ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Στη θρυλική ταβέρνα του Κάμπα

στη-θρυλική-ταβέρνα-του-κάμπα-473125

Για την πρώιμη δε θυμάμαι, αλλά κατά την όψιμη παιδική ηλικία στην κλασική ερώτηση «τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις» η απάντησή μου ήταν διττή και κατηγορηματική «ή ζωγράφος ή δημοσιογράφος». Δεν έγινα τίποτε από τα δύο. Όμως με κάποιον τρόπο το δεύτερο συνθετικό και των δύο λέξεων με καταδίωκε, προσδιορίζοντας πολλά από τα πράγματα που έκανα κατόπιν στη ζωή μου. Ένα ακόμη είναι να επιχειρήσω να ανασυνθέσω εικόνες, ήχους, μυρωδιές, αισθήματα από το παρελθόν, καθώς προϊούσης της ηλικίας όλ’ αυτά αναζητούν διέξοδο από τον τόπο που τα φύλαγα τόσα χρόνια-και τάχα ξεχάσει.

Βλέπω στη γειτονιά όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια μόνο πολυκατοικίες πια κι’ αυτό είναι ίσως το έναυσμα για να ξαναθυμηθώ πως ήταν παλιά αυτή η γειτονιά. Θυμάμαι το σπίτι της γιαγιάς μου, όπου μεγάλωσα, διώροφο με αυλή και κήπο και σταυροειδώς σχεδόν, σε κοντινή απόσταση, τέσσερα στέκια-ταβέρνες της εποχής : την ταβέρνα του Μαυρουδάκη πιο κοσμική, το Γλόμπο, την ταβέρνα του Κάμπα και την «υπόγεια την ταβέρνα» του Σταυράκη, απ’ όπου κάθε βράδυ αναλόγως της αποστάσεως, του καιρού και του κεφιού που επικρατούσε, μας έρχονταν ο απόηχος.

Θ’ αρχίσω από την πιο κοντινή σε απόσταση ταβέρνα του Γιάννη Κάμπα, που βρίσκονταν στην γωνία Κωνσταντά με Κρίτσκη από το 1941. Αμυδρά μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα ενός ισόγειου, χαμηλού μαγαζιού με σαγρέ τοίχους σ’ ένα ακαθόριστο μπεζ-γκρι χρώμα, τζάμια θολωμένα από τους αχνούς το χειμώνα, καθώς οι θαμώνες μαζεμένοι γύρω από μια σόμπα που έκαιγε πριονίδι, έψηναν κάστανα κι έπιναν το κρασί τους, τρώγοντας για μεζέ σκόρδα και κρεμμύδια. Αργότερα στο μίνιμαλ μενού προστέθηκε μια σπεσιαλιτέ που προσέλκυε τους απανταχού του Βόλου κρασοπατέρες : τα «ντόνετς» (sic) ήτοι ταραμοκεφτέδες στη λαδόκολλα.

Το καλοκαίρι έβγαιναν τα τραπεζάκια έξω. Οι λαϊκοί άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες, εργάτες στην παρακείμενη «Κίτρινη αποθήκη», ναυτικοί και ελεύθεροι επαγγελματίες, όπως ο Καραμούζας, ο «Χιώνης» και άλλοι, μαζεύονταν να δουν τη ζωή τους λίγο καλύτερη μέσα από μερικές κούπες κρασί-όπου κούπα ισοδυναμεί με νεροπότηρο πλήρες προς δύο δεκάρες εκάστη, που τις έπιναν ξεροσφύρι. Εξ’ ου και το προσωνύμιο «ξεροσφύρηδες» που τους είχαν προσάψει οι καθωσπρέπει αστοί που αντιμετώπιζαν επιτιμητικά τις ατέλειωτες ώρες οινοποσίας των «μοιραίων» στις υπόγειες και τις ισόγειες ταβέρνες, στις γειτονιές του Βόλου.

Και όταν το πνεύμα του οίνου κατελάμβανε τους αιθεροβάμονες πλέον θαμώνες, η εικόνα αποκτούσε και ήχο, με κυρίαρχη τη φωνή του «Χιώτη» όχι του Μανώλη, αλλά του αλαφροΐσκιωτου και περιθωριακού Βολιώτη-Χιώνη που αυτοσχεδίαζε ύμνους στη «Νικάρα» του καθώς παραπαίων αποχωρούσε από την ταβέρνα του Κάμπα για να συνεχίσει την κρασοκατάνυξη στο Γλόμπο.

Εικόνες, ήχοι και μυρωδιές από νυχτολούλουδα κι αγιόκλημα έκλειναν τα καλοκαιρινά βράδια των παιδικών μου χρόνων. Μετά, απ’ τα ορθάνοιχτα παράθυρα, ως άλλος Πήτερ Παν, ξεκινούσα τη νυχτερινή μου πτήση.

ΜΑΡΩ ΑΙΣΩΠΟΥ

 

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου