Γρ. Καρταπάνης: Η περίπτωση της αφής του νέου φάρου στο Τρίκερι το 1917

γρ-καρταπάνης-η-περίπτωση-της-αφής-του-219103

Το παρόν κείμενο αποτελεί την εισήγησή του γράφοντα που παρουσιάστηκε στην ημερίδα που διοργάνωσε η Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών στις 13/10/2017 , στο αμφιθέατρο του Τεχνικού Επιμελητηρίου στο πλαίσιο των διαθεσσαλικών εκδηλώσεων με γενικό τίτλο : «Θεσσαλία –Ένας αιώνας από το πολυσήμαντο έτος 1917».

*************

Η περίοδος 1915-1917 αποτελεί αναμφίβολα μια σημαντική όσο και «δύσκολη» πτυχή της νεότερης ιστορίας μας, λόγω των αρνητικών καταστάσεων που προήλθαν από το φαινόμενο του Εθνικού Διχασμού. Νομίζω όμως ότι υπήρξε και σχετικά άγνωστη, έως πρόσφατα, τουλάχιστον στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, αφού υπολείπεται σαφώς ως ιστορικό – ερευνητικό αντικείμενο, τόσο με τους προηγηθέντες Βαλκανικούς Πολέμους, όσο και με την κατοπινή Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή που έχουν μελετηθεί διεξοδικότατα. Ετούτη η επιλεκτική ιστορική μνήμη πιθανότατα οφείλεται και στο γεγονός των ακραίων και επιλήψιμων συμπεριφορών που συνέβησαν σε μια περίοδο έντονης εμφύλιας διαμάχης με τα γνωστά επακόλουθα. Τώρα τελευταία παρατηρείται μια ενδελεχής κι επιστημονική προσέγγιση της συγκεκριμένης περιόδου με επισημάνσεις και αναλύσεις άκρως ενδιαφέρουσες και αποκαλυπτικές(1) . Στον τόπο μας, το Βόλο και την ευρύτερη περιοχή της Μαγνησίας σημειώθηκαν, κατά την αναφερόμενη περίοδο, σημαντικά γεγονότα, με αποκορύφωμα την έλευση των Γαλλικών στρατευμάτων στα τέλη Μαΐου του 1917 και την ολιγόμηνη παραμονή τους(2). Δεν προχωρώ περισσότερο αφού οι εμπεριστατωμένες εισηγήσεις των έγκριτων μελετητών που συμμετέχουν στο πλαίσιο των εκδηλώσεων με γενικό τίτλο: «Θεσσαλία – Ένας αιώνας από το πολυσήμαντο έτος 1917», καλύπτουν επαρκέστατα το θέμα.

***

Σοβαρότατα προβλήματα όμως παρουσιάστηκαν και στην ομαλή διεξαγωγή της ναυσιπλοΐας λόγω του ναυτικού αποκλεισμού και των συνεχών ελέγχων των πλόων, με νηοψίες και συλλήψεις από τα περιπολούντα συμμαχικά πολεμικά.

Επίσης παρατηρείται μια εμφανής αρρυθμία στην απρόσκοπτη λειτουργία των φάρων η οποία οφείλεται σε δύο μάλλον προφανείς λόγους:

Α) Στην μη έγκαιρη μετάβαση του φαρόπλοιου για την τακτική συντήρηση και ανεφοδιασμό ή την αποκατάσταση τυχόν βλάβης, λόγω του ναυτικού αποκλεισμού και της εν γένει προβληματικής ναυσιπλοΐας σε μια εμπόλεμη κατάσταση. Η έλλειψη καυσίμων αποτέλεσε σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα τόσο για την κίνηση των ατμόπλοιων (κάρβουνο), όσο και για την συνεχή λειτουργία των φάρων που στη συντριπτική τους πλειοψηφία δούλευαν με πετρέλαιο (3).

Β) Την ενδεχόμενη παρέμβαση των συμμάχων για εκούσια, προσωρινή παύση λειτουργίας κάποιων φάρων στο πλαίσιο των πολεμικών συνθηκών, με συσκοτίσεις λιμένων, διαύλων ή άλλων επίκαιρων σημείων, ανάλογα με τους σχεδιασμούς τους. Αυτή η πιθανή παρέμβαση εμμέσως πλην σαφώς επισημαίνεται και στο έγγραφο σχετικά με το φάρο στο Τρίκερι που θα μνημονεύσουμε πιο κάτω.

Να επισημάνουμε πως εξαιτίας βλαβών στο φαρικό δίκτυο κινδύνεψαν ή ναυάγησαν και συμμαχικά πλοία. Νηοπομπή διέτρεξε σημαντικό κίνδυνο να προσκρούσει στον ύφαλο Λεφτέρης, το 1915, (στο δίαυλο Σκιάθου – Μαγνησίας), όταν συμπτωματικά κατά τη διέλευσή της από το σημείο εκείνο προέκυψε ξαφνική σβέση του φάρου στο Ποντικόνησο της Εύβοιας, ο οποίος «υποδεικνύει» με δέσμη φωτός το ασφαλές σημείο του περάσματος. (Δεν είχε τοποθετηθεί ακόμη φάρος στον επικίνδυνο ύφαλο, κάτι που έγινε το 1920). Όμως λίγο αργότερα, το Δεκέμβριο του 1915, πάλι σε ξαφνική σβέση του ίδιου φάρου δεν απέφυγε την προσάραξη στο Λευτέρη το γαλλικό αντιτορπιλικό Γκουνιέ, όπως κι ένα συμμαχικό φορτηγό πλοίο που μάλλον καταστράφηκε(4).

***

Ο φάρος στο Τρίκερι είναι ένας από τους παλαιότερους στο ελληνικό φαρικό δίκτυο. Κατασκευάστηκε το 1864 από την Γαλλική Εταιρία Οθωμανικών φάρων στο πλαίσιο της ευκολότερης προσβασιμότητας στο αναπτυσσόμενο λιμάνι της νέας πόλης του Βόλου που παρουσίαζε αυξανόμενη ναυτιλιακή και εμπορική δραστηριότητα. Εντάχθηκε στο ελληνικό φαρικό δίκτυο με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, το 1881. ( Μαζί με το φάρο Σέσκλο στα Πευκάκια Βόλου που επίσης είχε λειτουργήσει το 1864).

Ο φάρος ετούτος βέβαια, ως τα 1914, ήταν μια απλή σιδηροκατασκευή με ιστό πλαισιωμένο από ένα οίκημα (φαρόσπιτο) και είχε μικρή, μόλις 5 μίλια, φωτοβολία ερυθρού σταθερού χρώματος, γι’ αυτό και αναφέρεται ως φανός(5). Στο «Φαροδείκτη» του Ν. Συρίγου, του 1879 σημειώνεται σχετικά: «Κόλπος Βώλου. Φανός επί του ακρωτηρίου Καβούλιαπλ: 30ο 6’ 15’’ – μηκ. 23ο 3’ 35’’. Φώς κόκκινονστερεόνφαινόμενον 5 μίλια. Ύψος φωτός 26 μέτρα»(6) .

Ο φανός παρά τις κατά καιρούς συντηρήσεις και επισκευές (όπως μετά τα γεγονότα του 1897 – 98 όπου είχε προσωρινά σβήσει) παρέμενε μικρής εμβέλειας ως στις αρχές της δεκ. του ’10 , παρά τη σημαντική του θέση, προκαλώντας προβλήματα στη ναυσιπλοΐα. Νά τι αναφέρεται στο φαροδείκτη του Στυλιανού Λυκούδη το 1914: «Στήλη σιδηρά επί της λευκής οικίας. Ο φανός ούτος κατά τας υετώδεις νύκτας είναι δυσδιάκριτος. Απεφασίσθη η ίδρυσις φάρου»(7)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις μελέτες: α) Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος : «1915-Ο Εθνικός Διχασμός», εκδόσεις Πατάκη, 2015,σ.σ.343 και β) Γεράσιμος Αλεξάτος: «Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς – 1916-1919»σ.σ.397, όπου γίνεται διεξοδική αναφορά στο ατιμωτικό γεγονός της παράδοσης του Δ΄ Σώματος Στρατού στους Γερμανούς και της μεταφοράς τους στην πόλη Γκαίρλιτς όπου διέμειναν υπό καθεστώς ιδιότυπης αιχμαλωσίας.

2. Παραπέμπουμε στη μελέτη του ομότιμου καθηγητή Χαράλαμπου Γ. Χαρίτου: «Όψεις του Διχασμού και η Γαλλική κατοχή στο Βόλο και το Πήλιο», Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, τόμος 20ος , Βόλος 2016, σελ. 45-46 και ανάτυπο.

3. Αυτόματοι ανεπιτήρητοι φάροι τύπου AGA που λειτουργούσαν με ασετιλίνη, υπήρχαν μόλις 25 ,από το 1912 που τοποθετήθηκε ο πρώτος, ως το 1916, σε ολόκληρο το φαρικό δίκτυο της Ελλάδας. (βλ. Γήση Παπαγεωργίου «Ελληνικοί Πέτρινοι Φάροι» εκδόσεις Άμμος ,1996, σελ.97-99.

4. Σχετικές πληροφορίες εμπεριέχονται στο άρθρο του Διευθυντή της Υπηρεσίας Φάρων, Στ. Εμμ. Λυκούδη «Ο φάρος του Ξέρξου», περ. Ναυτική Ελλάς , τεύχος 268, Φεβρουάριος 1956, σελ. 96-97. Επίσης στο Αρχείο της Υπηρεσίας Φάρων, υπάρχει έγγραφο με ημερομηνία 7/12/1915 «περί προσαράξεως Γαλλικού Πολεμικού παρά την Σκίαθον», όπου επισημαίνεται η αδήριτη ανάγκη τοποθέτησης φάρου στον ύφαλο Λευτέρη. Τέλος στην αναφορά του μηχανικού του Ναυτικού, Γ. Κουρμπάνη (20/5/1920)που εκπόνησε τη μελέτη για την κατασκευή τσιμεντένιου βάθρου στον εν λόγω ύφαλο, σημειώνεται πάλι ο κίνδυνος που διέτρεξε το 1915 η συμμαχική νηοπομπή και η προσάραξη του γαλλικού αντιτορπιλικού.

5. Σχετικά με την αρχική θέση του φάρου ,ο τρικεριώτης δάσκαλος κι ερευνητής Κώστας Πατρίκος στο άρθρο του «Ο φάρος του Τρίκερι», περ. Βίγλα-Πλώρη, τεύχος 8, Ιούνιος 2015, σελ. 93-94 , σημειώνει πως αυτή εντοπίζεται «στον παρακείμενο κάβο , τον Μύλο, όπως δείχνουν τουλάχιστον τα ερείπια και η θέση αυτή ονομάζεται Παλιοφάναρο». Στο φαροδείκτη, όμως του Ν. Συρίγου του 1879 αναφέρεται καθαρά πως ο φάρος βρίσκονταν «επί του ακρωτηρίου Καβούλια» οπότε η θέση στο Μύλο ίσως ήταν προγενέστερη. Όμως σε επίσημη ανακοίνωση της Υπηρεσίας Φάρων («Αγγέλει τοις ναυτιλλομένοις…..») με ημερομηνία 10-22/8/1898, όπου ανακοινώνεται η επανέναρξη της λειτουργίας των φάρων Σέσκλο Βόλου και Τρίκερι, έπειτα από την προσωρινή τους σβέση κατά την τουρκική κατάληψη στα 1897-98, επισημαίνεται πως ο δεύτερος λειτουργεί τώρα «επί του ακρωτηρίου Καβούλια, θέσινδυτικωτέραν της προηγουμένης», οπότε ο φάρος πρέπει να ήταν στον Μύλο μετά το 1879 και ως το 1897. Το ζήτημα της θέσης του φάρου προκύπτει όχι ξεκάθαρο και προφανώς υπήρξαν μετατοπίσεις προκειμένου να βρίσκεται στο καταλληλότερο, για τη ναυσιπλοΐα , σημείο.

6. Γήση Παπαγεωργίου: «Ελληνικοί Πέτρινοι Φάροι», εκδόσεις Άμμος, 1996, σελ. 47.

7. Γήση Παπαγεωργίου οπ.π. σελ. 47.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου