Γρηγόρης Καρταπάνης: Πάσχα της θητείας

γρηγόρης-καρταπάνης-πάσχα-της-θητεία-55490

Μνήμες από το Πολεμικό Ναυτικό (1983-84)

Διαχρονικά οι μεγάλες γιορτές αποτελούν, για όσους υπηρετούν τη θητεία τους, σημείο τριβής. Το πρόβλημα βέβαια εστιάζεται στο γεγονός εάν ο στρατευμένος, τις ξεχωριστές ετούτες μέρες θα είναι εξοδούχος ώστε να γιορτάσει με την οικογένεια του και τ’ αγαπημένα του πρόσωπα, ή θα παραμείνει ένδον, μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ιδιαίτερα στις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης, τα Χριστούγεννα (Πρωτοχρονιά – Φώτα) και το Πάσχα η επιθυμία για άδεια ή έστω απλή έξοδο κορυφώνεται και το κοντράστ των συναισθημάτων γίνεται πιο διακριτό, αν και στις υπόλοιπες γιορτές και αργίες οι συμπεριφορές εκδηλώνονται ανάλογα, όπως λόγου χάρη στις εθνικές επετείους, όπου για τους μη εξοδούχους υπάρχουν και πρόσθετες υποχρεώσεις. Η σημερινή μας αναφορά, με την ευκαιρία της εορτής του Πάσχα, περιλαμβάνει επίκαιρες βιωματικές καταθέσεις από τη θητεία στο Πολεμικό Ναυτικό, όπου ο γράφων υπηρέτησε επί 26 μήνες (5/10/82 – 5/12/84) και γιόρτασε δύο φορές την κορυφαία μέρα της Χριστιανοσύνης «ένδον», μακριά από το γενέθλιο τόπο και τα προσφιλή του πρόσωπα.

***

Στο Τμήμα Υφάλων Όπλων στην Αμφιάλη όπου υπηρετούσαμε υπήρχε πάντοτε το πρόβλημα της «ελλιπούς δυνάμεως», δηλαδή στην ανεπάρκεια του κατώτερου προσωπικού, των «ναυτοδιόπων», κάτι που μεταφραζόταν σε αδυναμία παραχώρησης εορταστικών ή άλλων εκτάκτων αδειών, όπως και σε εξόδους «εξ αναφοράς», πέρα από την τυπική μία – μία που εφαρμόζονταν. Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν επικρατούσε για όλους ισότητα και δικαιοσύνη και οι προνομιούχοι ναύτες των γραφείων – όλοι τους με ισχυρό «δόντι» – δεν είχαν τουλάχιστον τρεις εξόδους και μια υπηρεσία. Πάντως η «ελλιπής δύναμις» αποτελούσε για τον οπλονόμο και τη Γενική Επιστασία ένα καλό άλλοθι για την αποφυγή συχνών, τουλάχιστον, εκτάκτων εξόδων ή αδειών. Κι εφόσον η «μία-μία» περιλαμβάνει ένα σαββατοκύριακο μέσα – ένα σαββατοκύριακο έξω, οι μισοί ναύτες (ένδον τοιχαρχία) θα έκαναν Πάσχα στην Αμφιάλη. Ο γράφων είχε την ατυχία να εντάσσεται και στα δύο Πάσχα της θητείας στην «ένδον τοιχαρχία», μιας κι έτσι τύχαινε η σειρά. Σε αντίθεση με τα Χριστούγεννα όπου δίνονταν ολιγοήμερες εορταστικές άδειες σε τρείς δόσεις (Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά – Φώτα) με περιορισμό της εξόδου σε «μία – μία αυστηρά» και τον διαχωρισμό σε τρείς τοιχαρχίες όπου η μία ήταν αδειούχος. Το Πάσχα δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα, και όποιος ήταν… τυχερός…!

Παρηγοριά, σ’ αυτή τη κατάσταση, δηλαδή το ένδον Σαββατοκύριακο της Ανάστασης, έδινε κάπως το εξοδούχο διήμερο από το μεσημέρι της Μ. Πέμπτης, ολόκληρη τη Μ. Παρασκευή κι επιστροφή το Μ. Σάββατο στις 9:30 το πρωί, ως αργία. (Στην εξόδου μία-μία όταν είσαι μέσα το Σαββατοκύριακο βγαίνεις δύο συνεχόμενα απογεύματα Πέμπτη και Παρασκευή κι εφόσον η Μ. Παρασκευή είναι αργία μέναμε έξω). Υπήρχε ακόμη και η αργία της δεύτερης μέρας του Πάσχα που θα βγαίναμε εξόδου από το πρωί κι έτσι αμβλυνόταν η εορταστική «κλεισούρα».

Προσωπικά δεν μου έφερνε και μεγάλη στεναχώρια το ένδον Πάσχα, μιας και η μετάβαση στο Βόλο ήταν σίγουρα ταλαιπωρία κι επιπλέον αμέσως μετά το εορταστικό τραπέζι επιβαλλόταν πολύωρο ταξίδι επιστροφής. Όμως, όπως και να το κάνουμε, αλλιώς είναι να βρίσκεσαι εκτός υπηρεσίας, έστω και χωρίς πολλές εναλλακτικές επιλογές.

***

Το Πάσχα του 1983, το πρώτο της θητείας, ήταν αρκετά όψιμο, στις 8 Μαΐου – νομίζω έως σήμερα δεν έχει τύχει άλλο τόσο οπισθοχωρημένο. Ο καιρός καλοκαιρινός προμήνυε λαμπρές μέρες κάτι που σήμαινε κόσμο στην υπηρεσία, καθώς πολλοί αξιωματικοί κυρίως, επέλεγαν να εορτάσουν «εν στρατοπέδω» με τις οικογένειες τους το Πάσχα. Εννοείται ότι προετοιμασίες ψησίματα, σέρβις κλπ αποτελούσαν αρμοδιότητα των ναυτών. Η σχετική δυσθυμία που διείσδυε στη σκέψη, αν και χωρίς εντάσεις, επέφερε περίεργα συναισθήματα. Άλλωστε ήταν η πρώτη φορά που γιόρταζα το Πάσχα μακριά από το γενέθλιο τόπο, την οικογένεια και τους φίλους. Το διήμερο της εξόδου που προηγήθηκε, μένει χαραγμένο στη μνήμη μου με τη βαριά σκιά της μοναξιάς. Φίλοι φοιτητές που με φιλοξενούσαν εκείνο το διάστημα στο σπίτι τους στη Καλλιθέα, είχαν βέβαια αναχωρήσει για τον Βόλο, και τη μοναδική επιλογή αποτελούσαν κάποιοι μακρινοί συγγενείς, που πάντοτε με καλοδέχονταν, αλλά εγώ δεν είχα και τόση διάθεση να επισκεφτώ, προτιμώντας την περισυλλογή και την εσωστρέφεια, σε απόλυτη ταύτιση με το πνεύμα των ημερών. Η επίσκεψη σε κάποια εκκλησία για την παρακολούθηση των εγκωμίων και την περιφορά του επιταφίου άμβλυνε κάπως την αρνητική διάθεση του περιπλανώμενου νεαρού ναύτη.

***

Το Μ. Σάββατο οι προετοιμασίες έδιναν και έπαιρναν μιας και προβλεπόταν, όπως είπαμε, προσέλευση αρκετών αξιωματικών με τις οικογένειες τους για ανήμερα το Πάσχα. Η κινητικότητα με τους καθαρισμούς, τις διάφορες άλλες εργασίες, το σούβλισμα κλπ δεν θύμιζε αργία, ένα κανονικό Σάββατο ένδον, αλλά μέρα με ιδιαίτερο φόρτο εργασίας, έστω και παράταιρο απ ότι συνήθως συνέβαινε. Ο καμαρότος αξιωματικών Στέργιος Γεωργίου αν και εξοδούχος είχε «επιστρατευτεί» ως επαγγελματίας κρεοπώλης, για την ετοιμασία των αμνών και αναθεμάτιζε που έγινε χασάπης και που το ξέραν στην υπηρεσία. Όπως μαθεύτηκε όμως εκ των υστέρων, η γκρίνια γινόταν για το θεαθήναι, μιας και μόνος του ανέλαβε το σούβλισμα με αντάλλαγμα τιμητική άδεια που του δόθηκε απόπασχα.

Σαββατόβραδο πια χωρίς τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την Ανάσταση, μιας και η μοναδική εκκλησία, ο Αγ. Δημήτριος, βρισκόταν έξω από το στρατόπεδο του Παλάσκα, κάπου τρία χιλιόμετρα μακριά. Ακούγονταν όμως τα βαρελότα από τη γύρω περιοχή σε συνδυασμό με τις φωτοβολίδες που εκτοξεύονταν από την Αμφιάλη και περισσότερο βέβαια απέναντι, από το Ναύσταθμο Σαλαμίνας, όπως και οι συριγμοί των πλοίων που έδιναν έτσι μία εντυπωσιακή, φαντασμαγορική αναστάσιμη ατμόσφαιρα.

Ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα, νωρίς νωρίς στροβίλιζαν στις σούβλες καμιά δεκαριά -ίσως και παραπάνω- οβελίες και κατά της δέκα άρχισαν να καταφθάνουν με τις οικογένειες τους, όσοι από τους αξιωματικούς του Τμήματος Υφάλων Όπλων είχαν προγραμματίσει να εορτάσουν εντός της υπηρεσίας. Κατέφθανον ντυμένοι με τις επίσημες στολές τους καθώς, όπως μας είχαν προειδοποιήσει, αναμένονταν επίσκεψη του αρχηγού αντιναύαρχου Ν. Παππά και του αρχηγού στόλου Λ. Βασιλικόπουλου με τη συνοδεία τους. Τώρα να βλέπεις, ακόμα και σε μεγάλη εορτή, τις ίδιες μούρες δεν ήταν ό,τι το καλύτερο, αλλά ελπίζαμε ότι όλο και θα έρχονταν και νεαρές ευειδείς υπάρξεις, κόρες ή ανιψιές των βαθμοφόρων, ώστε να δίνεται και μια ελκυστική πτυχή στο στρατοκρατούμενο κλίμα. Η διάθεση για κάποια γνωριμία, ευχάριστη κουβεντούλα και διακριτικό -αναγκαστικά- φλερτ οπωσδήποτε αναπτύσσονταν σε τέτοιες περιπτώσεις. Άλλη μια θετική πλευρά της πασχαλινής ευωχίας ήταν και η ανεμπόδιστη συμμετοχή, για εμάς τους ναύτες, στη βρώση και την πόση, αν και μας γίνονταν συστάσεις για εγκράτεια. Έμπρακτος περιορισμός δεν υπήρχε, αλλά ακόμη και ο ίδιος ο τμηματάρχης μας συνέστησε να μείνουμε νηφάλιοι λόγω της επικείμενης έλευσης των αρχηγών.

Όταν κατέφθασαν α αρχηγός ΓΕΝ και ο αρχηγός στόλου, αντιναύαρχοι Παππάς και Βασιλακόπουλος βρισκόμασταν ήδη σε κατάσταση ευθυμίας, γιατί καθυστέρησαν, κόντευε θαρρώ δύο το μεσημέρι. Θυμάμαι τον τρόπο με τον οποίο όλοι οι παρευρισκόμενοι αξιωματικοί σηκώθηκαν επάνω έριξαν άψογες χαιρετούρες και στάθηκαν σε στάση προσοχής, μόλις αναλήφθηκαν την ηγεσία του Ναυτικού να καταφθάνει. Εμείς, οι ναυτοδίοποι, με το ζόρι σηκωθήκαμε, προσπαθώντας να κρατηθούμε όσο τα δυνατόν πιο αξιοπρεπώς λόγο της γενναίας κατανάλωσης κρασιού και μπίρας. Η χαλαρότητα ήταν εμφανής και έτσι διατηρήθηκε όταν ο αρχηγός Νίκος Παππάς τσούγκρισε αυγά με όλους τους ναύτες, έχοντας και με μικρή στιχομυθία με τον καθένα. Όταν έφθασε σε μένα μετά τις ευχές Χριστός Ανέστη και Αληθώς Ανέστη με ρώτησε φιλικά:

– Πώς τα πάμε κοντεύεις να απολυθείς;

– Καλά κ. αρχηγέ, απάντησα, αλλά έχουμε αρκετό δρόμο μπροστά μας.

Αναμφίβολα αποτελούσε μεγάλη τιμή η ανταλλαγή ευχών με τον αρχηγό ΓΕΝ ναύαρχο Νίκο Παππά που ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα με περγαμηνές στον αντιδικτατορικό αγώνα, και τη συμμετοχή του στο προδομένο κίνημα του Πολεμικού Ναυτικού τον Μάιο του 1973, ως κυβερνήτη του αντιτορπιλικού Βέλος. Ήταν μια συμπαθής φυσιογνωμία, καταδεχτικός στους τρόπους του και φιλικός απέναντι μας, όπως νομίζω πρέπει να είναι οι πραγματικοί ηγέτες.

Αφότου αναχώρησαν οι υψηλοί επισκέπτες ακολούθησε για τον γράφοντα μια λυτρωτική βάρδια 4-8 στην τορπιλαποθήκη. Αραχτός στο απομονωμένο φυλάκιο, αφού δεν υπήρχε πιθανότητα εφοδείας, επήλθε η σχετική χαλάρωση με αποφυγή των εργασιών για το γενικό συμμάζεμα μετά το γιορτινό τραπέζι. Ετούτο το πρώτο «ένδον» Πάσχα της θητείας αναμφίβολα αποτέλεσε μια πρωτόγνωρη εμπειρία.

***

Το Πάσχα του 1984 (22/4) κύλησε στο ίδιο πάνω-κάτω μοτίβο, αλλά πιο χαλαρά, μιας και δεν υπήρξε τόσο μεγάλη προσέλευση αξιωματικών, ούτε είχαμε επισκέψεις από την ηγεσία. Νωρίτερα, το διήμερο της εξόδου, Μ. Πέμπτη και Μ. Παρασκευή, μαζί με το φίλο Νίκο Σκοκέα, που εργαζόταν ως μηχανικός -πολιτικό προσωπικό- στο ίδιο πόστο, επισκεφτήκαμε κάποια ουζερί στη Νίκαια και στον Νέο Φάληρο, ως υποκατάστατο -για τον γράφοντα- των αντίστοιχων εθιμικών καταστάσεων κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα στον Βόλο. Γενικότερα, το 1984, οι μέρες του Πάσχα δεν χαρακτηρίστηκαν από εκείνη τη μελαγχολία της πρώτης χρονιάς που όλα φάνταζαν πρωτόγνωρα. Οι συσσωρευμένοι μήνες της θητείας -πάνω από ενάμιση χρόνο- βοηθούσαν στη πιο στωική αντιμετώπιση των πραγμάτων. Οι βιωμένες εμπειρίες διαμόρφωναν την κατάσταση σαν κάτι φυσιολογικό και συνηθισμένο πλέον.

***

Τα χρόνια κυλούν και η θύμηση οπισθοχωρεί σε μια ευρεία δεξαμενή αναμνήσεων απ’ όπου αναδύονται τα πιο αξιόλογα βιώματα, εκείνα που παραμένουν αναλλοίωτα στις μνημονικές αποτυπώσεις.

Έτσι και τώρα με αφορμή τη σημερινή μεγάλη εορτή, καταθέτω τις βιωματικές εμπειρίες από τα Πάσχα της 26μηνης θητείας στο Πολεμικό Ναυτικό, 35 χρόνια πρωτύτερα.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου