ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η άλωση της Πόλης στο τραγούδι του λαού μας

η-άλωση-της-πόλης-στο-τραγούδι-του-λαού-449633

Tου ΚΩΣΤΑ ΛΙΑΠΗ

Στις 29 Μαΐου του 1453, ο Ελληνισμός δονήθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη από το θλιβερό άγγελμα: «εάλω η Πόλις». Ήταν, όπως θα τη χαρακτηρίσουν οι μεταγενέστεροι, «η ακροτελεύτια λέξη του βυζαντινού δράματος, το εθνικό «τετέλεσται», όπως αυτό προδιαγραφόταν απ’ τον φιλόσοφο και λόγιο Ιωάννη Αργυρόπουλο στα 1448 μέσα από δέκα λέξεις: «νυν μεν πάντα πέπτωκε τα των Ελλήνων σεμνά, ελπίς δε εξέπτη…».

Ταυτισμένη με την έννοια του Γένους η Πόλη και η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησιά της Αγια – Σοφιάς, έριξαν, σαν μαθεύτηκε η απώλειά τους, στη μαύρη απελπισία τις καρδιές των Ελλήνων που θρήνησαν και πένθησαν την εθνική τούτη συμφορά με μια καθολικότητα μοναδική στην εθνική μας ιστορία.

Και βέβαια ο βαρύς θρήνος για την απώλεια αυτή των ιερών και των οσίων του Γένους δεν ήταν δυνατό να μη μετουσιωθεί απ’ τον ποιητή λαό μας σε τραγούδι. Ένα τραγούδι όπου τα πολλά στοιχεία της παράδοσης και τα πολύ λιγότερα της ιστορίας συνυφαίνονται και δίνονται με λιτό και τραγικό ύφος κι όπου ο πόνος του λαού μας ξεχύνεται σπαρακτικός, για να μετριαστεί ωστόσο στο τέλος με το κουράγιο που ο ίδιος αντλεί απ’ τη θεοκεντρική πίστη κι ελπίδα πως, όπως ήταν θέλημα Θεού η Πόλη κι η Αγια – Σοφιά να τουρκέψουν, έτσι, με την ίδια θεϊκή βούληση, «πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι». Μέσα απ’ αυτή τη διαλεκτική ο πόνος, αντί για διαλυτικό στοιχείο, γονιμοποιεί την ελπίδα, γίνεται αποκούμπι κι έξαρση, μεταβάλλεται σε παράγοντα εθνικής συνοχής, εγκαρτέρησης κι εγρήγορσης.

Βασική πηγή έμπνευσης του δημοτικού τραγουδιού που διεκτραγωδεί την απώλεια της Πόλης και της Αγια – Σοφιάς οι πλούσιες παραδόσεις που γεννήθηκαν σχεδόν ευθύς μετά την Άλωση.

Σύμφωνα με την κυρίαρχη παράδοση η τελευταία λειτουργία της Αγια – Σοφιάς δεν τελείωσε αλλά διακόπηκε «θεία βουλήσει» την ώρα του χερουβικού ύμνου. Αυτή, λοιπόν, τη στιγμή διάλεξε και η λαϊκή μας μούσα για να πλέξει γύρω της τον καμβά του έμμετρου χρονικού της, να συναρτήσει τις τύχες των ιερών κειμηλίων της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησιάς με τις τύχες του Έθνους και να θρηνήσει τη μεγάλη συμφορά. Και να πώς διεκτραγωδεί τούτη την κορυφαία για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία ώρα ένα απ’ τα πρώτα μετά την Άλωση συνθέματα της δημοτικής μας μούσας, θησαυρισμένο απ’ τον Φοριέλ στα 1825:

«Πήραν την Πόλιν, πήραν την! πήραν τη Σαλονίκη!

Πήραν και την Αγιά – Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,

που είχε τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες,

κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.

Σιμά να βγουν τα άγια κι ο βασιλιάς του κόσμου,

φωνή τους ήρθ’ εξ ουρανού, αγγέλων απ’ το στόμα:

– «Αφήτ’ αυτήν την ψαλμουδιά, να χαμηλώσουν τ’ άγια,

και στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να έρθουν να τα πιάσουν,

να πάρουν τον χρυσό σταυρό, και τ’ άγιο ευαγγέλιο,

και την αγίαν τράπεζα, να μην την αμολύνουν».

Σαν τ’ άκουσεν η Δέσποινα, δακρύζουν οι εικόνες.

– «Σώπα, κυρία Δέσποινα, μην κλαίεις, μην δακρύζεις

πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά σου είναι».

Είναι φανερό πως τον άγνωστο ποιητή δεν τον απασχολούν εδώ τα, έτσι κι αλλιώς, πασίγνωστα ιστορικά γεγονότα, που διαδραματίστηκαν κατά τις τραγικές εκείνες ώρες της Άλωσης. Πρόθεσή του είναι να αρθεί πάνω από τα οποιαδήποτε περιστατικά και ν’ αποτυπώσει και να παρουσιάσει στους συμπατριώτες του ανάγλυφη την κορυφαία μόνο στιγμή της μεγάλης και μοιραίας εθνικής συμφοράς που την εμφανίζει ως θείο θέλημα κι ευθύς αμέσως να δώσει ελπιδοφόρο το μήνυμά του για την μελλοντική ανάκτηση των απολεσθέντων.

Πιο γνωστή, όμως, πανελλήνια διαδομένη, και πιο πλαστική και άρτια είναι η παραλλαγή του ίδιου τραγουδιού που διαφοροποιημένη κυρίως στην αρχή της ακούγεται και στο Πήλιο. Μια παραλλαγή όπου ακούμε στην αρχή τον μεγαλειώδη αντίλαλο απ’ τις εκατοντάδες τα σήμαντρα και τις καμπάνες της Μεγάλης Εκκλησιάς της Ορθοδοξίας, σαν έναν θρηνητικό προάγγελο για την επικείμενη συμφορά. Από τις πιο ρωμαλέες στιχουργικές συνθέσεις της ανώνυμης λαϊκής μας μούσας τούτη η ποιητική δημιουργία έχει τούτο το «πολυσήμαντο», κυριολεκτικά και μεταφορικά περιεχόμενο:

«Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,

σημαίνει κι η Αγια – Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,

με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες.

Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.

Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης

κι απ’ την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.

Να μπούνε στο χερουβικό και να βγει ο βασιλέας

φωνή τούς ήρθ’ εξ ουρανού, κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:

– «Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια,

παπάδες πάρτε τα ιερά κι εσείς κεριά σβηστείτε,

γιατί ’ναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.

Μόν’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να ρθουν τρία καράβια,

τόνα να πάρει το σταυρό και τ’ άλλο το βαγγέλιο,

το τρίτο το καλύτερο την άγια τράπεζά μας,

μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν».

Η Δέσποινα ταράχτηκε, κ’ εδάκρυσαν οι εικόνες.

«Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,

πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι».

Γνωστό επίσης είναι και το δημοτικό (στις πολλές κι αυτό παραλλαγές του) που αναπλάθει ποιητικά την επίσης γνωστή λαϊκή παράδοση για τα τηγανισμένα ψάρια που ζωντάνεψαν, για να επικυρωθεί το θείο θέλημα πως «η πόλη θα τουρκέψει». Η παραλλαγή που κομίζω στην αγάπη σας είναι από τη συλλογή του Ζαμπέλιου:

«Kαλόγρια μαγείρευε ψαράκια στο τηγάνι

και μια φωνή, ψιλή φωνή, απάνωθέν της λέει:

«– Πάψε, γριά, το μαγερειό κι η Πόλη θα τουρκέψει».

«– Όταν τα ψάρια πεταχτούν και βγουν και ζωντανέψουν

τότες κι ο Τούρκος θε να μπει κι η Πόλη θα τουρκέψει».

Τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν.

κι ο Αμηράς εισέβηκεν ατός του καβαλάρης»…

29 Μαΐου 1453. Μνήμη μέρας αποφράδας ιερή. Ο χαλασμός της Πόλης φέρνει κάθε χρόνο τέτοια μέρα το συναισθηματικό τάραχο και το χαλασμό στις καρδιές των νεοελλήνων. Ωστόσο η Επτάλοφη δεν έπεσε ποτέ στις καρδιές μας. Όπως -πέρα από κάθε σοβινιστική έξαρση- δεν σβήνει και δεν θα σβήσει ποτέ σ’ αυτές τις ίδιες καρδιές και η ενδόμυχη ελπίδα που συντηρεί η δημοτική μας μούσα, πως «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι»…

Κι αυτό ισχύει κυρίως για την Αγια – Σοφιά της Πόλης, που την επανάληψη της εκκλησιαστικής λειτουργίας της λαχταρούν εδώ και αιώνες διακαώς όλοι οι ορθόδοξοι Χριστιανοί, κόντρα στο φανατισμένο τουρκομάνι της Πόλης που αξιώνει πάντα τη μετατροπή της από Μουσείο σε Τζαμί. Γεγονός που το απαιτεί πολύ πιο επίμονα τον τελευταίο καιρό, με φερμάνι μάλιστα του νέου και ιδιαίτερα πολεμοχαρή τούρκου «Σουλτάνου»…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου