ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

«Τις πταίει;» (Για τους πλειστηριασμούς ακινήτων)

τις-πταίει-για-τους-πλειστηριασμού-183750

Του Νίκου Χατζησταματίου,

Δικηγόρου, αντιπροέδρου του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου

Η τιτλοφορία του άρθρου δεν υποκλέπτει μέρος του υπότιτλου της στήλης της εφημερίδας «Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ χτυπά πάντα 2 φορές», αλλά προέρχεται και υπενθυμίζει τη δημοσίευση, στην εφημερίδα «ΚΑΙΡΟΙ» της 29ης Ιουνίου 1874, του μεγάλου Έλληνα Χαρίλαου Τρικούπη, που τον οδήγησε στα σίδερα της φυλακής και βέβαια, μετά, στη καθιέρωσή του στη λαϊκή συνείδηση και στη, με 7 κυβερνήσεις του, υπηρεσία των συμφερόντων του τόπου μας.

Δεν συνηθίζω να κάνω χρήση της φιλοξενίας της εφημερίδας μας, αλλά οι σκέψεις που ακολουθούν με απασχολούν από καιρό και σήμερα «ξεχείλισαν», διαβάζοντας την (… με τροπολογία!!! και όχι διάταξη ευθέως ενταγμένη στο δικαιϊκό μας σύστημα) αυτεπάγγελτη ποινικοποίηση της ματαίωσης από πολίτες των πλειστηριασμών και μάλιστα, αυτά, από μια κυβέρνηση που ψηφίστηκε και βρίσκεται στην εξουσία με τη σημαία του «ΚΑΝΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΡΑΠΕΖΙΤΗ».

Έλεγε τότε ο Χαρίλαος Τρικούπης «Αηδιάζοντες και αγανακτούντες και βλέποντες την γενικήν κατάπτωσιν των πολιτευομένων ερωτώμεν αυτούς (τους κυβερνώντες δηλαδή), μη τυχόν αληθώς πταίει το Έθνος;».

Διαπίστωνε ο διορατικός Τρικούπης ότι οι κυβερνώντες έριχναν τις ευθύνες στον λαό, σαν το ανεκδιήγητο δηλαδή, «μαζί τα φάγαμε» των δικών μας ημερών. Προβληματιζόταν, δε, αν υπήρχε άλλη διέξοδος από την επανάσταση και απαντούσε στο θεωρητικό ερώτημα μήπως έφταιγε το Έθνος και ο λαός για την κακοδαιμονία που επικρατούσε στη χώρα και κατέληγε στο ότι στα δεινά του λαού «… προσετέθη η άμεσος ενέργεια της Κυβερνήσεως προς κοινωνικήν εξαχρείωσιν».

Επίκαιρες σήμερα οι σκέψεις και καταγραφές του μεγάλου αυτού Έλληνα, στην παρούσα ιστορική φάση, που βρισκόμαστε σε διαρκή, από ετών, περίοδο βαθιάς πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, όπου ο καθένας από μας, ανάλογα με την ειδικότερη φύση του λειτουργήματός του και τα συναφή καθήκοντά του, από τη μια καλείται να συμβάλλει στην κοινή προσπάθεια προστασίας των θεσμών, αλλά να καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια διαφύλαξης της προσωπικής του αξιοπρέπειας, έχοντας απέναντί του τους κυβερνώντες, ως αντίπαλους και πολέμιους τις κάθε προσπάθειας. Και έτσι, τελικά, η κρίση σήμερα δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά διατρέχει όλο το «σύστημα». Δεν αφήνει αλώβητο, φυσικά, ούτε τον θεσμό της Δικαιοσύνης (δεν νοούνται άλλωστε στεγανά σε καθεστώς Δημοκρατίας).

Βιώνοντας εκ του σύνεγγυς και καθημερινά τα χρόνια προβλήματα τόσο του θεσμικού δικαϊκού πλαισίου (από τον τρόπο παραγωγής νομοθετημάτων και τη δογματική τους συνέπεια μέχρι την αποτελεσματικότητα τους), όσο και του τρόπου απονομής της Δικαιοσύνης (σε κάθε επίπεδο και ανεξάρτητα του σημείου ή της ειδικότερης γωνίας θέασης καθενός από εμάς), γίνεται αντιληπτό ότι κάθε σχετική απάθεια, αδιαφορία ή έστω η ελαχίστη επίδειξη παθητικής ή ανεκτικής στάσης συνιστά, (πλέον και υπό τους όρους που έχουν διαμορφωθεί), μορφή, έμμεσης, (έστω και ανεπίγνωστης), επίμεμπτης συμμετοχής στα αήθη τεκταινόμενα.

Η καταγραφή των προβλημάτων της Δικαιοσύνης, η διατύπωση συγκεκριμένων λύσεων και προτάσεων, η παρέμβαση σε μείζονα θέματα και η αιτιολογημένη έκφραση δημόσιας γνώμης (στη βάση της απλής λογικής, πέραν πονηρών σκοπιμοτήτων), ικανοποιούνται και καλύπτονται μόνον με τη σύμπραξη και τη συνεργασία ενεργών πολιτών και νομικών.

Στα 45 χρόνια που δικηγορώ, κάνοντας τη δουλειά μου, υπερασπιζόμενος πελάτη μου, αισθάνθηκα πολλές φορές ότι ενοχλώ τη διοίκηση, την εξουσία ή ακόμη και τη νομοθεσία, όταν η τελευταία ψήφιζε – εισήγαγε αντισυνταγματικές ή άλλως πως παράνομες διατάξεις.

Είναι πράγματι μακροσκελής, αλλά απόλυτα αναγκαία, η ως άνω εισαγωγή στο θέμα, που είναι, μετά τα λάθη, τις παραλείψεις, τις ασάφειες, τις απρόβλεπτες μη επιθυμητές συνέπειες ψηφιζόμενων νομοθετημάτων, οι απαράδεκτες τροποποιήσεις στον Κώδικα, με τις οποίες «ξεχείλισε» πλέον το ποτήρι, ειδικότερα αναφορικά με τους πλειστηριασμούς και το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Τα θέματα μας είναι τρία για το ποιος φταίει για τους πλειστηριασμούς.

Το ένα το τι προβλέπει ο νόμος αναφορικά με την αναγκαστική εκτέλεση ή απλά το πλειστηριασμό ακινήτων, με θιγόμενο τον Έλληνα πολίτη.

Το δεύτερο είναι το συνομολογούμενο από τους κυβερνώντας ότι όλα γίνονται «για να μην υπάρξει κίνδυνος για την ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών».

Και τρίτο και κυριότερο το ποιος φταίει για τη κατάσταση αυτή, με το οποίο θα ασχοληθώ περισσότερο σήμερα.

Αναφορικά με το πρώτο θέμα, δεν υπάρχει έλληνας νομικός, πλην ελαχίστων μίσθαρνων οργάνων, που να κρίνει ως αναγκαία ή ορθή ή εξελικτικά απαραίτητη την όλη εισαχθείσα διαδικασία, ολοκλήρωση της οποίας είναι ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός και με άλλα λόγια να πας το μεσημέρι στο σπίτι σου και να μάθεις, εκεί και τότε, ότι κάποιος το αγόρασε σε πλειστηριασμό. Μεταλλάχθηκε η αντιμετώπιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, με δραματική φαλκίδευση των δικαιωμάτων των οφειλετών και ενίσχυση των προνομίων των Τραπεζών, ενώ περιορίστηκαν τα δικαιώματα εργαζομένων, δημοσίων υπαλλήλων, ασφαλιστικών οργανισμών, εγχειρόγραφων δανειστών. Συμπιέστηκαν οι χρόνοι προσβολής των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, με ασφυκτικά χρονικά περιθώρια αντίδρασης στον οφειλέτη, για αντίκρουση των στοιχείων βασιμότητας του λογαριασμού με πιστωτικό ίδρυμα. Η εκτίμηση της αξίας ακινήτου γίνεται, αυθαίρετα, στην εμπορική αξία κατά το χρόνο της κατάσχεσης και ορίζεται αυτή σαν τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό με αποτέλεσμα τις αυθαιρεσίες, αφού, στην παρούσα ρευστή οικονομική κατάσταση της οικονομικής κρίσης, είναι εύκολο για τις τράπεζες να προσδιορίζουν μικρές εμπορικές αξίες, σε βλάβη των συμφερόντων των οφειλετών. Έτσι θα αποσβένουν μικρότερο ποσό χρέους και το υπόλοιπο της οφειλής του δανειολήπτη θα εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, αφετέρου δε η τράπεζα θα πλειοδοτεί και θα αποκτά περιουσιακά στοιχεία των οφειλετών σε χαμηλές αξίες. Με άλλα λόγια και επειδή οι αναγνώστες δεν είναι νομικοί, για να καταλάβουν το τι επακριβώς σημαίνουν όλα αυτά, εισάγεται εκ πλαγίου καταστρατήγηση κάθε διάταξης δυνατότητας αντίδρασης για προστασία της περιουσίας των πολιτών.

Εδώ θέλω να σημειώσω ότι, πριν εισαχθούν όλα αυτά «τα απαγορευτικά» άμυνας, εγώ κάνοντας χρήση των διατάξεων για τη προστασία της περιουσίας μου, δικαιώθηκα, αμυνόμενος με ανακοπές, από τον Άρειο Πάγο, (σημείωση: σήμερα δεν δύνασαι να προσφύγεις στο Ανώτατο Δικαστήριο για ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής) και ήδη σήμερα έχω στα χέρια μου δύο αποφάσεις για επιστροφή των κλοπιμαίων από τη τράπεζα.

Όλα τα παραπάνω είναι διατάξεις «ξένες», ξενόφερτες στο Ελληνικό δίκαιο. Δεν ταιριάζουν με το κοινό περί δικαίου αίσθημα του Έλληνα. Δεν αντικατοπτρίζουν το δίκαιο της Γόρτυνος, ούτε τη δημοσιότητα και την ακροαματική διαδικασία της δίκης του Σωκράτη, δεν αντιπροσωπεύουν τη σεισάχθεια του Σόλωνα. Όπως διατυμπανίζω είναι «το δίκαιο των βαρβάρων».

Το δεύτερο είναι το ήδη ευθέως συνομολογούμενο από τους κυβερνώντας ότι όλα γίνονται «για να μην υπάρξει κίνδυνος για την ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών». Το άκουσα σε πρωινή εκπομπή εχθές, ως δήλωση κυβερνώντος και εξοργίστικα.

Αυτό λοιπόν είναι το μείζον θέμα.

Η απρόκλητη επίθεση κατά της περιουσίας του Έλληνα πολίτη και της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, γίνεται αποκλειστικά για τα συμφέροντα των Τραπεζών σε βάρος των πολιτών;

Δεν θέλω να ασχοληθώ ιδιαίτερα με το θέμα, για να μην απομειώσω το τρίτο και σήμερα σοβαρότερο για μένα. Δεν ξέρω κατ’ αρχήν το αν ευσταθεί η ύπαρξη κίνδυνου και σε ποιο βαθμό. Ούτε αποδέχομαι να υπογράφονται μνημόνια, να βιάζεται η νομοθεσία, να καταστρέφεται η οικονομία των πολιτών και η ανάπτυξη, να σβήνει το μέλλον των παιδιών μας, να χάνει αθώος κόσμος την περιουσία του, για να σωθούν ιδιωτικές επιχειρήσεις, ιδιοκτησίας ή εκμετάλλευσης απίθανων απάτριδων.

Και τρίτο και κυριότερο είναι το ποιος φταίει για τη κατάσταση αυτή, με το οποίο θα ασχοληθώ περισσότερο σήμερα.

Φταίει ο Έλληνας πολίτης που σε εποχές καλπάζουσας οικονομίας δανειοδοτήθηκε από την ικετεύουσα αυτόν να λάβει το προσφερόμενο δάνειο τράπεζα και να αγοράσει με αυτό σπίτι ή να επεκτείνει την επιχείρησή του ή και να αγοράσει καταναλωτικά αγαθά, τη στιγμή που στο εισόδημά του η μηνιαία δόση ήταν τότε ασήμαντο κλάσμα. Και αυτό το είχε ελέγξει καλά η τράπεζα και είχε εγγράψει και υποθήκη, που ήταν επίσης κλάσμα της τότε αξίας της ακίνητης περιουσίας του;

Φταίει ο Έλληνας πολίτης που έχασε τη δουλειά του;

Φταίει ο Έλληνας πολίτης που έχασε κάθε εισόδημά του;

Φταίει ο Έλληνας πολίτης που έχασε τη σύνταξή του;

Φταίει ο νέος Έλληνας και ο απολυμένος που δεν βρίσκουν δουλειά;

Φταίει ο Έλληνας πολίτης που απέλυσε τους εργαζομένους του και έκλεισε την επιχείρησή του, λόγω εξαφάνισης του τζίρου;

Φταίει ο Έλληνας πολίτης που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις δαπάνες επιβίωσης, λόγω συνεχών αυξήσεων των απαραίτητων κοινωνικών υπηρεσιών (φως, νερό, τηλέφωνο, που έλεγαν παλιά);

Αποφασίσαμε εμείς εξοπλισμούς, ολυμπιακούς αγώνες, ασύστολους εξωτερικούς δανεισμούς, εντοπισμένες αυξήσεις μισθών σε καλά οργανωμένες συνδικαλιστικά ομάδες πολιτών;

Διαχειριστήκαμε εμείς οι πολίτες ή οι κυβερνώντες τα οικονομικά της χώρας, διασπαθούντες το δημόσιο χρήμα και οδηγώντας σε κατάρρευση την εθνική οικονομία της;

Προσθέστε εδώ και όσα άλλα ερωτήματά σας. Σε όλα η απάντηση είναι ΟΧΙ.

Άρα ο λαός και οι πολίτες σε τίποτα δεν φταίμε για τα σήμερα συμβαίνοντα και ως εκ τούτου, επειδή οι μόνοι που φταίνε είναι οι κυβερνώντες και η πολιτεία, μια και μόνη είναι η λύση: Σεισάχθεια ή άλλος χρεών αποκοπή και όχι ύποπτοι, αδιαφανείς και στημένοι πλειστηριασμοί.

Και εδώ, τελειώνοντας σημειώνω για τους νομίζοντας ότι η σεισάχθεια έγινε για λαϊκισμό, όταν την εισήγαγε ο σοφός Σόλων, το έκανε όχι για να ευνοήσει τους οφειλέτες, αλλά για να ξεκινήσει τη μηχανή της Αθηναϊκής οικονομίας, η οποία είχε σβήσει. Όπως και σήμερα. Οι καιροί επαναλαμβάνονται.

Αυτονόητα, τους λίγους που φταίνε και τα «έφαγαν» τους ξέρουμε όλοι. Είναι μεγαλοκαρχαρίες, που με τη μέθοδο μεγαλόσχημων εταιρειών και δραστηριοτήτων απομύζησαν δυσανάλογα χρηματικά ποσά δανείων, μη πληρώνοντας φόρους, ΦΠΑ, ασφαλιστικές εισφορές κλπ και πάλιν «ερχόμενοι μετά δόξης», για να ξαναπομυζήσουν χρήμα. Ας εντοπιστούν σε αυτούς οι διώξεις (κυρίως ποινικές και όχι μόνο πλειστηριασμοί), με βέβαια νόμους και όχι με την αυθαίρετη κρίση υπόπτων τραπεζικών συστημάτων.

Τελειώνοντας, θεωρώντας ότι δεν επιτέλεσα το εκ του θεσμικού και κοινωνικού σκοπού του λειτουργήματος του δικηγόρου καθήκον μου στην προάσπιση του «εφ’ ων ετάχθην», προτίμησα να καταλείπω πλέον τη συνδικαλιστική προσπάθεια στα χέρια νεοτέρων και να ελπίζω ότι αυτοί θα έχουν το θάρρος να προασπίσουν τα δίκαια του λαού στη δικαιοσύνη, τη κοινωνία, την οικονομία.

Σημείωση σύνταξης: Ο γράφων είναι εκ των μαχητών των πανωτοκίων. Δέχθηκε προσωπικά (παρά το ότι ήταν δικηγόρος) και αντιμετώπισε «άδικο επίθεση» από τράπεζα, που κατέληξε, μετά από δικαστικούς αγώνες ετών, σε απόδειξη ότι είχε καταβάλει στην τράπεζα κάποιες δεκάδες εκατομμυρίων δραχμών τότε, πέραν των όσων αληθώς όφειλε και ήδη δικαιώθηκε από την Ελληνική δικαιοσύνη στην επιστροφή των πλειόνων αδικαιολογήτως και αχρεωστήτως καταβληθέντων στην τράπεζα, πράγμα που σήμερα και με το ισχύον νομικό καθεστώς δεν θα μπορούσε να έχει επιτύχει και θα είχε χάσει τη περιουσία του.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου