ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο καφενές της θάλασσας

ο-καφενές-της-θάλασσας-734809

Της Εύας Λόλιου

Κάθε ημέρα ένα άλλο έργο παίζεται στο παλιό λιμάνι του Βόλου.

Τελευταία σκοτάδια πριν την πανσέληνο, τα γρι γρι βγήκαν εψές το σούρουπο με τα ραντάρ να βρουν τις ξέρες με τα ψάρια.

Αλλού η σαρδελίτσα, αλλού ο γαύρος.

Οι παράκτιοι ψαράδες ήρθαν δεύτεροι στους πάγκους με μια φοβισμένη καρδιά και ένα τρέμουλο στα χέρια απ’ την πρωινή παγωνιά.

Κοιτώ την ψαριά τους στα πανέρια, στα χέρια τους τα παλικάρια κρατούν τα πρώτα, τα δείχνουν στους περαστικούς.

«Εμπα δες και διάλεξε τα και μπαλάντζα ζύγισέ τα», ακούγεται απ’ το μικρό τρανζίστορ δίπλα στα αχτένιστα δίχτυα.

Στέκομαι μπρος στις βάρκες με βαθιές αναπνοές, να γιομίσει η ψυχή μου θάλασσα.

«Εχω και καλή σαρδέλα σαν την όμορφη κοπέλα», συνεχίζει το τραγούδι καθώς με γδύνει με τα μάτια ένα νεαρό παλικάρι. Μου τα λέει ο πατέρας, μα εγώ του κεφαλιού μου.

«Τι δουλειά έχεις εσύ μες των αντρών τα λημέρια ε; Κορίτσι πράγμα, θα τους διαολίζεις τους λεπιασμένους».

«Και μου έκανε εντύπωση πώς με ξεχώρισε μέσα στα φαρδιά παντελόνια και την κουκούλα στο πρόσωπο τούτος ο παραγαδιάρης.

Διαστέλλεται ο χρόνος για τους ψαράδες, το καλοκαίρι χάνονται ανάμεσα στους επισκέπτες και την ζωντάνια της πόλης.

Μα σαν χειμωνιάζει σφυρηλατείται η ενότητα τους στο μικρό καφενέ απέναντι απ’ τις καινούργιες και παλιές βάρκες.

Θα πιω ένα καφέ ελληνικό, να ζεσταθούν τα σώψυχά μου, να κατακαθίσει η θάλασσα μέσα μου.

Αυθεντική ατμόσφαιρα, παλιού καφενείου. Οι τοίχοι λευκοί με ψηλά και μεγάλα παραθύρια σε γαλάζιες κορνίζες, να βλέπουν ουρανό και θάλασσα οι θαμώνες.

Κοιτώ στα ψαράδικα, ακόμη έχω καιρό μέχρι να μπάσουν μέσα οι άντρες. «Πέντε – πέντε, δέκα – δέκα κατεβαίνω τα σκαλιά».

«Γλάστρα με ζουμπούλι και βασιλικό», διαβάζω τους στίχους πάνω στο ξύλινο κρασοβάρελο και η μυρωδιά του σταφυλιού είναι διάχυτη στο δωμάτιο.

Η φουφού στην μέση του καφενέ, ψήνει κάστανα, βάζει πάνω της κρασί, ρακί με μέλι ο Παλιός Μάστορας για να υποδεχτεί καθώς πρέπει τους παγωμένους ψαράδες.

Δεν έχει άπλετη θέρμανση μα αυτή η σόμπα μοσχομυρίζει την φύση που βάζεις μέσα της.

Σε μια ψησταριά στο περβάζι, έχει φυτρώσει ένα γιασεμί, κουράστηκε η δόλια απ’ τα γλέντια και έγινε γλάστρα.

Να γλυκαθεί η σκληράδα απ’ τις φουρτούνες και να αράξουν οι ναυτικοί σε τούτο το απάνεμο κόρφο.

Ωχ έρχονται, καιρός να πηδήξω δέκα δέκα τα σκαλιά. Ο πατέρας σαν το μάθει θα φωνάζει.

Βιάζομαι να πληρώσω, στο όρθιο ο μάστορας μου δίνει με το πιρούνι μια αντζούγια και ένα σφηνάκι ρακόμελο.

Τον κοιτώ με αγάπη, εδώ με περπάτησε ο πατέρας πρώτη φορά και δεν μπορώ να σκεφτώ την ζωή μου μακριά απ’ τις βάρκες, τους ψαράδες, την θάλασσα και τούτα τα παραθύρια που έχουν ψηλά στα κατάρτια τα όνειρα μου.

«Μη το πεις στο πατέρα, πως ξανάρθα.

«Μου κοτσάρει ένα γιασεμί στα μαλλιά και ένα χαμόγελο στην ψυχή, αποχαιρετώντας με η θάλασσα.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου