ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

«Η ζωή είναι ωραία πριγκιπέσα!»

η-ζωή-είναι-ωραία-πριγκιπέσα-755355

Της Εύας Λιόλιου

Αποφεύγω τις μεγάλες λεωφόρους, είναι νεκρές, δε θα βρω τίποτα σε δαύτες.

Ούτε δέντρα, ούτε πουλιά, μήτε μια πέτρα να σπρώξω με το πόδι μου, να παίξω.

Λείπουν τα παιδιά, δεν υπάρχουν πια αυλές, αλάνες και πάρκα.

Αλαλιασμένα μυαλά αντικρίζω μόνο, μαριονέτες της ζωής που μετακινούνται μέσα σε τραμ και λεωφορεία.

Διαβάζω μια γκρίζα πόλη στη διαδρομή, με σκισμένα ανεμόπτερα στα συρματοπλέγματα της.

Το νόμισμα σε αυτήν την μεγαλούπολη δεν έχει δύο όψεις.

Χαμένες οι μικρές εκπλήξεις της ζωής.

Βγάζω ένα δίευρω απ’ την τσέπη μου, το πετώ ψηλά.

Πέφτει στην άσφαλτο η Ευρώπη.

Μονόδρομοι χωρίς διεξόδους.

Μόνος μου φτιάχνω μονοπάτια περπατώντας, κάθε βήμα και μια ανάσα στο όνειρο.

Αν και κοντεύω στα σαράντα, είμαι ένα παιδί ανάμεσα σε μια κοινωνία ενηλίκων.

Χαίρομαι με τα μικρά, παραβλέπω τα μεγάλα.

Στημένοι σε ουρές μιας παράνοιας οι τραπεζικοί λογαριασμοί, η πολυτελή ζωή, τα λουστραρισμένα σκαρπίνια και ένα όνειρο φούσκα που το κοιτούν στο τέρμα του δρόμου.

Μα εκεί το παραμύθι θα έχει ήδη τελειώσει φίλε μου, η ίδια η ζωή!

Λες και θα πληρώσουν τον θεό για να τους χαρίσει μια αιωνιότητα ακόμη.

Χαμένοι στην απληστία του χρήματος και της χλιδής.

Οι άλλοι απ’ την απέναντι όχθη, οι μεσαίοι και μικροί, κοιτούν τις πολυτελείς βιτρίνες αναμασώντας καθημερινά μια μιζέρια στο στόμα.

’’Εεε, ’σείς ξυπνήστε!

Φάτε την ελιά, γελάστε με το κουκούτσι πετώντας το στον αέρα ανέμελα. Να γυαλίσει απ’ τις ακτίνες του ήλιου. Πού ξέρετε;

Μετά από χρόνια μπορεί να τιναχτεί μια ελιά ολάκερη από ένα δικό σας φτύσιμο κουκουτσιού!’’

Μα εγώ δε μετρώ έτσι τα φράγκα μου, τα ξοδεύω, τα χορταίνω, τα μοιράζω, τα ταξιδεύω.

Φτύνω τα κουκούτσια στο διάβα μου, γεμίζοντας το ποτήρι της ψυχής μου λάδι.

Τρεις και εξήντα; τρεις και εξήντα!

Το νοίκι, οι ελιές, το ψωμί και καμιά ντοματούλα, ξέρεις απ’ τις παραδεύτερες στη λαική.

Μια ξύστρα, δυο μολύβια και άσπρα χαρτιά να με ταξιδεύουν οι λέξεις.

Είμαι ευτυχισμένος σε ένα δωμάτιο τριάντα τετραγωνικών. Ένας νεροχύτης, ένα ρηχό πιάτο, ένα βαθύ, δυο ποτήρια.

Μια μικρή ντουλάπα με ξύλινες τάβλες που κάποιες φορές κρύβομαι μέσα της σαν φοβούνται τα όνειρα.

Φτιάχνει η καρδιά τότε δικά της, με παρηγορεί.

Κι ένας μικρός καθρέπτης, στο φως του περβαζιού, μαζεύει την ομορφιά τις νύχτες σαν το φεγγάρι σέρνει βόλτες πάνω απ’ τον ακάλυπτο της πολυκατοικίας.

Μα η μεγαλύτερη χαρά που μου ’δωσε η ζωή φίλε μου, ήρθε απροσδόκητα απ’ τον έρωτα.

Μια νύχτα κάνοντας τσάρκες στα ήδη τελειωμένα μονοπάτια μου, την είδα.

Μια πριγκιπέσσα σε έναν ολάνθιστο κήπο! Τότε είπα με σιγουριά, η ζωή είναι ωραία..

Να, μια πριγκιπέσσα, μέσα στο δικό μου παραμύθι.

Με τα κουκούτσια, τις ελιές, σε ένα δωμάτιο τριάντα τετραγωνικών. Η ζωή είναι ωραία φίλε μου..

Κοίτα μέσα μου και έξω μου, στο μικρό καθρέπτη στο περβάζι…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου