ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μια Aνοιξη στην Καρδιά

μια-aνοιξη-στην-καρδιά-730817

Της Εύας Λόλιου

…Μια ησυχία απλωνόταν εκείνο το Μαρτιάτικο πρωινό στην αυλή του γηροκομείου, οι λιγοστές ανάσες του Χειμώνα ίσα που μου ψιθύριζαν ένα παγωμένο αντίο.

Στα παρτέρια τα πρώτα μπουμπούκια της Ανοιξης είχαν ακόμη κλειστά τα πέταλά τους καθώς ένα ψηλό πέτρινο τείχος εμπόδιζε τον ήλιο.

Μια όμορφη αυλή, ντυμένη με κάγκελα ολόγυρα, θα έπρεπε να βιάζεται να χαρεί τις λιόλουστες ημέρες.

Η ώρα είχε περάσει την δεκάτη πρωινή και ακόμη δεν άνοιξαν την πόρτα για τους επισκέπτες. Κοίταξα γύρω μου, δεν ήταν κανείς άλλος εκτός από εμένα.

Τότε σκέφτηκα την γριούλα στο διπλανό κρεβάτι απ’ την γιαγιά μου και μ’ έπιασε μια στενοχώρια που μου λύγισε τα γόνατα. Κάθε που μ’ έβλεπε με ρωτούσε, «αργεί ακόμη ο Γιώργης μου, το παιδί μου;».

Ακούμπησα το μέτωπο στα παγωμένα σίδερα, χώνοντας ανάμεσα τους τα μάτια μου, θολά απ’ τα δάκρυα. Και αυτά τα έρμα κύλησαν στην σκληράδα της καγκελόπορτας σιωπηλά.

«Kαρτέρι έστησες πρωινιάτικα;», μου φώναξε η παχουλή κακιασμένη νοσοκόμα με τα κλειδιά στο χέρι.

Την προσπέρασα ψηλώνοντας το κεφάλι, μ’ ένα φτυσμένο καλημέρα απ’ την σιχασιά που μου προξένησε η αναίδεια της.

..Ανήμπορη η γιαγιά, σαν ένα λεπτό δεντράκι ξεριζωμένο, άπλωσε τα αδύναμα κλαράκια της να μ’ αγκαλιάσει.

Τα μάτια της ζωήρεψαν και πήδηξαν από μέσα τους φωτεινά πουλιά να με καλωσορίσουν. Ετσι μου μιλούσε πάντα, με σιωπές, η ψυχή της όμως δεν είχε χάσει τους ήχους της.

Η καρδιά της συγχωρούσε κάτω απ’ την γερασμένη σάρκα.

«Ευχαριστώ μαμά, που ήλθες», ψέλλισε με δυσκολία και χάθηκε πάλι μέσα στο δάσος.

Μαμά..δαγκώθηκε η καρδιά μου.

Κάθισα στο κρεβάτι πιάνοντας σφιχτά το χέρι της, έβγαλα απ’ την τσέπη μου μια καραμέλα και την έχωσα στην μικρή της χούφτα.

Αναστέναξε καθώς έβαλα το κεφάλι της στον κόρφο μου και έσφιξε με δύναμη τη γλύκα της καραμέλας στο πικραμένο στόμα της.

Κάποτε με νανούριζε στη δική της αγκαλιά λέγοντας μου παραμύθια μέχρι να κοιμηθώ..

Δε με άκουγε ίσως τώρα, μα ένιωθα τους χτύπους της καρδιάς της να καλπάζουν δυνατά από αγωνία, καθώς κυνηγούσε ο κακός λύκος την κοκκινοσκουφίτσα ή ο γίγαντας τον κοντορεβυθούλη.

Μια στυφή γεύση είχα στο στόμα, μύριζε η μοναξιά ναφθαλίνη πάνω στους γκρίζους τοίχους και στις κιτρινισμένες κουρτίνες, απ’ τις ορφανές ημέρες και νύχτες.

..Πώς ρήμαξε το σπίτι της γιαγιάς..

Κάποτε ήταν γεμάτο απ’ τις παιδικές φωνές μας. Μύριζε άνηθος και φρέσκο κρεμμυδάκι απ’ τις χορτόπιτες που έψηνε στο ξύλινο φούρνο. Αφηνε τον πλάστη για να μας προσέχει και να ’ κούει τις πεθυμιές μας.

«Γιαγιά νερό, γιαγιά με χτύπησε ο Γιαννάκης, γιαγιά…ένα παραμύθι κι ένα τραγούδι. Γιαγιά.. μου..».

«Σιωπή! φτωχό σ’ αγαπώ μη πεις», με μάλωσε η συνείδησή μου. «Δεν έχεις το δικαίωμα!», μου φώναξε. Θύμωσα με τον εαυτό μου.

Ταραγμένος άφησα τις υπόλοιπες καραμέλες στο αντικριστό αδειανό κρεβάτι και έκαμα να φύγω για το σπίτι.

Ήμουν αποφασισμένος, να βγάλω τη γιαγιά απ’ τα κάγκελα, σπάζοντας το ψηλό πέτρινο τείχος που εμπόδιζε τον ήλιο.

Την κοίταξα απ’ την πόρτα χωρίς αντίο, θα επέστρεφα. «Μην πας σήμερα στο σχολειό», με εκλιπαρούσαν τα μάτια της, «μείνε να μου κάνεις συντροφιά».

Μα έφυγα τρέχοντας, να βάλω την Ανοιξη στο σπίτι μου, να ανθίσει η Αγάπη μες στην σκληρή καρδιά του πατέρα…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου