνταλά. Μεγαλοπρεπής με τον αρειμάνιον μύστακα, κατασκεύαζε αριστουργήματα. Πλοία, καΐκια, μικρές βάρκες σε μικρογραφία διακόσμησης. Πήγαινα στο εργαστήριο του Χρήστου Πατσή. Ο μάστορας που έκανε μέχρι και πέρυσι τα περίφημα σκοπελίτικα μαχαίρια. Θυμάμαι με τη μαεστρία που πατούσε τη φυσούνα, να ανάψει η φωτιά και στο αμόνι να μετατρέπει το μέταλλο σε μαχαίρι μικρό.

Από 7 – 8 χρονών είχε αρχίσει να μου αρέσει η μοναξιά. Πήγαινα στην Παναγία στον Πύργο και από ψηλά αγνάντευα το αντάμωμα στο Αιγαίο, το γαλάζιο της θάλασσας με το γαλάζιο του ουρανού. Συλλογιζόμουν που θα με ταξιδέψει το πλοίο της ζωής. Για χαρές ατέλειωτες αλλά και πίκρες.

Αν είχα την ωριμότητα και τις γνώσεις του σήμερα το συμπέρασμα θα ήταν: Στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη “Ιαπωνία – Κίνα” η κινέζικη σοφία έλεγε “Σε αυτό το σπίτι που χτίζει χιλιάδες χρόνια η ανθρωπότητα, βάλε κι εσύ ένα πετραδάκι”. Επίσης από το “Κύκλο των χαμένων ποιητών”: “άδραξε την ημέρα” (ζήσε τη μέρα).

Το πιο πράσινο νησί του Αιγαίου, η χώρα της Σκοπέλου ντυμένη στην ίδια φορεσιά. Με τα καλντερίμια της, της μοκαμβίλιες της, τις γλάστρες στα παράθυρα των σπιτιών της αποπνέουν εικόνα ζηλευτή, αναλλοίωτη στον χρόνο, αξιαγάπητη, αγέρωχη σε προσκαλεί να γιορτάσεις μαζί της, τις ομορφιές της, τα μοσχοβολήματα της φύσης. Και οι κοπέλες του νησιού να σου τραγουδούν «Ωραία που ’ναι την αυγή που η φύση σε βαλσαμώνει…».

Αντώνης Χρ. Τσικουρίδης

το γένος Ιωάννη Βλαχοσταμάτη

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου