ΤΟΠΙΚΑ

Αναμνήσεις της Πασχαλιάς που παραμένουν ζωντανές στον χρόνο

αναμνήσεις-της-πασχαλιάς-που-παραμέν-56119

Χρώμα γιορτής και άρωμα νοσταλγίας συνθέτουν τις πασχαλινές αναμνήσεις του παρελθόντος και τη γλαφυρή αφήγηση της Ελένης Σεφεριάδου – Πρίντζου, η οποία ξεφυλλίζει το λεύκωμα παλαιότερων εποχών, θυμάται, αναπολεί και περιγράφει στιγμιότυπα από την παιδική ηλικία. Επίκεντρο της αφήγησης η Ευαγγελίστρια της Ν. Ιωνίας και το πατρικό σπίτι, στη συμβολή των οδών Φιλαδελφίας και Χρήστου Λούλη.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

«Τις περισσότερες Πασχαλιές της παιδικής μου ζωής τις πέρασα στη Ν. Ιωνία, σε καιρούς χαλεπούς με μεταπολεμική λιτότητα και νωπή την προσφυγιά που άγγιξε τους μεγαλύτερους», θυμάται η Ελένη Σεφεριάδου – Πρίντζου, ανατρέχοντας στις εποχές της παιδικής αθωότητας.

Αφετηρία της νοσταλγικής αναδρομής στο παρελθόν η «άνοιξη που έμπαινε, άνθιζε τις Πασχαλιές μέσα στην αυλή μας και στις γύρω γειτονιές. Μοσχοβολούσε ο αέρας. Ανθιζαν και οι πρώτες τζανεριές. Εφεραν τα άσπρα ανθάκια τους καμαρωτές, άνθιζε και η δική μας παιδικότητα παρά τον ζόφο της πολεμικής και εμφυλιακής εποχής».

Από την Μ. Τετάρτη που έκλειναν τότε τα σχολεία, «παραδινόμασταν στο παιχνίδι, στους δικούς μας, στην Εκκλησία που ήταν καθημερινή στην παιδική μου ζωή. Το σπίτι μοσχοβολούσε μαχλέπι και βανίλια. Η μητέρα, στην κουζίνα ετοίμαζε τα τσουρέκια και τα πασχαλινά κουλουράκια βουτύρου, που αντικαθιστούσαν εκείνες τις γιορτινές μέρες τα σμυρναϊκά τριφτά, της νηστείας».

Πρωί της Μ. Πέμπτης ετοιμάζονταν τα κόκκινα τα αυγά. « Η μητέρα, σαν την εργατική μέλισσα, έδενε μια κόκκινη κορδέλα στο πόμολο της εξώπορτας για του λόγου το αληθές. Οι Λαζαρίνες έλεγαν τα κάλαντα πρωί πρωί με αντίτιμο για τις ευχές τους και το νέο της ανάστασης του Λαζάρου, μερικά αυγά που προμήθευαν οι κότες μας και λίγα κέρματα της μητρικής τσέπης.

Πηγαίναμε να μεταλάβουμε στην Εκκλησία μας, αφού είχανε νηστέψει όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα και μετά περίμενα τον νονό μου να μου φέρει τη λαμπάδα. Πάντα στην ώρα του, ξεπρόβαλλε από τη μεριά της Βαγγελίστρας. Κρατούσε τη λαμπάδα μου, λευκή με άνθη αμυγδαλιάς. Το ανοιξιάτικο αεράκι κυμάτιζε τις άσπρες και ροζ κορδέλες και χάιδευε τις ξανθές μπούκλες της ξαδέλφης μου της Ρένας, που τον συνόδευε. Ηταν μικρότερή μου, μα με μια υπόσχεση σκανταλιάς στα γαλάζια της μάτια», συνεχίζεται η αφήγηση.

Παιδικές αναμνήσεις

Οι εποχές της νιότης ήταν διαφορετικές, το κλίμα της εποχής το ίδιο, και η ενθύμηση εκείνης της περιόδου γεμίζει με ανάλογα συναισθήματα την καρδιά καθώς η αφήγηση συνεχίζεται.

«Νωρίς το απόγευμα τρώγαμε το λαδερό μας φαγητό και μας ακολουθούσε η μητρική προσταγή: “Θα ξαναφάτε τώρα, μετά την Ανάσταση”. Τα δώδεκα Ευαγγέλια ήταν όμως μεγάλα και κουραστικά και δεν άντεχαν τα παιδικά μας πόδια. “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου” σταυροκοπιόμασταν με κατάνυξη. Μετά την έξοδο της Σταύρωσης πέφταμε στα γόνατα από την κούραση. Ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων μελετούσαμε με προσοχή τα ασπρόμαυρα πλακάκια της παλιάς μας εκκλησίας».

Η Μ. Παρασκευή ξημέρωνε μελαγχολική και πολλές φορές κλαψιάρα. Οι καμπάνες ηχούσαν πένθιμα. «Με το μελισσοκέρι και τα καλά μας ρούχα, συχνά καινούργια, πηγαίναμε για την αποκαθήλωση. Γεμάτοι συγκίνηση ρουφούσαμε τη λειτουργία του Επιταφίου, στολισμένο από ευσεβείς ενορίτισσες με άνθη βιολέτας. Το βράδυ μας εύρισκε στον γύρο του επιταφίου. “Αι γενεαί πάσαι, ύμνον την ταφήν σου”. Ακολουθούσαμε σοβαροί, αγέλαστοι, με τους δικούς μας που έψελναν τα πάθη τους, τον ξεριζωμό τους, μαζί με τα πάθη του Θεανθρώπου, την οδύνη της Παναγίας που ήταν για εμάς η Αγάπη, η Αφοσίωση, η Καρτερία, η μεσίτριά μας για όλες μας τις απώλειες», θυμάται η κ. Πρίντζου.

«Το Μ. Σάββατο το πρωί, άπαντες παρόντες στην πρώτη Ανάσταση. Τα σκόρπια φύλλα της βαγιάς έφερναν το νέο της Μεγάλης Ανάστασης. Το βράδυ της ίδιας μέρας, όλοι οι ταπεινοί πρόσφυγες πλυμένοι, σιδερωμένοι, έρχονταν οικογενειακώς και γέμιζαν το προαύλιο της παλιάς Ευαγγελίστριας. Η λαμπάδα, κατάλευκη, δήλωνε την πίστη για τη Μεγάλη ώρα. Στα αυτιά και στην καρδιά μας μιλούσαν τα λόγια του ιερέα. Ρίγη διαπερνούσαν το κορμί μας. Από την Ωραία Πύλη ακούγαμε το: “Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός” και έλαμπαν τα μάτια μας, το πρόσωπό μας κι έλαμπε ο παντοκράτορας ψηλά και το Μάτι του Θεού πάνω από το ιερό, παρακολουθούσε τη συμπεριφορά μας.

Οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα κι έφερναν το Νέο της Ανάστασης παντού. Σε πόλεις και χωριά, σε βουνοκορφές και σε λιβάδια. Οι ιερείς ανέβαιναν στην εξέδρα του προαυλίου και διάβαζαν το Ευαγγέλιο της ανάστασης. «Διαγενομένου του Σαββάτου…». Οι καρδιές ζεσταίνονταν. Τα μέλη χαλάρωναν. Χειραψίες, φιλιά. Μέρα χαράς, μέρα αγάπης. Οι πρόσφυγες ιερείς που μας βάπτιζαν στο σπίτι και συνόδευαν τους νεκρούς μας, ήταν όλοι λευκοντυμένοι. Γιόρταζαν τη Μεγάλη Μέρα με τον τρόπο τους», συνεχίζεται η νοσταλγική αναδρομή σε εποχές που πέρασαν, αλλά δεν ξεχάστηκαν.

Το παραδοσιακό αρνί

Το αρνί, ψημένο στο ταψί, στο φούρνο της γειτονιάς, δέσποζε στο γιορτινό τραπέζι, σύμφωνα με τις μικρασιάτικες παραδόσεις, που διατηρήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου.

Στην επιστροφή από την Εκκλησία «περνούσαμε από τον κουμπάρο, τον Νίκο Γιαντζή που μας περίμενε. Το μπούτι, είχε αρπάξει το μισό. Μας καθησύχαζε όμως με πλατύ χαμόγελο ευχόμενος Χριστός Ανέστη για το ότι είχαμε να φάμε και ν’ αναστήσουμε το άλλο μισό.

Το προσφυγικό μας παρελθόν και η παράδοση της Μικρασιατών μας περιόριζαν στο ταψί, στον φούρνο. Ο οβελίας ήρθε στη ζωή μου όταν μπήκα σε σαρακατσανέικη οικογένεια. Η Λαμπρή μας έβρισκε στις κούνιες. Το Χριστός Ανέστη αντιλαλούσε όπου υπήρχαν κλαδιά μουριάς και πλάτανου», αφηγείται με νοσταλγία η κ. Πρίντζου.

Συνηθιζόταν, όπως σήμερα, τα βαπτιστήρια που είχαν πάρει λαμπάδες και καλούδια τις πασχαλινές μέρες, ερχόντουσαν ν’ ανταποδώσουν ευχές και ευχαριστίες στο νονό τους.

«Ετσι, η Νίκη Γιαντζή με το άσπρο φουντωτό της φόρεμα και κατάλευκο φιόγκο στα μαλλιά ντρεπότανε να διαβεί το κατώφλι μας και παρέμενε σκυφτή στην εξώπορτα, κάτω από το τοιχάκι, με το πασχαλινό τσουρέκι στα χέρια. Η μαμά την είχε βαφτίσει στο παλιό μοναστήρι της Ξενιάς όταν αυτό λειτουργούσε με μοναχούς, χαμένο μέσα σε κήπους με οπωροφόρα. Τα ταξίδια ήταν τότε άγνωστα και απρόσιτα για το λιτό μας βαλάντιο. Δεν μας ενδιέφεραν άλλα ήθη, άλλες παραδόσεις και συνήθειες.

Την πίστη μας τη ζούσαμε μέσα από ζωντανά και παμπάλαια βιώματα, μέσα από τα λόγια των ψαλμών και των υμνωδών της Ορθοδοξίας. Κανείς δεν ξεχνάει τη μέρα της Πασχαλιάς εκεί, μέσα στην προσφυγιά, απλά, ουσιώδη, ελπιδοφόρα. Χριστός Ανέστη, χρόνια πολλά», κλείνει ο κύκλος της γιορτινής περιήγησης στο παρελθόν, στις γειτονιές της νιότης και στα χνάρια μιας αξέχαστης εποχής.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου