ΤΟΠΙΚΑ

Ο παλαιότερος παντοπώλης του Βόλου: 72 χρόνια στην αγορά

ο-παλαιότερος-παντοπώλης-του-βόλου-72-χ-79603

Μια ζωή ολόκληρη, 72 συνεχόμενα χρόνια, συμπλήρωσε αισίως στην τοπική αγορά ο Ιωσήφ Χριστοφορίδης, ο παλαιότερος παντοπώλης του Βόλου, ο οποίος βρίσκεται πάντα στις επάλξεις, δεκαεννέα χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή του. Ο γνωστός επαγγελματίας του Βόλου, ο οποίος εργάζεται από την ηλικία των 12 ετών, δημιούργησε με πολύ δουλειά και διαρκή προσπάθεια την επιχείρησή του, με τον γιο του Πρόδρομο να συνεχίζει επάξια την οικογενειακή παράδοση.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

«Η οικογένειά μου ήρθε από το Ικόνιο της Καππαδοκίας το 1924 με την ανταλλαγή. Ο πατέρας μου, Πρόδρομος, ήταν αργυραμοιβός στην Καππαδοκία και όταν ήρθε στον Βόλο άνοιξε κρεοπωλείο, μια παράγκα μπροστά από το Γυμναστήριο. Η μητέρα μου, Ελένη, διατηρούσε παντοπωλείο, παράγκα επίσης, στην οδό Χατζηαργύρη», αρχίζει η αφήγηση του συνταξιούχου παντοπώλη.

Τα χρόνια ήταν δύσκολα και η εικόνα του Βόλου τελείως διαφορετική, σε σύγκριση με τη σημερινή εποχή. Ο Πρόδρομος και η Ελένη Χριστοφορίδη, απέκτησαν πέντε παιδιά, τον Χριστόφορο, τον Πέτρο, πατέρα του γνωστού Βολιώτη γιατρού Πρόδρομου Χριστοφορίδη, τον Ιωσήφ, την Ελισάβετ και την Ευλαμπία.

Η πατρική οικία βρισκόταν στην οδό Χατζηαργύρη με Αχιλλοπούλου, στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου, κι όπως θυμάται ο Βολιώτης παντοπώλης, δίπλα υπήρχαν παράγκες και πίσω από το σπίτι, χωράφια. «Ο Βόλος ήταν μια μικρή πόλη, με πολλά χωράφια. Μετά από το δικό μας σπίτι υπήρχαν πολλά χωράφια, όπου βοσκούσαν πρόβατα και γίδια. Τώρα έγιναν μεγάλες πολυκατοικίες στο ποτάμι, ενώ παλιά φοβόσουν να πας εκεί το βράδυ».

Σε κάθε γειτονιά υπήρχαν μικρά μαγαζάκια, παντοπωλεία και ψιλικατζίδικα, μικρές παράγκες που πουλούσαν τα αναγκαία της κάθε μέρας, μακαρόνια, όσπρια, ζάχαρη, λάδι, πατάτες, κρεμμύδια, όλα χύμα. Ο κόσμος ψώνιζε με φειδώ, όπως και σήμερα, με τα όσπρια να βρίσκονται τακτικά στο τραπέζι των περισσότερων οικογενειών που μοχθούσαν για το μεροκάματο. Ο κόσμος ψώνιζε βερεσέ και το θρυλικό τεφτέρι, που επανήλθε στο προσκήνιο λόγω ύφεσης, βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη. «Πουλούσαμε και βερεσέ. Δούλευε τότε ο κόσμος στα εργοστάσια, άλλοι σε οικοδομικές εργασίες και μας πλήρωναν το Σάββατο. Εμείς τους βοηθούσαμε, γιατί τους γνωρίζαμε χρόνια και υπήρχε εκτίμηση και εμπιστοσύνη με τους πελάτες» συνεχίζεται η αφήγηση.

Ο γνωστός παντοπώλης σε νεαρή ηλικία

Ηταν άλλες εποχές

Ο Βολιώτης παντοπώλης θυμάται με συγκίνηση και νοσταλγία το παλιό μπακάλικο της οικογένειας, μια παραγκούλα γεμάτη από την καλή αύρα των ανθρώπων που της έδωσαν ζωή. «Βάζαμε κρεμμύδια στα ψηλά ράφια, για να τα πουλήσουμε τον χειμώνα, και θυμάμαι σαν τώρα τα κρεμμυδόφυλα πάνω στη ζυγαριά», αναφέρει.

Οι μνήμες των παιδικών χρόνων και μιας άλλης εποχής, που φαντάζει μακρινή, ζωντανεύουν μέσα από την παραστατική αφήγηση του παλιού παντοπώλη, ο οποίος υπογραμμίζει: «Μόλις τελείωσα το δημοτικό, ήμουν στο μπακάλικο, άρχισα να βοηθάω και σιγά – σιγά αγόραζα μόνος μου το εμπόρευμα, συνεχίζοντας μέχρι σήμερα να έρχομαι στο κατάστημα τα πρωινά, γιατί δεν θέλω να κάθομαι στο σπίτι».

Πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό, ο Ιωσήφ Χριστοφορίδης έδειξε από μικρή ηλικία το εμπορικό του ταλέντο, το οποίο εξελίχθηκε σταδιακά. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πρόκοψε, ανελίχθηκε επαγγελματικά και κατέλαβε μια από τις κορυφαίες θέσεις στον κλάδο των παντοπωλών. «Μετά το δημοτικό, ακόμη κι όταν πήγαινα στο σχολείο, ήμουν στο μαγαζί και ασχολούμουνα με διάφορες δουλειές. Για παράδειγμα, έφτιαχνα τυχερά και καθόμουν την Κυριακή το απόγευμα έξω από την πόρτα του μαγαζιού και τα πουλούσα. Τα παιδιά κέρδιζαν μια τόπα, ένα μικρό παιχνίδι, και για να πουλήσω περισσότερα τυχερά, έδινα το μεγαλύτερο δώρο σε κάποιον που είχε μεγάλη παρέα και τρέχαν όλα τα παιδιά, για να αγοράσουν τυχερά λαχεία» θυμάται.

Η δουλειά τον συντροφεύει μια ζωή, από τα παιδικά του χρόνια, κι όταν άλλα παιδιά της ηλικίας του έπαιζαν τις Κυριακές, εκείνος πήγαινε με το κασελάκι του λούστρου έξω από τον ναό του Αγίου Γεωργίου στην Αγριά κι έβαφε παπούτσια. «Πήγαινα κάθε Κυριακή στην Αγριά με το λεωφορείο και άφηνα το κασελάκι μου σε μια ταβέρνα της Αγριάς, το οποίο έπαιρνα κάθε Κυριακή» αναφέρει με νοσταλγία.

Σιγά – σιγά, δημιούργησε κεφάλαιο, δημιούργησε τη δική του οικοδομή και παντοπωλείο, Χατζηαργύρη με Αχιλλοπούλου, απέναντι από το πατρικό του σπίτι, και «σιγά – σιγά, αφού δυνάμωσα οικονομικά, πήρα μετά από πολλά χρόνια το μαγαζί του Καρύδη, το μεγαλύτερο μπακάλικο του Βόλου, που βρισκόταν Ιωλκού με Τάκη Οικονομάκη», υπογραμμίζει.

Ο Ιωσήφ Χριστοφορίδης (δεξιά) με συγγενείς και γείτονες έξω από το παλιό μπακάλικο της οικογένειας

Επιτυχημένος επαγγελματίας

Οι κόποι μιας ζωής απέδωσαν καρπούς κι ο νεαρός βιοπαλαιστής αναδείχθηκε σε οικονομική δύναμη για την πόλη, με πολύ μεγάλη επαγγελματική δράση. Δημιούργησε μια ευτυχισμένη οικογένεια με την αξιαγάπητη σύζυγό του Βαγγελίτσα, κι απέκτησαν δύο παιδιά, τον Πρόδρομο και τον Χρήστο, εκλεκτά μέλη, αμφότεροι, της τοπικής κοινωνίας.

Μέσα από την αφήγηση του Ιωσήφ Χριστοφορίδη, ζωντανεύουν εικόνες του παλιού Βόλου, με τα όμορφα σπίτια, τις αυλές, τις γειτονιές με τα μικρά μαγαζάκια, τα εμπορικά της Ερμού, τη συμπαράσταση μεταξύ των γειτόνων. Ο ίδιος συνέχισε, στο μεταξύ, την ανοδική του εμπορική πορεία, και το 1978 δημιούργησε μίνι μάρκετ στο ιδιόκτητο κατάστημα που διατηρεί μέχρι σήμερα ο γιος του Πρόδρομος, που παρέλαβε τη σκυτάλη, στην οδό Γκλαβάνη με Τάκη Οικονομάκη.

Οι εποχές άλλαξαν για όλους τους επαγγελματίες, λόγω της κρίσης που διαφοροποίησε τα δεδομένα στην τοπική αγορά. «Δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στο τότε και το σήμερα. Υπάρχει μεγάλη διαφορά, γιατί και σήμερα η κατάσταση είναι σφιχτή, αλλά δεν υπάρχουν δουλειές κι όλος ο κόσμος έχει οικονομική δυσκολία. Ο κόσμος ψωνίζει τα απαραίτητα, περιορίζοντας τις δαπάνες του, διότι κάνει περικοπές σε πολλά είδη. Οι περισσότεροι περιορίζονται στο κυρίως φαγητό και αποφεύγουν τα ακριβά πράγματα», τονίζει.

Νοσταλγεί τις παλιές, καλές εποχές, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι: «Και τώρα καλά είμαι, δεν έχω παράπονο. Υγεία να έχουμε, κι ας βγάζουμε λιγότερα. Αρκεί να μπορούμε να ζούμε και να κρατάμε το μαγαζί». Δηλώνει ικανοποιημένος από τη ζωή του, κι όπως σημειώνει χαρακτηριστικά: «Πάλεψα από παιδί για να κάνω προκοπή, να δημιουργήσω κεφάλαιο, για να μπορέσω να κάνω κάτι καλύτερο στη ζωή μου και είμαι ικανοποιημένος».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου