ΤΟΠΙΚΑ

Ποιοί κατοικούσαν στο ανάκτορο της Ιωλκού πριν 3.300 έτη

ποιοί-κατοικούσαν-στο-ανάκτορο-της-ιω-826339

Η ηγεμονική φυσιογνωμία των ενοίκων του ανακτόρου της αρχαίας Ιωλκού και ο ρόλος που διαδραμάτισαν σε διοικητικό, θρησκευτικό και εμπορικό επίπεδο, αναδείχθηκαν μέσω του 3ου Πανεπιστημονικού Συνεδρίου, που πραγματοποιήθηκε από τις 18 έως τις 21 Μαΐου στο Πολιτιστικό Κέντρο της Λαμίας, με τη συμμετοχή κορυφαίων επιστημόνων. Η Βασιλική Αδρύμη – Σισμάνη, προϊσταμένη επί τιμή του Ινστιτούτου Αρχαιολογικών Σπουδών, σκιαγράφησε το προφίλ των ηγετών που έζησαν και έδρασαν πριν από 3.300 χρόνια, αφήνοντας το στίγμα τους στον μύθο και την ιστορία.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Θέμα του συνεδρίου ήταν η περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου, και η κ. Αδρύμη επικεντρώθηκε στα εντυπωσιακά μέγαρα που έφερε στο φως η αρχαιολογική έρευνα ετών στο Διμήνι και σε απόσταση αναπνοής από τον νεολιθικό οικισμό.

Το ανάκτορο της Ιωλκού, στο οποίο αναφέρθηκε η εισηγήτρια, ανάγεται στον 13ο αιώνα π.Χ., στην ανακτορική περίοδο, και διατήρησε την αίγλη του μέχρι τον 12ο αιώνα π.Χ., οπότε και καταστρέφεται, παράλληλα με τα υπόλοιπα ανακτορικά κέντρα ανά την Ελλάδα. Εξίσου ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι το εν λόγω ανάκτορο κτίστηκε πάνω σε προγενέστερο ανακτορικό οικοδόμημα, το οποίο ανάγεται στον 14ο αιώνα π.Χ.

Παραλληλίζοντας το μυκηναϊκό ανάκτορο της Ιωλκού με εκείνο της Πύλου, υπογράμμισε ότι είχαν τον ίδιο χαρακτήρα σε επίπεδο εξουσίας, η οποία ασκούνταν από οικονομικό, πολιτικό, διοικητικό και θρησκευτικό ηγέτη. Στα μισά του 13ου αιώνα π.Χ., επιπροσθέτως, το ανάκτορο επεκτείνεται, αποκτάει καινούργιους βωμούς και ανάγεται σε ανακτορικό κέντρο όμοιο με της Πύλου.

«Ηταν ένα ανάκτορο με πανθεσσαλική αίγλη, γνωστό και αναγνωρίσιμο, το οποίο είχε διεθνείς εμπορικές σχέσεις, διέθετε βιοτεχνικούς χώρους αλλά και χώρους που ταυτίζονταν με θρησκευτικές τελετές. Στο νότιο συγκρότημα, το κεντρικό μέγαρο Α είχε περισσότερο διοικητικό χαρακτήρα, ενώ στο βόρειο συγκρότημα το κεντρικό Μέγαρο Β είχε περισσότερο θρησκευτικό χαρακτήρα και χρησιμοποιήθηκε για συμπόσια και θρησκευτικές τελετές», ανέφερε στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ η κ. Αδρύμη.

Παρά το γεγονός ότι δεν βρέθηκαν, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, πινακίδες γραμμικής Β με τα ονόματα των ηγεμόνων και των θεοτήτων που λατρεύονταν, εντούτοις, η παρουσία τους είναι ευδιάκριτη στα ευρήματα και τη φυσιογνωμία των δύο μεγάρων, στα οποία κατοικούσαν επιφανείς άνθρωποι, στο μεν πρώτο ο διοικητής του κράτους και στο δεύτερο ο θρησκευτικός ηγέτης.

Εντυπωσιακή αεροφωτογραφία του ανακτόρου του Διμηνίου

Οικισμός με αίγλη

Ο μυκηναϊκός οικισμός Διμηνίου ιδρύθηκε στο τέλος της Μέσης και την αρχή της Υστερης Εποχής του Χαλκού, στην πεδιάδα ανατολικά του λόφου με τον γνωστό νεολιθικό οικισμού. Η ακμή του τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 13ου αι. π.Χ., όταν ο αρχικός οικισμός εξελίχθηκε σε μεγάλο αστικό κέντρο με σαφή χωροταξική οργάνωση και επιβλητικά αρχιτεκτονικά κτήρια, στα οποία στεγαζόταν μια ισχυρή κεντρική διοίκηση.

Η διοίκηση αυτή, με οργανωμένο σύστημα εξουσίας, διατήρησε τον έλεγχο της αγροτικής παραγωγής και των τοπικών βιοτεχνιών όπως του εμπορίου και των διεθνών σχέσεων μέχρι την τελική καταστροφή του οικισμού, ενώ παράλληλα ενδυνάμωνε τις ενδοκοινοτικές σχέσεις με δημόσιες λατρευτικές δραστηριότητες. Βασικό στοιχείο του χωροταξικού σχεδιασμού αποτέλεσαν δύο κεντρικοί οδικοί άξονες με υψηλά λίθινα τοιχία στις δύο πλευρές τους, οι οποίοι δεν εξυπηρετούσαν την καθημερινή κυκλοφορία των κατοίκων, αφού δεν υπήρχαν ανοίγματα θυρών προς τις όψεις των σπιτιών, αλλά εξυπηρετούσαν την επικοινωνία με άλλες σύγχρονες κατοικημένες περιοχές, κυρίως όμως διευκόλυναν τη μεταφορά των προϊόντων στα Πευκάκια.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο διοικητικό κέντρο βρέθηκαν πήλινα σφραγίσματα που χρησίμευαν στον έλεγχο των διακινούμενων προϊόντων. «Τα ανασκαφικά δεδομένα βεβαιώνουν ότι το συγκρότημα, με την αλληλοσυμπληρούμενη λειτουργία των κτιρίων, οικοδομήθηκε εξαρχής προκειμένου ο τοπικός διοικητής μαζί με τους αξιωματούχους του να μπορούν να εκτελούν τα καθήκοντά τους (διοίκηση, θρησκευτικές τελετές, εμπόριο και διεθνείς σχέσεις), όπως αυτά υπαγορεύονταν από τις αρμοδιότητές τους για τη διοίκηση ενός μεγάλου αστικού κέντρου», υπογράμμισε η κ. Αδρύμη.

Στο Μέγαρο Β ανακαλύφθηκαν χώροι κατάλληλοι για τελετουργικές προσφορές, συναθροίσεις και τελετουργικά γεύματα της τοπικής εξουσίας, με παράλληλη εγκατάσταση των απαραίτητων υποδομών για την παρασκευή των γευμάτων.

Κέντρο διοίκησης

Σε άλλο σημείο της ομιλίας της η κ. Αδρύμη αναφέρθηκε στα μέγαρα των διοικητικών κέντρων που λειτούργησαν κατά την ίδια χρονική περίοδο στα Παλιά/Κάστρο Βόλου και το Διμήνι, που διαθέτουν διοικητικά συγκροτήματα, και τα Πευκάκια, που ήταν επίσης ένας μεγάλος οικισμός ακριβώς στο λιμάνι. Παράλληλα, υπάρχουν μικροί και μεγάλοι οικισμοί ενδότερα, με πλησιέστερους αυτούς προς την εύφορη πεδιάδα της λίμνης Κάρλας, με κυρίαρχο όμως εκεί τον οικισμό στις Φερές, που έλεγχε τους υδάτινους πόρους της λίμνης όπως και τα περάσματα προς τα βόρεια. Επίσης και προς την πεδιάδα των Φαρσάλων, που ελέγχουν μεγάλες εδαφικές εκτάσεις. Όμως οι οικισμοί αυτοί στερούνται μεγάλων θολωτών τάφων και το πιθανότερο και διοικητικών κέντρων, σε αντίθεση με το Διμήνι και τα Παλιά/Κάστρο Βόλου που είναι οι μόνοι που εκτός από διοικητικά κέντρα διαθέτουν και τέσσερεις μεγάλους θολωτούς τάφους για την τοπική τάξη που ασκούσε εξουσία.

Επίσης η απουσία οχυρώσεων, όπως και οποιασδήποτε άλλης αμυντικής μέριμνας και από τους τρεις οικισμούς γύρω από το λιμάνι, «μας επιτρέπει να υποθέσουμε, ότι οι οικισμοί αυτοί δεν λειτουργούσαν ανταγωνιστικά μεταξύ τους, αλλά συνυπήρχαν ειρηνικά, παρόλο που αποτελούσαν διαφορετικές διοικητικές μονάδες. Ακόμη από την αρχαιολογική μαρτυρία δεν προκύπτουν στοιχεία για πιθανή οριοθέτηση της καλλιεργήσιμης γης μεταξύ των δύο οικισμών που διέθεταν κεντρική διοίκηση, αλλά και των Πευκακίων. Ισως, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι δεν είχε επιτευχθεί η ενοποίηση μεγάλων εδαφικών εκτάσεων στην περιοχή της γεωργικής εκμετάλλευσης κάτω από τον έλεγχο ενός μοναδικού άνακτα, που θα είχε εδραιώσει την εξουσία του σε όλη την εδαφική επικράτεια γύρω από το λιμάνι» τόνισε η κ. Αδρύμη.

Επομένως, δεν βεβαιώνεται ότι τον γενικότερο έλεγχο της γεωργικής παραγωγής και της οικονομίας τον ασκεί ένα μοναδικό κέντρο στην περιοχή με σκοπό την παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων για λογαριασμό του, ή ότι αυτό είχε τον αποκλειστικό έλεγχο της γεωργικής και βιοτεχνικής παραγωγής, ή του εμπορίου δια μέσου του λιμανιού, και ως εκ τούτου ασκούσε πλήρη οικονομικό έλεγχο στα δευτερεύοντα κέντρα.

Εξάλλου, από τη μυθική παράδοση προκύπτει ότι ο Αίσωνας, ο Πελίας και ο Νηλέας, που είχαν την εξουσία της Ιωλκού, ήταν αδέλφια. Κατά συνέπεια, πρόκειται για οικογένειες με συγγενικούς δεσμούς, αλληλένδετες, που ίσως συνδέθηκαν μεταξύ τους με δίκτυο συμμαχίας, και ήλεγχαν από κοινού το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι, την κύρια πύλη της Θεσσαλίας προς το Αιγαίο, ίσως με αλληλεπικαλυπτόμενες δραστηριότητες, ίσως και κάτω από τον διαδοχικό έλεγχο του εκάστοτε άνακτα που διοικούσε το μεγάλο μυκηναϊκό κέντρο της Ιωλκού, την πόλη – αφετηρία των Αργοναυτών.

Δίνοντας απάντηση στο ερώτημα ποιος κατοικούσε το Μέγαρο Α, στο διοικητικό κέντρο στο Διμήνι, η προϊσταμένη επί τιμή του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Θεσσαλικών Σπουδών επεσήμανε ότι: «Εκεί είχε την έδρα του ένας αξιωματούχος με σημαντικά καθήκοντα που ασκούσε διοικητική και οικονομική εξουσία στον οικισμό με άμεσο ενδιαφέρον για το εξωτερικό εμπόριο που διεξαγόταν δια μέσου του λιμανιού, αφού αποδεδειγμένα επεδίωκε επαφές με πολλές περιοχές της Ελλάδας (Αίγινα, Αργολίδα, δυτική και κεντρική Κρήτη), αλλά και άλλες περιοχές εκτός Ελλάδας, όπως με την απέναντι ασιατική ακτή (Τροία και Συροπαλαιστίνη)».

Εξάλλου, είναι ενδεικτικό ότι ο μεγάλος δρόμος πλάτους 10 μέτρων ξεκινούσε ακριβώς από κεντρική πύλη του διοικητικού του κέντρου και είχε κατεύθυνση προς το λιμάνι, του οποίου η διαμόρφωση της ακτογραμμής ήταν διαφορετική στην Εποχή του Χαλκού, με τη θάλασσα να εισχωρεί προς τα μέσα. Με δεδομένη, επίσης, τη λειτουργία τοπικών βιοτεχνιών, όπως μαρτυρά εξαιρετικά μεγάλος κεραμικός κλίβανος, βιοτεχνία κατασκευής κοσμημάτων και μεταλλικών εξαρτημάτων κλπ, ένας διοικητής κοινοτικής έκτασης ή ένας δαμοκόρος -επαρχιακός διοικητής- ή ακόμη ένας βασιλέους -επικεφαλής εργατών- θα ήταν ο κατάλληλος αξιωματούχος για τον έλεγχο του εμπορείου και των ομάδων των εργατών που παρήγαν τα αγαθά στις βιοτεχνίες.

Κάτω από αυτόν, δύο κατώτεροι αξιωματούχοι, ίσως δήμαρχος και αντιδήμαρχος, που θα έμεναν στο βόρειο και νότιο μέγαρο αντίστοιχα, θα παρείχαν κοινοτική υποστήριξη και προσωπικό για τις απαραίτητες ομάδες εργασίας. Στο βόρειο συγκρότημα χωρίς αμφιβολία διέμενε ένας αξιωματούχος με θρησκευτικά καθήκοντα που είχε την ευθύνη για τις θρησκευτικές τελετές, τις ενδοκοινοτικές συναθροίσεις και τα τελετουργικά γεύματα.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου