Γρ. Καρταπάνης: Η έλλειψη ασυρμάτων στα πλοία: Η περιπέτεια του Α/Π ΕΛΕΝΗ

γρ-καρταπάνης-η-έλλειψη-ασυρμάτων-στα-734934

Αρκετές φορές έγινε λόγος από τούτη εδώ τη θέση για ναυάγια ή άλλα ατυχή περιστατικά, λιγότερο ή περισσότερο επώδυνα, πλοίων της ακτοπλοΐας. Το πλεούμενο που μεταφέρει επιβάτες διατρέχει πάντοτε σοβαρότερους κινδύνους, αφού σε περίπτωση ναυτικού ατυχήματος προέχουν η ασφάλεια και η διάσωση της ανθρώπινης ζωής. Υπήρχαν περιπτώσεις που σε μια απλή αβλεψία η κατάληξη ήταν τραγική με αρκετά θύματα, όπως των ατμόπλοιων Αμβρακία (Οκτώβριος 1939) και Ελση (Απρίλιος 1940) που εκτελούσαν το καθιερωμένο δρομολόγιο από Πειραιά και Χαλκίδα προς Βόλο. Στην ακτοπλοΐα απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς κι ένα ταξίδι ρουτίνας, που εκτελείται εμπειρικά, κρύβει ενίοτε δυσάρεστες εκπλήξεις. Εκτός από τα δυο παραπάνω περιστατικά υπήρξαν και άλλα, λιγότερο οδυνηρά, που ξεπεράστηκαν δίχως συνέπειες, πέρα από τη σχετική ταλαιπωρία των επιβατών και την αγωνία των συγγενών τους.

ΠΟΛΥΩΡΗ ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ

Ενα ιδιαίτερα ξεχωριστό γεγονός αποτελεί και η περιπέτεια του α/π Ελένη, που παρά τον σοβαρό κίνδυνο ναυαγίου που διέτρεξε, είχε αίσιο τέλος. Το πλοίο εκτελούσε τη δρομολογιακή σύνδεση Θεσσαλονίκη – Βόλος –Χαλκίδα – Πειραιάς – Κρήτη, δηλαδή κάλυπτε συγκοινωνιακά ολόκληρο τον κάθετο άξονα του Αιγαίου. Από Θεσσαλονίκη σαλπάριζε απόγευμα Σαββάτου για τον Βόλο, απ’ όπου απέπλεε προς νότο την Κυριακή το μεσημέρι. Στην επιστροφή του, κάθε Παρασκευή από Βόλο πήγαινε για Θεσσαλονίκη. Ανήκε στην εταιρεία Εμπειρίκου και ήταν σκαρί ναυπήγησης του 1903, 1423 Κοχ, μήκους 245 ποδών, δηλαδή αρκετά ευμέγεθες για τα δεδομένα της εποχής. Αν και είχε υπερβεί το όριο των τριάντα χρόνων, μάλλον ανήκε στα νεότερα καράβια της ακτοπλοΐας, αφού υπήρχαν εν ενεργεία και πολύ παλιότερα. Ολα ετούτα κατά τη δεκαετία του ’30.

Το πρωτοσέλιδο της εφ. Ταχυδρόμος την Τρίτη 8 Ιανουαρίου 1935 αποτυπώνει τη σοβαρότητα του γεγονότος σε μια περίοδο σχεδόν μέσα στις γιορτές, με έξαρση της κακοκαιρίας, όντας καταχείμωνο: «Κατέπλευσεν την 8ηννυκτερινήν της χθες εις τον λιμένα μας μετά 36 ωρών καθυστέρησιν το ατμόπλοιον «Ελένη». Συναντήσαν σφοδράν χιονοθύελλαν εξέκλινε της πορείας του και επάλαιεν εν μέσω σκότους και τρικυμίας εις το πέλαγος. Αι προκληθείσαι ανησυχίαι διά την τύχην του ατμοπλοίου». Αλλά και την προηγούμενη μέρα σε μονόστηλο για την εξακολούθηση της κακοκαιρίας, αναφέρονται οι καθυστερημένες αφίξεις των πλοίων Πάρος, Λέσβος και Σύρος, όπως και το ενδεχόμενο το α/π Ελένη να πόδισε κάπου, καθώς δεν είχε καταπλεύσει στον Βόλο, όπως προβλεπόταν, το πρωί της Κυριακής. Αλλά το καράβι είχε εμπλακεί σε μια απίστευτη ταλαιπωρία επί μιάμιση ημέρα, όπως αναλυτικά περιγράφεται στο δημοσίευμα του Ταχυδρόμου, στις 8 Ιανουαρίου, οπότε έγιναν γνωστά τα καθέκαστα. Το Ελένη απέπλευσε από τη Θεσσαλονίκη για Βόλο στις 6:30 το απόγευμα του Σαββάτου (5/1,παραμονή των Φώτων ) «με σχετικήν κακοκαιρίαν». Προφανώς αποτολμήθηκε ο απόπλους σε κάποια πρόσκαιρη ύφεση των φαινομένων. Στον Βόλο αναμενόταν την επομένη το πρωί, έπειτα από ταξίδι 12-14 ωρών, με πιθανή, λόγω της κακοκαιρίας, μικρή καθυστέρηση, όπως τα άλλα πλοία.

Ως τις δύο μετά τα μεσάνυκτα το ταξίδι κυλούσε ομαλά (προστάτευε το «πόδι» της Κασσάνδρας ), κι επιπλέον υπήρχε οπτική επαφή με το προπορευόμενο α/π Σύρος, το οποίο πρόφτασε και πέρασε στον Παγασητικό. Η κατάσταση του καιρού επιδεινώθηκε και εξελίχθηκε σε σφοδρή χιονοθύελλα, με τα ογκώδη κύματα να καθιστούν ιδιαίτερα δυσχερή την πλεύση, ενώ και η ορατότητα περιορίστηκε στο ελάχιστο. Ο άνεμος πρέπει να ήταν βορειοανατολικός, χτυπούσε το σκαρί στο πλάι ή δευτερόπρυμα και κλυδωνιζόταν σύγκορμο καθιστώντας επώδυνο το ταξίδι. Η διαδρομή τότε εκτελούνταν εμπειρικά με οπτική επαφή των ακτών, καθώς το φαρικό δίκτυο παρουσίαζε σοβαρές ελλείψεις. Μετά τον φάρο στο Ποσείδι, έπρεπε να προχωρήσει κανείς αρκετά μίλια νοτιότερα για να αντικρύσει το Γουρούνι της Σκοπέλου και κατόπιν εισπλέοντας στον δίαυλο της Σκιάθου να οδηγηθεί από τον φάρο του Λευτέρη. Δεν υπήρχαν ακόμη οι σημάνσεις ούτε στον Δερματά, ούτε στον κάβο της Σηπιάδας (λειτούργησαν μέσα στο 1935) και ολόκληρη η αλίμενη θεσσαλική ακτογραμμή παρέμενε δίχως φανάρι.

Με μηδαμινή ορατότητα λοιπόν ο έμπειρος καπετάνιος του Ελένη αναγκάστηκε να γυρίσει το πλοίο απάνω στον καιρό για να αποφύγει τους επικίνδυνους διατοιχισμούς από τις πλαγιοκοπήσεις των κυμάτων και να μη διατρέξει κίνδυνο. Κατόπιν πλέοντας στα τυφλά προς νότο, αν το επέτρεπε ο καιρός, έλπιζε να βρεθεί κοντά στις Σποράδες. Θα περίμενε να υποχωρήσει κάπως η ένταση για να συνεχίσει κανονικά το ταξίδι του. Το «τραβέρσο» κράτησε ούτε λίγο, ούτε πολύ ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο, από τα ξημερώματα της Κυριακής ώς της Δευτέρας και το καράβι έφτασε «τριάκοντα μίλια νοτιοανατολικώς του Αγίου Όρους», δηλαδή ζύγωσε στη Λήμνο. Αφού βελτιώθηκαν οι καιρικές συνθήκες, ανέστρεψε και συνέχισε την πορεία του προς τον Βόλο όπου κατέπλευσε έπειτα από διαδρομή άλλων δεκατεσσάρων ωρών.

Η ΑΓΩΝΙΑ ΚΟΡΥΦΩΝΕΤΑΙ

Καθώς είχε παρέλθει η ώρα κατάπλου στον Βόλο, το πρωί της Κυριακής και ήδη είχε καταπλεύσει με μικρή καθυστέρηση λόγω του καιρού το α/π Σύρος, στο Λιμεναρχείο σήμανε συναγερμός. Επικοινώνησαν με το αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης, ρωτώντας για την τύχη του πλοίου και πληροφορήθηκαν πως ήδη είχε αποσταλεί ναυαγοσωστικό ρυμουλκό για να ερευνήσει τις ακτές της Κασσάνδρας, όπου πιθανώς να είχε αναζητήσει καταφύγιο το Ελένη. Λίγο αργότερα ο υπολιμενάρχης Βόλου, μέσω του ασυρμάτου ελλιμενισμένου αμερικανικού πλοίου, ήρθε σε επαφή με το ναυαγοσωστικό για να πληροφορηθεί πως το ατμόπλοιο δεν είχε εντοπιστεί στην περιοχή της έρευνας. Οι πιθανότητες να είχε συμβεί ακόμη και το χειρότερο αυξάνονταν ανησυχητικά και η αγωνία εκείνων που περίμεναν τους δικούς τους κορυφώθηκε. Μαζεύτηκαν στο Λιμεναρχείο περιμένοντας κάποια είδηση, αλλά η πληροφορία πως είχε σταλεί αεροσκάφος για έρευνα χειροτέρεψε τα πράγματα.

Σημειώνεται χαρακτηριστικά στο δημοσίευμα του Ταχυδρόμου ( 8/1/1935): «Οπως ήτο επόμενον η είδησις αυτή, γνωσθείσα ευρέως εις την πόλιν μας επέτεινε τας ανησυχίας και υπό των περισσοτέρων το ατμόπλοιον Ελένη εθεωρείτο ως υποστάν δυστύχημα του οποίου την έκτασιν καθώριζεν φυσικά η φαντασία ενός εκάστου». Επικοινωνία με το ίδιο το αναζητούμενο πλοίο δεν υπήρχε αφού δεν διέθετε ασύρματο.

Το τέλος στην πολύωρη αγωνία δόθηκε από το ίδιο το καράβι, καθώς εισέπλευσε με συριγμούς στο λιμάνι, βράδυ Δευτέρας, νικητής σε έναν δύσκολο αγώνα. Το αξιόπλοο του σκάφους και η εμπειρία καπετάνιου και πληρώματος είχαν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο. Οι Λιμενικές Αρχές ανέβηκαν επάνω για να πληροφορηθούν τα γεγονότα, ενώ πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί στην προκυμαία για τον ίδιο λόγο, εκτός από εκείνους που περίμεναν τους δικούς τους. Μάλιστα σε έλεγχο που έγινε στις μηχανές και το υπόλοιπο σκάφος, όλα βρέθηκαν εντάξει, παρά την πολύωρη πάλη με τα κύματα.

Το ατμόπλοιο Ελένη υπήρξε, πέρα από την αίσια έκβαση της απίστευτης ταλαιπωρίας του, ένα μάλλον τυχερό σκαρί. Ως επίτακτο στον πόλεμο του 1940-΄41, απέφυγε την τραγική κατάληξη της πλειονότητας των επίτακτων. Δεν κατόρθωσε όμως να διαφύγει με τον υπόλοιπο στόλο, φορτωμένο με ανταλλακτικά των υποβρυχίων και άλλα υλικά και παρέμεινε στον Ναύσταθμο για να περιέλθει στην υπηρεσία του κατακτητή που το μετέτρεψε σε πλωτό νοσοκομείο. Τον Μάιο του 1943 συνελήφθη από αγγλικά πλοία στις βορειοαφρικανικές ακτές και μετά τη λήξη του πολέμου αποδόθηκε, έπειτα από χρονοβόρες διαδικασίες, στην πλοιοκτήτρια εταιρεία, γιατί είχε χαρακτηριστεί «λεία πολέμου». Το βλέπουμε και πάλι στις καταχωρήσεις των τοπικών εφημερίδων να εκτελεί, μετά τον πόλεμο, το ίδιο δρομολόγιο Θεσσαλονίκη – Βόλος – Χαλκίδα – Πειραιάς – Κρήτη. Το 1952, λόγω παλαιότητας, πουλήθηκε για διάλυση (Τα ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες, τ. α’ , σελ. 206-207).

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΣΥΡΜΑΤΩΝ

Η περιπέτεια του ατμόπλοιου Ελένη και ο σοβαρός κίνδυνος πολύνεκρου ναυαγίου που απειλήθηκε, επανέφεραν στο προσκήνιο ένα επίμαχο ζήτημα. Την απαραίτητη τοποθέτηση ασυρμάτων στα πλοία της ακτοπλοΐας. Το αίτημα παρουσιάζεται επιτακτικό όσο ποτέ, αλλά οι πλοιοκτήτες δεν φαίνονταν πρόθυμοι να συμμορφωθούν, επικαλούμενοι το υψηλό κόστος. Αλλωστε την περίοδο εκείνη ο χώρος της ακτοπλοΐας ταλαιπωρούνταν από αρκετά προβλήματα, όπως ο εξοντωτικός ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών και η άτολμη πολιτική του κράτους που επεδίωκε τη συνένωση όλων των πλοίων σε έναν ενιαίο φορέα υπό τον έλεγχό του. Σε λίγους μήνες θα ξεσπούσαν και σοβαρές απεργίες των πληρωμάτων. Η Διεύθυνση Εμπορικής Ναυτιλίας διατάζει την τοποθέτηση ασυρμάτων ώς τις 15 Φεβρουαρίου με βαρύτατες κυρώσεις για όποιον δεν το έπραττε. Οι εφοπλιστές πάλι αντιδρούν και ζητούν ως αντάλλαγμα άλλες οικονομικές ελαφρύνσεις, ενώ διατείνονται πως το χρονικό περιθώριο είναι ελάχιστο και δεν προλαβαίνουν να ολοκληρωθούν οι παραγγελίες. Τελικά το ζήτημα εξελίσσεται θετικά. Πρώτη η Ακτοπλοΐα της Ελλάδος κι οι συνεργαζόμενες με αυτή εταιρείες συμμορφώνονται, για να ακολουθήσουν και τα «εκτός τραστ» πλοία της ακτοπλοΐας (Ταχυδρόμος 11/2/1935).

Επρεπε να βρεθούν, για άλλη μια φορά, σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές, ώστε να υλοποιηθεί μια επιτακτική ανάγκη. Η περιπέτεια του ατμόπλοιου Ελένη έδωσε την οριστική επίλυση σε ένα ζήτημα απόλυτης προτεραιότητας για την ασφάλεια των δρομολογίων της ακτοπλοΐας.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου