ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Αλέξανδρος Ρήγας: «Ζούμε μια μαύρη κωμωδία»

αλέξανδρος-ρήγας-ζούμε-μια-μαύρη-κωμ-415658

Η θεατρική επιτυχία της χρονιάς με τίτλο «Μπαμπά μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή» θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 28 Ιουνίου, στις 9.30μ.μ., στο Θερινό Δημοτικό Θέατρο Βόλου «Μελίνα Μερκούρη». Η μαύρη κωμωδία που σκηνοθέτησε ο Αλέξανδρος Ρήγας και συνέγραψε με τον Δημήτρη Αποστόλου, «μιλάει για την απληστία, το κακό DNA του έλληνα, την απαξίωση της ανθρώπινης ζωής», όπως αναφέρει ο ίδιος στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ. Στην παράσταση πρωταγωνιστούν αλφαβητικά οι: Μπέσυ Μάλφα, Δημήτρης Μαυρόπουλος, Σοφία Μουτίδου, Άννα Παναγιωτοπούλου, Θωμάς Πανδής, Νίκος Πολυδερόπουλος, Αλέξανδρος Ρήγας, Πρόδρομος Τοσουνίδης, Θανάσης Τούμπουλης, Παύλος Χαϊκάλης, Παρθένα Χοροζίδου και Κωνσταντία Χριστοφορίδου, οι οποίοι διαθέτουν ταλέντο και αξιόλογη πορεία στον χώρο. Ο πολυπράγμων δημιουργός, που μετράει δεκάδες επιτυχίες στο ενεργητικό του, επισημαίνει ότι το κοινό έχει ανάγκη την τέχνη, που ενεργοποιεί βαθιά συναισθήματα, ενώ διατυπώνει τη θέση ότι η κρίση θα ξεπεραστεί, κόντρα στις Κασσάνδρες που πρεσβεύουν ακριβώς το αντίθετο.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στη ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

-Η πολιτική κατάσταση που βιώνουμε ως χώρα, έχει τα χαρακτηριστικά μαύρης κωμωδίας;

Σε όλες τις εποχές κάθε γενιά, πιστεύω ότι βαθιά μέσα της, καλείται να ζήσει την τραγωδία της, το κωμειδύλλιό της, την κωμωδία ή την μαύρη κωμωδία της. Έχω την αίσθηση ότι η δική μας η γενιά, σε σύγκριση με τις προηγούμενες, που βίωσαν πολέμους και κατοχή, είναι από τις πιο τυχερές. Θεωρώ, λοιπόν, ότι αυτή η μαύρη κωμωδία που ζούμε τώρα, έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ήταν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος ατυχήματος, γιατί δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξος. Θέλω να πω ότι όλα αυτά που ζούσαμε τα προηγούμενα χρόνια, τις προηγούμενες δεκαετίες, λίγο αν είχε κάποιος ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά του ανοιχτά και παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στην παγκόσμια οικονομία, αντιλαμβάνονταν πως ήταν μαθηματικώς βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα το ζήσουμε κι εμείς, με μελανά χρώματα. Από την άλλη πλευρά, επειδή στα γραπτά μου θέλω να είμαι αισιόδοξος, στη συγκεκριμένη παράσταση «Μπαμπά μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή», παρότι γράφτηκε πριν από 12 χρόνια, υπάρχει έντονη η διαμάχη του κακού DNA του Έλληνα με το καλό του DNA και τελειώνει με τη νίκη του καλού. Το ίδιο εύχομαι να συμβεί και με τη μαύρη κωμωδία που ζούμε τώρα. Αν σκεφτούμε καλύτερα, αν είμαστε πιο ψύχραιμοι και καταλάβουμε ότι οφείλουμε κι εμείς απέναντι στους εαυτούς μας και στις γενιές που έρχονται, να δουλέψουμε με σοβαρότητα και όσο γίνεται να αποφεύγουμε πάντα τις εύκολες λύσεις όχι μόνο σε πολιτικό ή κοινωνικό επίπεδο, τις εύκολες λύσεις ακόμη και στους δικούς μας εαυτούς, θα ακολουθήσουμε άλλη πορεία. Το εύκολο έχει ημερομηνία λήξεως.

-Η κοινωνική και ευρύτερα πολιτική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, είναι πρόκληση για ένα συγγραφέα;

Είναι σίγουρα πρόκληση. Όλα τα σκληρά γεγονότα στη ζωή μας, η δύσκολη οικονομική συνθήκη, όπως αυτή που ζούμε τα τελευταία χρόνια, μια γενικότερη παρακμή σε πολιτιστικό επίπεδο, ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο, ένας θάνατος, μια ερωτική απογοήτευση, πάντα ήταν τροφή για τους συγγραφείς και ιδιαίτερα για τους συγγραφείς της κωμωδίας. Πριν από ενάμιση χρόνο προσπάθησα να κάνω κάτι σε επίπεδο πολιτικού σχολιασμού, ένα έργο που να έχει βαθύ πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο, και διαπίστωσα ότι οι θεατές που το παρακολούθησαν, δεν ήταν έτοιμοι να το ακούσουν. Σε αυτές τις περιόδους πιστεύω ότι ο κόσμος χρειάζεται να του πεις τη γνώμη σου, αλλά ούτε με διδασκαλισμό, ούτε με διδακτισμό, και το κυριότερο, ούτε με τιμωρητική διάθεση.

-Είναι κοινωνική, πλέον, η αποστολή του θεάτρου, το οποίο καλείται να χαρίσει χαμόγελο και συναίσθημα σε μια εποχή που όλα δείχνουν να βρίσκονται σε τέλμα;

Πιστεύω ότι η αποστολή της τέχνης, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της τηλεόρασης, των εικαστικών, η μεγάλη της μαγεία είναι να «τσιγκλήσει» τα συναισθήματά μας που κοιμούνται, για να συγκινηθούμε, να ξαναγελάσουμε, να ξαναγίνουμε παιδιά, να φοβηθούμε μέσα από ένα στόρι, να ταυτιστούμε με τους καλούς και τους κακούς ήρωες. Το μεγάλο πρόβλημα με την ενηλικίωση είναι ότι ξεχνάει τα πρωτόγονα ένστικτα. Είναι νόμος της φύσης. Όσο προχωράει και απομακρύνεται κανείς από την παιδική του ηλικία, ξεχνάει να χαμογελάει με αθωότητα, ξεχνάει να κλαίει εύκολα, ξεχνάει να φοβάται και μετά να χαίρεται, που ο κακός στο τέλος νικήθηκε. Η λειτουργία της τέχνης πιστεύω ότι είναι αυτή να μας ενεργοποιεί συνεχώς πρωτόγονα συναισθήματα, τη χαρά, τη λύπη, το χαμόγελο, τη συγκίνηση, τα οποία τα έχουμε απόλυτη ανάγκη πέρα από τις άλλες βιολογικές μας ανάγκες.

-Ολα τα παραπάνω στοιχεία συνυπάρχουν στην παράσταση «Μπαμπά μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή» που παρουσιάζεται την ερχόμενη Τετάρτη στο Βόλο;

Κατ’ αρχάς είναι μια καθαρόαιμη μαύρη φάρσα, που πραγματεύεται την ιστορία μιας μεγάλης απάτη που στήνεται στην ελληνική επαρχία από τους λεγόμενους προύχοντες της περιοχής, τις αρχές του τόπου, που αποφασίζουν χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς κανένα ηθικό έρεισμα, να κατακλέψουν ξαφνικά έναν αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται στη περιοχή τους, να κάνουν παράνομες ανασκαφές και να βγάλουν αγάλματα τεράστιας αρχαιολογικής και εθνικής αξίας, για να τα φυγαδεύσουν στο εξωτερικό. Μπροστά στην απληστία τους για το εύκολο χρήμα, δεν διστάζουν να εξολοθρεύσουν οποιαδήποτε ανθρώπινη ζωή στέκεται στο διάβα τους. Αντιστέκονται μόνο οι δύο ηρωίδες στο έργο που βρίσκουν πολλά προβλήματα σε αυτό, όταν καταλαβαίνουν τι γίνεται. Σε πρώτο επίπεδο είναι μια καθαρόαιμη κωμωδία καταστάσεων, χαρακτήρων, που μιλάει για την απληστία, το κακό DNA του Έλληνα, την απαξίωση της ανθρώπινης ζωής.

-Ποιο είναι το στοιχείο που αποδείχθηκε καθοριστικό για τη μακροβιότητα της παράστασης;

Το έργο πρωτοανέβηκε το 2004 στο θέατρο «Ήβη» και η επιτυχία του μας έχει ξαφνιάσει κι εμάς έτσι κι αλλιώς. Πιστεύω ότι η μακροβιότητα της παράστασης οφείλεται στο ότι συνεχώς αναβιώνουμε το καστ, εκτός από το κείμενο που από την αρχή φάνηκε ότι άρεσε πάρα πολύ στο κοινό. Ο θίασος απαρτίζεται από πολύ καλούς ηθοποιούς, ο καθένας στο ρόλο του και με προσωπική ιστορία ο καθένας, και πιστεύω ότι το κοινό θα το χαρεί για άλλη μια φορά.

-Με ποια συναισθήματα έρχεστε στον Βόλο, μια πόλη που κατά γενική ομολογία έχει υψηλό πολιτιστικό και θεατρικό κριτήριο;

Συμφωνώ απόλυτα με αυτό που λέτε. Ο Βόλος, όπως και δύο – τρεις άλλες πόλεις, έχουν πολύ αυστηρό κοινό και καλά κάνει και είναι αυστηρό το κοινό. Κατά καιρούς, τόσο στην περιφέρεια όσο και στην Αθήνα, γίνονται πολλές πρόχειρες προσπάθειες και δεν εννοώ το αποτέλεσμα, μιλάω για την πρόθεση, γιατί πολλά μπορεί να κάνουμε και να μην πετύχουν. Αυτό είναι μέσα στο παιχνίδι της ζωής και στο παιχνίδι της δημιουργίας αλλά όταν η πρόθεση είναι μόνο η εύκολη οικονομική λεία και τίποτα άλλο, πιστεύω ότι το κοινό καλά κάνει και καταδικάζει τέτοιες παραστάσεις κι ο Βόλος είναι από τις πρώτες πόλεις που τις καταδικάζει και καλά κάνει. Έρχομαι λοιπόν, με ένα συναίσθημα ότι θέλω να δώσω για άλλη μια φορά τις εξετάσεις μου και εύχομαι και ελπίζω την Τετάρτη το βράδυ να τις έχω περάσει και οι άνθρωποι που θα μας τιμήσουν με την παρουσία τους, να μας θυμούνται με γλύκα και την επόμενη φορά που θα ξαναέρθουμε, να θυμούνται ότι τους δώσαμε μια ευχάριστη βραδιά.

-Πίσω από τις λέξεις των θεατρικών ρόλων και πίσω από τις στιγμές της καθημερινότητας πρέπει να αναζητήσουμε ανάσες αισιοδοξίας;

Σίγουρα μέσα από την καθημερινότητα. Αρκεί να ανατρέξουμε στα σημαντικά, στα ουσιώδη. Το κυνήγι της επιβίωσης, το κυνήγι της υπεροχής, πολλές φορές μας κάνει να ξεχνάμε τα πάρα πολύ σημαντικά που είναι τα τόσο απλά και τα ξεχνάμε. Ας το κάνει ο καθένας μας, να ξυπνήσει ένα πρωί, να δει τον ήλιο, να πιεί ένα καφέ και να πει «είμαι τυχερός που ζω». Αυτό πιστέψτε με, είναι βάλσαμο. Πέρα από την τέχνη, πέρα από οποιοδήποτε οικονομική συνθήκη, πέρα από οποιοδήποτε κοινωνική συνθήκη, το ότι μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο και να σκεφτείς ότι έχεις μια μέρα ακόμη δώρο για να γελάσεις, να κλάψεις, να πονέσεις, να σκοντάψεις, να ερωτευθείς, να διαβάσεις ένα βιβλίο, να δεις ένα φίλο σου, να περπατήσεις με τα παιδιά σου, είναι ένα δώρο. Και το ξεχνάμε δυστυχώς. Για μένα, η αναδρομή σε αυτό κατά καιρούς, μπορεί μα μας κάνει πιο ευτυχείς, πιο ήσυχους, πιο ευτυχισμένους.

-Υπάρχει, τελικά, ελπίδα να βγούμε από το μαύρο τούνελ ή είναι πλέον ουτοπία να το σκεφτόμαστε;

Εννοείται ότι θα βγούμε, δεν γίνεται διαφορετικά. Είναι νομοτελειακό. Όμως θα βγούμε αρκετά ταλαιπωρημένοι, να μην το ξεχνάμε. Με αρκετές μουτζούρες πάνω μας, αλλά αυτό που εύχομαι για όλους μας, για τη δική μας γενιά, την προηγούμενη γενιά και κυρίως για τη γενιά που έρχεται, είναι να γίνει ένα καλό μάθημα. Δεν συμφωνώ καθόλου με τις Κασσάνδρες, ούτε με τους καταστροφολόγους, με ενοχλεί βαθιά και που το ακούω ακόμη, δεν μου αρέσει. Ξέρουμε όλοι ότι αυτό που βιώνουμε, γίνεται για πολύ συγκεκριμένους πολιτικούς ή άλλους λόγους. Και μην ξεχνάμε ότι ο Έλληνας είναι βαθιά αισιόδοξος άνθρωπος που θέλει να βλέπει τον ήλιο, να ονειρεύεται, να φιλοσοφεί. Κανείς δεν πρόκειται να του «μαυρίσει» τη διάθεση, όσο κι αν θέλει κι όση καταστροφολογία και να υπάρχει.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου