ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Το σπίτι

το-σπίτι-423727

Της Κυριακής Θεοδώρου,

Φιλολόγου

Κάθε καλοκαίρι εφτά Ιουλίου πηγαίναμε «απέναντι». Το καθιερωμένο ετήσιο καλοκαιρινό πέρασμα στην Εύβοια. Ο καιρός ήταν πάντα ευχάριστος. Η θάλασσα σκιζόταν με θόρυβο από το φέρυ – μπόουτ πλησιάζοντας στον Αγιόκαμπο. Η αρμύρα κολλούσε στο πρόσωπο.

Κάθε καλοκαίρι ήταν μια επιστροφή. Στο σπίτι του πατέρα μου. Στην Εύβοια.

Όταν πατάς στην Εύβοια σε παίρνει μια μυρωδιά… από πεύκο και ρίγανη… και λουλούδια. Κι όταν βγαίναμε με το αυτοκίνητο στη δημοσιά ή περιμέναμε το λεωφορείο στη στάση να μας πάει στο Ξηροχώρι και περνούσαμε κάτω από γαλαρίες δέντρων ,κοιτάζοντας τις πράσινες χλοερές οροφές τους, διάτρητες απ’ τον ήλιο… και μπαίναμε πιο βαθιά στο εσωτερικό του νησιού… και πιο μακριά απ΄ τη θάλασσα… τόσο πιο έντονα μύριζε η ρίγανη… λες κι ήταν παντού σ΄ αυτά τα χωματένια βουνά. Μύριζε χώμα βρεγμένο σα μούσκεμος πηλός, ρίγανη και πεύκο ….κι όταν φτάναμε στο σπίτι …και μπαίναμε μέσα… μύριζε μήλο και κυδώνι ..κι αχλάδι. Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτές τις μυρωδιές… Αρωμάτισαν όλα τα παιδικά μου καλοκαίρια στο νησί.

Και το σπίτι… θεόρατο, χτισμένο με ποταμίσια πέτρα και ξυλοδεσιές, απέξω περασμένο με σοβά… με μάγευε σαν στεκόμουν κάτω απ΄ το κατώφλι της αυλής.

Συνέχεια κάτι ανακάλυπτα εκεί. Ωραίο, ψηλό, μυστηριώδες, παλιό τούρκικο αρχοντικό, που τόχαν χτίσει λέει με κρασί… με την ανάσα των γενιών κολλημένη στους χοντρούς του τοίχους…

Ο ψηλός μαντρότοιχος, η θεόρατη πόρτα δίφυλλη, με την βαριά αμπάρα από μέσα… σφάλιζαν τα πάντα… Όσο στεκόσουν απέξω, δε μπορούσες να δεις τίποτα από μέσα. Μπαλκόνια δεν είχε στο δρόμο .Μόνο παράθυρα ψηλά, μακρόστενα με σιδεριές και πράσινα παντζούρια. Όλα ήταν μεγάλα σ αυτό το σπίτι. Η χωματένια αυλή με το παρτέρι πέρα – πέρα γεμάτο περικοκλάδες που τις συγκρατούσε η σήτα από κοτετσόσυρμα. Κι απ’ την άλλη η σκάλα για τον πρώτο όροφο θεόρατη, βαριά, με τα φαρδιά σκαλοπάτια… Την άσπριζαν κάθε Πάσχα… Και τον τοίχο που ακουμπούσε πάνω του. Σαν τοίχος από στρατόπεδο ήταν!

Η αυλή ήταν με πλάκες στο σπίτι μπροστά. Δεξιά κι αριστερά απ΄ την είσοδο δυο τεράστια παράθυρα. Οι τοίχοι τουλάχιστον ένα μέτρο φάρδος… μπα… παραπάνω ήταν. Μ’ άρεσε να κάθομαι στο περβάζι απ’ τα παράθυρα και να κοιτάζω στο δρόμο ή στην αυλή ή πίσω στο σταύλο που είχαν τα ζώα και το κάρο. Στο σπίτι του πατέρα μου ένιωθα σπίτι μου…

Τώρα… εκεί που έμπαινα στην είσοδο… υπάρχει ένα οικόπεδο… ίσιο… άδειο… και έρημο.

…Όταν έμπαινες…. η είσοδος …ήταν ένας χώρος πανύψηλος, ίσαμε πέντε μέτρα, τετράγωνος με τέσσερεις σκάλες. Η κάθε μία είχε τέσσερα πέντε σκαλιά. Μία στο κέντρο, απέναντι απ’ την είσοδο, οδηγούσε σ ένα μικρό χολ με δεξιά τη σάλα με το τζάκι, αριστερά ένα δωμάτιο – πολυχώρο- εκτελούσε χρέη κρεβατοκάμαρας μ ένα τεράστιο κρεβάτι στην πίσω δεξιά γωνία, κι ένα μπουφέ με προμήθειες. Συνήθως εκεί έβρισκες ξερά σύκα και δαμάσκηνα και σουτζούκια από μούστο και καρύδια περασμένα σε κλωστή… Ήταν γεμάτο με γλυκές μυρωδιές αυτό το δωμάτιο… κοιμόμασταν ωραία εκεί… είχε δροσιά το καλοκαίρι…

Μια άλλη σκάλα αριστερά όπως έμπαινες σε ανέβαζε στο δωμάτιο των παππούδων και μια άλλη δεξιά στο βάθος σε έβαζε στην κουζίνα. Όταν έρχονταν οι νύφες η γιαγιά τους την παρέδιδε και τους έδενε και την ποδιά στη μέση…. συνήθεια κι αυτή. Δε μιλούσε πολύ η γιαγιά… μόνο έπραττε… ήταν κι αυστηρή… αλλά μας έλεγε καμιά φορά ιστορίες ,δίπλα στο γιασεμί, στην αυλή τα βράδια.

Τέλος η τέταρτη σκάλα σε κατέβαζε στο υπόγειο… το κελάρι με τις κάδες για τις ελιές και τα βαρέλια με το κρασί και τα λάδια.

Στην είσοδο ..πριν …όλα τα δάπεδα κι οι σκάλες ήταν από πλάκες, μετά βάλανε μάρμαρα και μωσαϊκά. Και είχε όπως έμπαινες δεξιά στο κέντρο του τοίχου ένα τραπέζι τετράγωνο, μεγάλο ξύλινο και βαρύ, στρωμένο με μουσαμά και καρέκλες γύρω- γύρω. Εκεί τις καλέ μέρες έβλεπες κι ένα ανθοδοχείο με τριαντάφυλλα ή γαρύφαλλα απ’ το παρτέρι, στην αυλή. Εκεί καθόταν για κανένα τσιπουράκι ο πατέρας μου και οι θείοι μέχρι να στρώσουνε το οι γυναίκες τους για φαγητό στην αυλή, να φάμε όλοι μαζί , δέκα οικογένειες, γης Αγίας Κυριακής. Και μεις τρέχαμε

και παίζαμε κρυφτούλι και κυνηγητό μέσα κι έξω από το σπίτι. Και κοιτάζαμε τις παλιές φωτογραφίες στο σερβάν… και στο τζάκι με το μετρητό κέντημα για στολισμό… και τις εικόνες του Ανανία, του προπροπάππου μου, που ήτανε καλόγερος και πέρναγε τη σφαίρα μέσα απ’ το δαχτυλίδι. Ήτανε ψηλά τα εικονίσματα, δε τα φτάναμε μέσα στο εικονοστάσι, πάνω από την καρυδί ντουλάπα με τον καθρέφτη εξωτερικά στο κέντρο.

Κι όταν ξάπλωνα στο διπλό κρεβάτι δίπλα στο τζάκι, κοιτούσα δίπλα στην πάντα, που ’ταν στερεωμένη στον τοίχο, το μαύρο κεντημένο άλογο με τα πλουμιστά χάμουρα και την κόκκινη σέλα και τα δύο δέντρα, ένα μπροστά ένα πίσω. Σαν του Αϊ- Γιώργη, μόνο που εκείνου είναι άσπρο., Και τότε έφερνα στο μυαλό μου τον Ανανία με τ’ άρματα και τη σπάθα που την κλέψανε οι Ιταλοί και τη μονομαχία με τον Μπαλάνο στην Κεφάλωση στον Αλμυρό, ήταν τούρκικο τότε, και πώς του χάρισε τη ζωή κι έγιναν αδερφοποιτοί στο Άγιο Όρος… και μετά ένιωθα πιο ψηλή και περήφανη που τον είχα παππού…

Μέχρι το μεσημέρι το σπίτι ήταν πάντα όλο φωνές από μας τα μικρά που παίζαμε και τρέχαμε ασταμάτητα.

Κάθε πρωί η ιεροτελεστία του πρωινού με γάλα και τυρί κατσικίσιο που το ’πηζε η γιαγιά. Οι παππούδες μας καθάριζαν φρούτα …τα παίρναμε και τρεχάλα έξω… γυρίζαμε όλο τον τόπο.

Μερικές φορές, ο παππούς μου ο Χαρίδημος μας πήγαινε με το κάρο στις μηλιές στα Κανατάδικα. Ήταν σκέτη απόλαυση! Ένα όνειρο παιδικό, αξέχαστο, που το οδηγούσε εκείνη η ήμερη γκρίζα φοράδα του παππού μου, με το ρυθμικό της καλπασμό, στο χωματόδρομο ανάμεσα στ’ αμπέλια στις μηλιές και τις αχλαδιές και τα νερά, που πότιζαν στ αυλάκια ολόγυρα τους μπαξέδες και τα άκουγες που κελαρύζανε.

Όταν γυρίζαμε, βραδάκι σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η συννυφάδα της γιαγιάς μου , η Μαρία του Μπασδέκη, ήταν έξω στο ξύλινο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Εκεί έβγαινε τ’ απογεύματα. Μας κοίταζε και μετά μας έπιανε την κουβέντα. Είχε πεθάνει ο άντρας της, ο παππούς ο Αποστόλης και ήταν μόνη της. Εκτός αν έρχονταν τα παιδιά. Βέβαια στην ουσία ζούσε με τους παππούδες μου… ό, τι και να τύχαινε… και με την Ασπασία …στο παράσπιτο. Αυτή η Ασπασία …ήταν πεντακάθαρη. Αυστηρή φυσιογνωμία και άφταστη νοικοκυρά. Πολύ προκομμένη! Μια φορά μου είχε δείξει τα εργόχειρα, κεντητά όλα.1 Δε σταματούσε να φτιάχνει.! Άξια πολύ άξια! Τον άντρα της τον είχε διώξει γιατί την έδερνε… Και είχε και πολλά λουλούδια. Όλο ορτανσίες και γαρδένιες μέσα σε ντενεκέδες βαμμένους ροζ. Μα αυτό δεν ήταν αυλή. Αυτό ήταν ο παράδεισος των αρωμάτων.

Τώρα εκεί δεν είναι τίποτα! Ένα ίσιο χώμα μόνο. Το σπίτι έφυγε… έπεσε… το άφησαν κι έπεσε… Και ’γω έμεινα χωρίς… να περπατάω καμιά φορά πάνω στο ίσιο χώμα και ν’ ακούω μέσα μου να λέει…» ασήμ’ κι αλογάρ’ κι σπυρί μαργαριτάρ’…».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου