Γρ. Καρταπάνης: Μνήμη Γιώργου Καφενταράκη. «…Προς τη Μόνη Φλαμουρίου…»

γρ-καρταπάνης-μνήμη-γιώργου-καφενταρ-170488

Ο Γιώργος Καφενταράκης, όπως είναι γνωστό, δεν υπήρξε καταξιωμένος ζωγράφος μόνον, αλλά έδωσε το στίγμα του και ως δόκιμος συγγραφέας. Οι δημιουργίες του χρωστήρα του συμπορεύονται μ’ εκείνες της γραφίδας του, καθώς καταπιάστηκε επιτυχώς με διάφορα είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, έρευνα – μελέτη κ.ά.). Δυστυχώς μας εγκατέλειψε νωρίς, πάνω στην ωριμότητα της έμπνευσής του (συγγραφικής και εικαστικής) αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό αφού είχε ακόμη πολλά να προσφέρει. Κι ευτυχώς που κατέλιπε άξιο διάδοχο και συνεχιστή (και στις δύο ενασχολήσεις) την κόρη του Δέσποινα.

Η οδυνηρή εξέλιξη δεν επέτρεψε στον ζωγράφο – συγγραφέα να δει τυπωμένο το τελευταίο του (4ο) βιβλίο «… Προς τη Μονή Φλαμουρίου…», μια τετραλογία οδοιπορικών κειμένων με επίκεντρο –όπως άλλωστε καταμαρτυρεί και ο τίτλος– το γνωστό μοναστήρι, ένα από τα πλέον ιστορικά προσκυνήματα του τόπου μας. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε περίπου ένα χρόνο μετά τον θάνατο του συγγραφέα, με πρωτοβουλία και δαπάνη του Κέντρου Ιστορίας και Πολιτισμού Κερασιάς (ΚΙ.ΠΟ.ΚΕ) και βέβαια του ακάματου και φιλόπονου προέδρου του κ. Χαρ. Αλεξάνδρου. Άλλωστε είναι γνωστή η σχέση του Καφενταράκη με την Κερασιά, την ευρύτερη περιοχή της και τους ανθρώπους της.

Η εκτύπωση έγινε στις εκδόσεις «Παλμός», την επιμέλεια είχαν η κόρη του συγγραφέα Δέσποινα και ο Ν. Τσούκας, ενώ τις διορθώσεις των κειμένων φρόντισε ο φιλόλογος (και καθηγητής μου) κ. Γιάννης Πατρίκος, που συνέγραψε και τον κατατοπιστικό πρόλογο του βιβλίου. Πρόκειται για μια έγχρωμη –μιας και υπάρχουν πολλές φωτογραφίες– καλαίσθητη έκδοση 96 σελίδων, άκρως ελκυστική κι ενδιαφέρουσα από κάθε άποψη. Η κ. Καφενταράκη είχε την ευγενή καλοσύνη να μου προσφέρει ένα αντίτυπο. Εκφράζω κι από τη θέση ετούτη τις θερμές μου ευχαριστίες.

****

Το εξώφυλλο του βιβλίου καλύπτεται από χαρακτηριστική του θέματος φωτογραφία του ίδιου του δημιουργού, ενώ στη πρώτη σελίδα υπάρχει άλλη του Ν. Στουρνάρα με πανοραμική άποψη της μονής. Το βιβλίο αφιερώνεται από τον συγγραφέα «Στον Βαγγέλη Χ. Καπουρνιώτη, που με τη δική του παρότρυνση και βοήθεια γνώρισα το περίφημο Πηλιορείτικο Μοναστήρι». Από τα κείμενα τώρα, προτάσσεται ο σύντομος πρόλογος του συγγραφέα (σελ. 7) που αιτιολογεί την προσπάθεια της συγγραφής. Ακολουθεί το σημείωμα του προέδρου του ΚΙ.ΠΟ.ΚΕ κ. Χαρ. Αλεξάνδρου, όπου ανάμεσα στ’ άλλα, επισημαίνεται η μακρόχρονη σχέση του Καφενταράκη με την Κερασιά και τους ανθρώπους της, όπως και δημιουργική συνεργασία του με το ΚΙ.ΠΟ.ΚΕ (σελ. 9-11).

Στη συνέχεια (σελ. 13-17), ο κυρίως πρόλογος του βιβλίου από τον φιλόλογο κ. Γιάννη Πατρίκο αναφέρεται στα τέσσερα μέρη του πονήματος με καίριες επισημάνσεις, που βοηθούν τον αναγνώστη στην εμπέδωση των κειμένων. Η Μονή Φλαμουρίου είναι άλλωστε ένα από τα πλέον ιστορικά, ευμεγέθη, αλλά και δυσπρόσιτα προσκυνήματα της Μαγνησίας.

*****

Το πρώτο από τα τέσσερα οδοιπορικά επιγράφεται «Συνάντηση και γνωριμία με τον καλόγερο Γεράσιμο» (σελ. 21-26) και αποτελεί, θα λέγαμε, των πρόδρομο των υπολοίπων, αφού ο συγγραφέας με την έφιππη συντροφιά του φθάνουν –Φθινόπωρο του ’79– στη θέση Σταυρός όπου τελειώνει ο αγροτικός δρόμος και ξεκινά το κακοτράχαλο μονοπάτι που οδηγεί στο μοναστήρι. Εκεί συναντά τον μοναχό Γεράσιμο, χαρακτηριστική, γραφική και γνώριμη φιγούρα, αγαπητή στους ξωμάχους της περιοχής και τους επισκέπτες. Ουσιαστικά σε εκείνη τη συνάντηση προγραμματίζεται η επίσκεψη στη Μονή, που θα πραγματοποιηθεί λίγους μήνες αργότερα, τη Μεγάλη Παρασκευή του 1980, όπως αναλυτικά περιγράφεται στο επόμενο οδοιπορικό με τίτλο «Μεγάλη Παρασκευή στο μοναστήρι» (σελ 29-45). Η περιγραφή του Καφενταράκη είναι γλαφυρή για το ανοιξιάτικο τοπίο, τις αναφορές στο μοναστήρι, αλλά και σε ιστορικά γεγονότα κυρίως της Κατοχής, με αποκορύφωμα την παρακολούθηση της κατανυκτικής ακολουθίας της Μ. Παρασκευής στον υποβλητικό χώρο του μοναστηριού. Μιας πραγματικής μυσταγωγίας που σίγουρα αποτελεί για τον επισκέπτη, εμπειρία ζωής.

Το τρίτο «φλαμουριώτικο» οδοιπορικό ονομάζεται: «Επίσκεψη στο μοναστήρι και γνωριμία με τον ηγούμενο π. Γαβριήλ», όπου καταγράφεται η μετάβαση στη μονή το φθινόπωρο του 1985. Σκοπός της επίσκεψης για τον συγγραφέα ήταν να γνωρίσει από κοντά τον ηγούμενο Γαβριήλ, μια σημαντική μορφή του μοναχισμού. Η συνάντηση και συνομιλία στο ταπεινό κελί του ηγούμενου οπωσδήποτε αποτέλεσε μια συγκλονιστική εμπειρία, όπως και η περιήγηση στους χώρους της μονής με κατατοπιστικές αναφορές στην ιστορία του προσκυνήματος και στον κτήτορά του, τον Άγιο Συμεών τον Ανυπόδητο και Μονοχίτωνα. (σελ. 53-64).

Η τέταρτη και τελευταία επίσκεψη στο μοναστήρι, είκοσι χρόνια αργότερα (Άνοιξη 2005), έχει τίτλο «Ένας ξύλινος σταυρός» (σελ. 75-82) και αποτελεί προσκύνημα στον τάφο του μακαριστού πλέον ηγούμενου Γαβριήλ που είχε αποβιώσει από το 1994. Έστω και με υπερδεκαετή καθυστέρηση ο συγγραφές προσεγγίζει ξανά τη μονή για τον σκοπό αυτό και στο κείμενό του μνημονεύει συνοπτικά τα έργα και τις ημέρες του μακαριστού μοναχού, όπου επισημαίνεται η διακριτή παρουσία του στο Φλαμούρι για εξήντα χρόνια. Το πόνημα συμπληρώνεται με δεκάδες φωτογραφίες του συγγραφέα από το μοναστήρι και τη γύρω περιοχή, ώστε να έχουμε πλήρη άποψη –με εικόνα και γραφή– για τον ενδιαφέρον θέμα του βιβλίου. Κι επιπλέον παρατίθεται ένθετο DVD με εικόνες από τις δραστηριότητες στην περιοχή της Κερασιάς και του μοναστηριού.

Νομίζω πως μ’ όλα ετούτα, ο Καφενταράκης, στο τελευταίο του πόνημα, μας παρέχει μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της Μονής Φλαμουρίου.

*****

Τα οδοιπορικά του Γ. Καφενταράκη επανέφεραν στο προσκήνιο της θύμησης του γράφοντα και τη δική του μοναδική εξόρμηση «προς τη Μονή Φλαμουρίου». Ήταν θυμάμαι Μάιος του 1989, όταν με προτροπή του φίλου μου Νέστορα Ευαγγελιά μετέφερα στο μοναστήρι τον πατέρα του Αχιλλέα και έναν συνεργάτη του κτηνοτρόφο προκειμένου να συναντηθούν με τον ηγούμενο Γαβριήλ και να διαπραγματευθούν τη μίσθωση κάποιων μοναστηριακών (βακούφικων) βοσκότοπων, νομίζω στις Νέες Καρυές Λάρισας. Μεταβήκαμε με το αυτοκίνητο ως τη θέση Σταυρός και από κει πήραμε το δύσβατο, σε πολλά σημεία, μονοπάτι που οδηγεί στη μονή, μέσα σε μια πανδαισία της φύσης στο απόγειο της έξαρσης της – Μάης μήνας γαρ. Όταν φτάσαμε, οι μοναχοί μας καλοδέχθηκαν, μας πρόσφεραν τα σχετικά φιλέματα και αφού προσκυνήσαμε στο καθολικό ο ηγούμενος Γαβριήλ μάς υποδέχθηκε στο ταπεινό κελί του, το «τερπνόν παλάτιον». Πέρα από τον σκοπό της επίσκεψής μας –η συμφωνία έγινε άμεσα– ο γέροντας μάς διάβασε κάποιες ευχές και μας ευλόγησε, ενώ δεν παράλειψα να έχω και μια μικρή συζήτηση μαζί του σχετικά με ιστορικά στοιχεία του μοναστηριού και του κτήτορά του. Πραγματικά ο γέροντας ήταν μια οσιακή μορφή, προσηνής και καταδεχτικός με μια ένθεη ταπείνωση, μακριά από κάποιες επιτηδευμένες ή ψυχρές συμπεριφορές που απωθούν, αντί να ελκύουν. Καλόγερος παλαιάς κοπής, ταγμένος να υπηρετεί το θείο και τον άνθρωπο που με τον λόγο και τη στάση του σε κέρδιζε αμέσως. Επίσης γνωρίσαμε και τους υπόλοιπους μοναχούς της τετραμελούς τότε κοινότητας: τον π. Ακάκιο, τον καλλικέλαδο πρώην ράφτη από τον Βόλο, και τους νεότερους π. Συμεών (σημερινό ηγούμενο) και π. Παύλο.

Επειδή κόντευε μεσημέρι, μας προσκάλεσαν στη μοναστηριακή τράπεζα, όπου όλη η διαδικασία (τροπάρια, αναγνώσεις από το βίο των εόρτιων αγίων κ.ά.) υπήρξε για μένα κάτι πρωτόγνωρο. Θυμάμαι το γεύμα περιλάμβανε μπακαλιάρο, σαλάτα, τυρί και κρασί ντόπιας παραγωγής, αλλά η διαδρομή της επιστροφής απέτρεπε κάθε σκέψη για… υπερκατανάλωση.

Η επίσκεψη εκείνη οπωσδήποτε εντάσσεται στις καλοδεχούμενες εμπειρίες.

*****

Εκτός από την ταπεινή, από μέρους μου, παρουσίαση του βιβλίου του Γ. Καφενταράκη -με τον οποίο είχαμε τα τελευταία χρόνια στενή συνεργασία- ήθελα να κάνω μια τελευταία επισήμανση που αφορά τη συγκέντρωση των δημοσιευμάτων του τα οποία παραμένουν αθησαύριστα σε διάφορα έντυπα, τοπικά κυρίως. Μια πρώτη –ίσως πρόχειρη– επιχείρηση αποδελτίωσης που έγινε από τον γράφοντα στις περιοδικές εκδόσεις του τόπου μας: Εν Βόλω, Μαγνησία, Μακρινίτσα, Βίγλα, Πλώρη κ.ά., απέφερε κάποιες δεκάδες κείμενα (διηγήματα, εικαστικά, ιστορικά κ.ά.) που μαζί με τα απροσδιόριστα υπόλοιπα θα πρέπει να επισημανθούν, να ταξινομηθούν ειδολογικά για ν’ ακολουθήσει -όσο αυτό είναι δυνατόν- η έκδοσή τους σε βιβλίο. Χρειάζεται λοιπόν μια προσεκτική αποδελτίωση όλων των εντύπων, τοπικών και μη, που συνεργάστηκε ο ζωγράφος – συγγραφέας, ώστε να συλλεχθεί το σύνολο του συγγραφικού του έργου και να μην παραμείνει διασκορπισμένο σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Νομίζω πως πρόκειται για μια προσπάθεια που αξίζει να καταβληθεί.

Το κείμενο ετούτο ας αποτελέσει ένα ταπεινό πνευματικό μνημόσυνο στη μνήμη του.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου