Γρ. Καρταπάνης: Εδώδιμα στον Παπαδιαμάντη (Μέρος β΄)

γρ-καρταπάνης-εδώδιμα-στον-παπαδιαμά-227603

Συνεχίζουμε με τις αναφορές για πασχαλινά κόκκινα αυγά στις επιστολές.

Επίσης στην επιστολή αρ.71 (σελ.73) στις 22/4/1876, ο Παπαδιαμάντης ενημερώνει, με καθυστέρηση, όπως λέει, για την παραλαβή των κόκκινων αυγών του Πάσχα εκείνης της χρονιάς: «…Τα αυγά άτινα μοι απεστείλατε τα έλαβον την Δευτέραν της Διακαινησίμου και ελησμόνησα να σας γράψω, φαίνεται…».

Για κόκκινα αυγά γίνεται λόγος και στην πασχαλινή, σύντομη επιστολή του Ν. Θεοφιλάτου προς τον Παπαδιαμάντη (αρ.190, σελ 150, χωρίς ημερομηνία): «Αλέκο, Χριστός Ανέστη, πεινώ και τρώγω ωά, έλα να σε ίδω και φέρε και τον Τσάμην». Η επιστολή, σύμφωνα με την σειρά που δημοσιεύεται, πρέπει να αναφέρεται στο Πάσχα του 1898 ή του 1899 ή του 1900. Ο Ν. Θεοφιλάτος ήταν φίλος του Παπαδιαμάντη με σπίτι και ιδιωτική εκκλησία στην Παλλήνη (Χαρβάτι). (Αλληλογραφία, ευρετήριο ονομάτων σελ. 241).

ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ: ΛΑΪΚΕΣ ΚΑΙ…. ΓΚΟΥΡΜΕ ΓΕΥΣΕΙΣ

Διάφοροι θαλασσινοί μεζέδες μνημονεύονται κάμποσες φορές στις παπαδιαμαντικές επιστολές. Ως νηστίσιμα εδέσματα αποτελούσαν προτιμητέα, προσφιλή και γευστική επιλογή, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό. Συναντούμε πρωτίστως το αποξηραμένο χταπόδι, απαραίτητο μεζέ στις συχνές οινοποσίες και ουζοποσίες, που όπως είναι γνωστό αγαπούσε ιδιαίτερα ο Παπαδιαμάντης. Υπήρχε άλλωστε και η δυνατότητα αποστολής του από τη Σκιάθο. Πέρα από τις συνήθεις ευωχίες, η αυστηρή τήρηση των νηστειών, τόσο από τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη, όσο και από τους γύρω του, απαιτούσε την χρήση της συγκεκριμένης τροφής, που έπρεπε να υπάρχει σε συνεχή επάρκεια. Από τον πρώτο καιρό που βρέθηκε στην Αθήνα ο Παπαδιαμάντης συναναστρέφεται και με τον παπά – Γεράσιμο, εξαιρετικά ολιγογράμματο, τον οποίο «προγυμνάζει» έναντι κάποιας μικρής αμοιβής, ιδιαίτερα χρήσιμης για τα έξοδά του. Ο μοναχός–ιερέας επιζητά την εξεύρεση νηστήσιμων τροφών και ο «δάσκαλός» του Παπαδιαμάντης φροντίζει για την αποστολή ξηρού χταποδιού από το νησί του.

Στην υπ. αρ. 18 επιστολή (σελ.28-29) στις 21/11/1873, δύο μόλις μήνες μετά την μετάβαση του Παπαδιαμάντη στην Αθήνα, την οποία μνημονεύσαμε και νωρίτερα με τα κυδώνια και τα σύκα, δίνεται και η παραγγελία για λογαριασμό του πατέρα Γεράσιμου: «…Επί τέλους θα σας παρακαλέσω εκ μέρους του πάτερ Γεράσιμου εις τον οποίον κάμνω καθ΄ εκάστην μάθημα, να μας εύρητε ίσως μιαν ή μιαν και ημισείαν οκάν ξηρόν οχταπόδι, αν υπάρχη τοιούτον εκλεκτόν και να μας το στείλετε, διότι ο καλός πάτερ Γεράσιμος νηστεύων στεναχωρείται πολύ εις αυτόν τον τόπον την Σαρακοστήν. Αμέλει δε ότι θα μου το πληρώσει»

Η παραγγελία, μιας και στην Αθήνα φαίνεται πως ήταν δυσεύρετο ή κακής ποιότητας το ζητούμενο έδεσμα, επαναλαμβάνεται επαυξημένη και στην υπ.αρ. 19 επιστολή (σελ.29-30) στις 29/11/1873: «Επαναλαμβάνω δε την παράκλησιν μου να μας στείλετε έως 2 οκάδας ξηρού οκταποδιού χάριν του Πατρός Γερασίμου και της αγίας Τεσσαρακοστής. Και αν μεν εύρητε επιβάτην τινά δια τας Αθήνας, στείλατέ το με το παρόν ατμόπλοιον. Γράψατέ μας δε και το αντίτιμον αυτού».

Απαντώντας ο παπ-Αδαμάντιος στις 2/12/1873 (επιστολή αρ. 19α, σελ. 30) ενημερώνει για την αποστολή του χταποδιού. Η ποσότητα είναι λιγότερη από την ζητηθείσα γι’ αυτό και επιφυλάσσεται και για επόμενη αποστολή: «…Αποστέλω οκταπόδιον οκά 1.275 αντί δραχ. 6,75 με το κατόπιν, εάν εύρω, αποστέλω και έτερον…».

Το χταποδάκι του π. Γεράσιμου εξακολουθεί να απασχολεί την αλληλογραφία πατέρα και γιού. Στην υπ. αρ. 20 επιστολή (σελ. 31) στις 12/12/1873 ο Παπαδιαμάντης βεβαιώνει την παραλαβή του χταποδιού με τις ευχαριστίες του παραλήπτη: «Έλαβον την τελευταίαν επιστολήν Σας με τον άνθρωπον του βαποριού καθώς και τα οχταπόδι όπου σας είχα παραγγείλη και δια το οποίον ευχαριστήθη πολύ ο πάτερ Γεράσιμος. Σας εκφράζω τα ευχαριστήρια αυτού. Μου επλήρωσε δε και το αντίτιμον».

Απαντώντας ο παπ-Αδαμάντιος στις 16-12-1873 (επιστολή αρ.20α, σελ.31)κάνει λόγο για την έγκαιρη προμήθεια κι άλλου χταποδιού για την Μεγάλη Τεσσαρακοστή ώστε να μην ψάχνουν τελευταία στιγμή όπως συνέβη με το σαρανταήμερο των Χριστουγέννων: «…Δια την Μεγ. Τεσσαρακοστήν θα φροντίσω από τούδε οκταπόδιον. Άσπασον τον πάτερ Γεράσιμον…».

Κι ενώ αποτελεί βασικό θέμα η αποστολή «ξηρού οκταποδίου» σε αρκετές επιστολές, ξαφνικά ο Παπαδιαμάντης αναφέρει την αλλαγή της επιθυμίας του π. Γεράσιμου: «…ο πάτερ Γεράσιμος δεν θέλει πλέον άλλο χταπόδι, ώστε μη φροντίζετε» (επιστολή αρ. 21, σελ 32, 27/12/1873).

Ίσως υποκρύπτεται δυσαρέσκεια του π. Γεράσιμου για αυτή την μεταστροφή κι όπως φαίνεται στις επόμενες επιστολές δεν υπάρχει αναφορά του Παπαδιαμάντη για τον ίδιο ιερωμένο, οπότε ίσως επήλθε μεταξύ τους κάποια διάσταση για άγνωστο λόγο.

Αναφορά –η τελευταία –για παραλαβή χταποδιού υπάρχει στην υπ. αρ 93 επιστολή (σελ. 92) στις 17/2/1877, τρία και πλέον χρόνια μετά την προηγούμενη. Προφανώς ετούτο προορίζονταν για τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη που γράφει: «Παρά του κ. Ν.Ε. Κοκκίνου έλαβον την από 6 του παρόντος μηνός επιστολήν σας μετά των δύο νέων ελλ. Ταλλήρων και του οκταποδίου…» Ο Ν. Κόκκινος, κομιστής της επιστολής και του «οκταποδίου» αναφέρεται ως σκιαθίτης υποδηματοποιός και δημοτικός σύμβουλος. (Αλληλογραφία, ευρετήριο σελ. 242).

Εκτός από το αγαπημένο χταποδάκι συναντούμε και μια μοναδική αναφορά για τσίρους δηλ. λιαστά σκουμπριά συνήθως που επίσης αποτελούσαν εκλεκτό λαϊκό μεζέ για τη συνοδεία του τσίπουρου ή του κρασιού. Στην επιστολή 113 (σελ. 105) στις 5/6/1878 ο Παπαδιαμάντης παραπονιέται πως υπήρχε έλλειψη στην Αθήνα, υπονοώντας προφανώς αποστολή από τη Σκιάθο. Η γραφή του είναι σύντομη: «Τσίρους δεν έφεραν εφέτος εις Αθήνας». Εκείνο τον καιρό είχε μεταβεί στην Αθήνα για λόγους υγείας η μητέρα του Παπαδιαμάντη όπως επισημαίνεται στις επιστολές 112 και 113.

Εκτός από τους συνηθισμένους, λαϊκούς, θαλασσινούς μεζέδες που προαναφέραμε (χταπόδι, τσίρο) στις παπαδιαμαντικές επιστολές συναντούμε και πιο «γκουρμέ» γεύσεις. Άλλωστε στη Σκιάθο υπήρχε υπερεπάρκεια αλιευμάτων, οπότε η αποστολή τους στην Αθήνα θεωρούνταν συνηθισμένη, ακόμη και για πιο εκλεκτά εδέσματα.

Στο περιθώριο της υπ. αρ. 96 επιστολής (σελ. 93-94) στις 12/5/1877 του Παπαδιαμάντη, σημειώνει, όπως συνήθιζε πάντοτε ο πατέρας του: «…Την 15 Μαΐου τω εστείλαμεν δια του Ιω. Δουλίδου εν δεκάδραχμον και πέντε αστακοουράς. Κυριακή». Στην απάντησή του ο Παπαδιαμάντης βεβαιώνει την παραλαβή: «Την από 15 Μαΐου επιστολήν σας έλαβον μετά του εν αυτή δεκάδραχμου και των εξ αστακοουρών…». (Επιστολή 97, σελ. 94, 26/5/1877).

Ο αστακός, εκείνα τα χρόνια δεν θεωρούνταν βέβαια τρόφιμο πολυτελείας όπως σήμερα μιας και υπήρχε υπερεπάρκεια του αλιεύματος. Προφανώς το καθαρισμένο ψαχνό τμήμα του οστρακόδερμου υπόκειτο σε κάποια διαδικασία ώστε να διατηρείται επί μακρόν. Ο κομιστής Ιω. Δουλίδης ήταν βουλευτής Σκοπέλου (Αλληλογραφία, ευρετήριο σελ. 240).

Στις επιστολές του Παπαδιαμάντη συναντούμε αναφορές και για πιο εκλεκτά θαλασσινά εδέσματα. Στην επιστολή αρ. 119 (σελ. 108) στις 28/9/1878 γίνεται λόγος για αυγοτάραχο που στάλθηκε από την Σκιάθο, μόνο που δεν ήταν για τον ίδιο. Προοριζόταν ως φίλεμα στον κ. Ιω. Χαραλάμπη, υπάλληλο Υπουργείου που φρόντισε τη μητέρα του Παπαδιαμάντη, όταν αυτή μετέβη, για λόγους υγείας στην Αθήνα από τις 17/5 έως τις 7/6, όπως αναφέρεται στις επιστολές 112 και 113. Να τι αναφέρεται σχετικά: «Έλαβον την από 17 του ήδη φθίνοντος επιστολήν σας μετά των τσοραπίων καθώς και του αυγοτάραχου δια του Αλέκου Μωραϊτου. Το αυγοτάραχον το εφίλευσα εις τον κ. Ιω. Χαραλάμπην, εις ον είμεθα υποχρεωμένοι από της εποχής της ελεύσεως της μητρός μου εις Αθήνας…».

Δεν είναι ξεκάθαρο, στο κείμενο της επιστολής αν το σταλμένο αυγοτάραχο προοριζόταν εξαρχής για τον κ. Χαραλάμπη, ή για τον ίδιον τον Παπαδιαμάντη που με δική του πρωτοβουλία το προσέφερε ως δώρο αφού υπήρχε υποχρέωση.

Εκτός από τις αστακοουρές και το αυγοτάραχο συναντούμε στα γράμματα του Παπαδιαμάντη ακόμη και χαβιάρι. Μόνο που το εκλεκτό έδεσμα ακολουθεί αντίθετη διαδρομή, δηλαδή από την Αθήνα προς τη Σκιάθο.

Στην επιστολή αρ. 160 (σελ. 135) στις 29/12/1889, όπου ο συγγραφέας εκφράζει και την επιθυμία επιστροφής του στη Σκιάθο αφού έχει να πάει από το 1881, σημειώνει κατά την προσφιλή του συνήθεια ο παραλήπτης πατέρας του και αυτό: «…την 27Ιανουαρίου 1890 τω έγραψα ότι ελάβομεν δρ. 30 δια να τας δώση εις την Σεραϊνώ και προς χαβιάρι…». Δηλαδή επρόκειτο για παραγγελία αγοράς την οποία και εξετέλεσε ο Παπαδιαμάντης όπως φαίνεται στην επόμενη επιστολή (αρ.161, σελ. 135, 9/2/1890), μόνο που καθυστέρησε η αποστολή της στο νησί: «…Ο Νικολάκης δεν ημπόρεσε να εύρη μέσον να στείλη το χαβιάρι με αυτό το ατμόπλοιον και δεν ευκαιρεί να καταβή εις Πειραιάν. Την άλλην εβδομάδα όμως, εάν δεν εύρη ενταύθα μέσον, θα τον υποχρεώσω να καταβή εις Πειραιά και να το στείλη εξ άπαντος…».

Στην ίδια επιστολή σημειώνει ανάμεσα στα άλλα, όπως συνήθιζε ο παραλήπτης παπ. Αδαμάντιος και τούτο: «Ελήφθη και το χαυγιάρη».

Δυστυχώς δεν μας παρέχονται, μέσω των επιστολών κάποιες πρόσθετες πληροφορίες για την παραγγελία ενός εκλεκτού και βέβαια ακριβού-γκουρμέ θα λέγαμε σήμερα-εδέσματος.

***

Επιχειρώντας κάποιες χρονικές επισημάνσεις στις μνημονευόμενες επιστολές διαπιστώνεται άμεσα πως όλες σχεδόν «περιορίζονται» στα πρώτα χρόνια διαμονής του Παπαδιαμάντη στην Αθήνα. Από τον πρώτο καιρό που εγκαταστάθηκε εκεί για τις σπουδές του (Οκτώβριος 1873) ως το Σεπτέμβριο του 1878. Από το τελευταίο όριο ξεφεύγουν μόνο η επιστολή Ν. Θεοφιλάτου κι εκείνες με το χαβιάρι. Δηλαδή οι παροχές τροφίμων πραγματοποιούνταν όταν ακόμη ο νεαρός σκιαθίτης εξαρτιόνταν οικονομικά από την οικογένειά του, όπως άλλωστε και οι αποστολές χρημάτων κι ενδυμάτων που τόσο είχε ανάγκη. Αργότερα όταν αυτονομήθηκε επαγγελματικά ο Παπαδιαμάντης οι λήψεις φαγώσιμων απουσιάζουν από την αλληλογραφία. Βέβαια, με την πάροδο του χρόνου και τη συγγραφική του καταξίωση η θεματολογία των επιστολών διαφοροποιείται.

Αυτά τα ολίγα περί εδωδίμων στις επιστολές του Παπαδιαμάντη. Απομένει να επισημάνουμε εκείνα τα λιγοστά σημεία που μνημονεύουν φαγοπότια και οινοποσίες, σε κάποιο άλλο σημείωμα μας βέβαια.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου