Γρ. Καρταπάνης: Κανονισμός Λιμένος 1923

γρ-καρταπάνης-κανονισμός-λιμένος-1923-398765

Κανονισμός λιμένος ονομάζεται το σύνολο των διατάξεων που καθορίζουν, σε όλους τους τομείς, την ομαλή λειτουργία των λιμανιών. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως για να λειτουργήσει εύρυθμα ένας τέτοιος χώρος, με τα κάθε λογής προβλήματα που ανακύπτουν από τη συνεχή κίνηση πλοίων, εμπορευμάτων και κόσμου, απαιτείται ένα κατάλληλο πλέγμα ρυθμίσεων και διατάξεων, ώστε να καλύπτονται πλήρως οι ανάγκες. Από τη σύσταση σχεδόν του νέου ελληνικού κράτους, βλέπουμε τη νομοθετική ρύθμιση και προς αυτή τη κατεύθυνση, με το Βασιλικό διάταγμα της 4 / 1 / 1833 (Φ.Ε.Κ. 4), «Περί λιμενικών αρχών» με το οποίο οι τοπικές Λιμενικές αρχές μπορούσαν να εκδίδουν αστυνομικής φύσεως διατάξεις. Αργότερα υπήρξαν και άλλοι νόμοι, όπως ο ΡΚΘ΄, του 1865, «Περί λιμένων και φάρων», με δικαίωμα επιβολής φόρου στα διακινούμενα εμπορεύματα και τα έσοδα να χρησιμοποιούνται για λιμενικά έργα. Ετούτος ο νόμος αντικαταστάθηκε με τον ν. 2406 του 1920, «Περί λιμένων και λιμενικών ταμείων».

Αφορούν βέβαια οι νόμοι αυτοί καθαρά οικονομικά μέτρα, ώστε οι κατά τόπους διαχειριστικοί φορείς των λιμανιών να αποκτήσουν πόρους για την εκτέλεση έργων βελτίωσης. Σε ό,τι αφορά όμως τις αστυνομικές λιμενικές αρχές και τις εκδιδόμενες απ’ αυτές διατάξεις έρχεται ο ν. 3030 της 10/8/1922 (Φ.Ε.Κ. 156), όπου με το άρθρο 17 τους δίνεται το δικαίωμα της επιβολής προστίμων στους παραβάτες και όλοι οι Κανονισμοί Λιμένος βασίζονται πλέον σ’ αυτόν. Με τον ν. 3030 τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν ανάλογοι προηγούμενοι νόμοι, όπως ο ν. 2499 του 1920 και ο ν. 2657 του 1921, ώστε να υπάρχει η καλύτερη δυνατή νομοθετική κάλυψη στις απαιτήσεις της εποχής.

Οι Κανονισμοί Λιμένος συντάσσονταν και εκδίδονταν από τις οικείες Λιμενικές αρχές, με σύμφωνη γνωμοδότηση του Νομάρχη και εγκρίνονταν από το αρμόδιο προϊστάμενο υπουργείο. Απαιτούνταν, όπως και σήμερα, η δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον περιέχουν διατάξεις με ισχύ νόμου. Σήμερα οι Κανονισμοί Λιμένος διακρίνονται σε γενικούς, που εκδίδονται από τον αρχηγό του Λιμενικού Σώματος (με διατάξεις κοινές για όλα τα λιμάνια) και σε ειδικούς που περιλαμβάνουν ρυθμίσεις σχετικές με τις ιδιάζουσες συνθήκες κάθε τόπου και συντάσσονται από τις κατά τόπους λιμενικές αρχές, για να ακολουθήσει η έγκριση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και η δημοσίευσή τους στο Φ.Ε.Κ.

Στο βιβλίο «Λιμενομία» του Υποναυάρχου (ε.α) Λ.Σ. κ. Άγγελου Αργυρακόπουλου καταγράφεται η σχετική νομοθεσία με εξαντλητικό τρόπο. Όπως φανερώνει ο τίτλος του, αλλά και η πληθώρα των υπότιτλων του εξωφύλλου, πραγματεύεται ό,τι αφορά τους Κανονισμούς Λιμένος και όλα τα συναφή θέματα της ναυτιλιακής νομοθεσίας, αποτελώντας ένα πραγματικά πολύτιμο βοήθημα – τεράστιο σε όγκο, 840 σελίδων μεγάλου μεγέθους. Καταθέτοντας ο συγγραφέας, μια μικρή ιστορική αναδρομή, στην εισαγωγή του πονήματός του -από όπου αντλούμε τις πληροφορίες μας- σημειώνει πως ο πρώτος Κανονισμός Λιμένος που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 17 του ν. 3030, είναι εκείνος του Πειραιά στις 16/8/1925. Φαίνεται λογικό να διαθέτει την πρωτοπορία και στον τομέα της ευνομίας το πρώτο λιμάνι της χώρας μας. Αλλά ένα ταπεινό φυλλάδιο (από το Αρχείο του ναυπηγείου στα Πευκάκια Βόλου) διαφοροποιεί τα πράγματα. Πρόκειται για τον Κανονισμό Λιμένος του Βόλου ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από το Απρίλιο του 1923, εναρμονισμένος στο αρ. 17 του ν. 3030 και προηγείται κατά μία και πλέον διετία του αντίστοιχου του Πειραιά. Το 16σέλιδο φυλλάδιο (διαστ. 19,5 χ 15 εκ) έχει τυπωθεί στο γνωστό κατάστημα Κ. Παρασκευοπούλου στον Βόλο και στην πρώτη σελίδα του, εν είδει εξωφύλλου, αναγράφεται στο μέσον ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ και ακριβώς από κάτω: 1923. Στο άνω αριστερό μέρος υπάρχει η ένδειξη: Λιμεναρχείον Βόλου και κάτω-κάτω το όνομα του εκδότη. Επισυνάπτονται στο φυλλάδιο: α. Ένα σχεδιάγραμμα του λιμανιού με τις θέσεις αγκυροβολίας και β. Μιά πρόσθετη διάταξη σε δακτυλόγραφο, σε ξεχωριστό φύλλο που επισυνάπτεται μετά την τελευταία σελίδα.

Στη δεύτερη σελίδα βρίσκονται τυπωμένες οι εγκρίσεις του αρμόδιου Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (εκεί υπάγονταν τότε η Διεύθυνση Εμπορικού Ναυτικού και το Τμήμα Λιμένων και Ακτών, κατά την οργάνωση της εποχής), τόσο του κυρίως κανονισμού (5/4/1923), όσο και του συμπληρωματικού ειδικού κανονισμού της 16ης σελίδας (24/7/1923). Ακολούθως (σελ. 3) περιέχεται το αρ. 17 του ν. 3030, πάνω στο οποίο στηρίζονται οι νέες διατάξεις και στις 8 παραγράφους του επεξηγούνται όλα τα επιμέρους ζητήματα και τα επιβαλλόμενα πρόστιμα. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στο σημείο που αναφέρει για τα έσοδα από την επιβολή προστίμων, τα οποία «περιέχονται δε κατά το ήμισυ αυτών εις το Δημόσιον, κατά το δε έτερον ήμισυ αυτών στο οικείον λιμενικόν ταμείον». Με αυτό το τρόπο αποκτούν και άλλους πόρους οι φορείς διαχείρισης των λιμανιών, δηλαδή τα Λιμενικά Ταμεία.

Από την 4η σελίδα αρχίζει το κείμενο του Κανονισμού με τα «εισαγωγικά»: «Εν Βόλω σήμερον την 14 του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 1923, ημείς ο Επιλιμενάρχης Γ΄ Σπυρίδων Παγώνης, Λιμενάρχης Βόλου έχοντες υπόψιν…κανονίζομεν τα της κινήσεως, της ασφαλείας, της υγείας, της τηρήσεως της τάξεως και της εργασίας του Λιμένος Βόλου ως εξής…». Ακολουθεί η «Περιγραφή Λιμένος», με το γεωγραφικό στίγμα του, τη χωρητικότητά του, το βάθος του, την προστασία από τους καιρούς και όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία. Ξεχωριστά αναφέρονται τα «μέσα φορτοεκφορτώσεως» (φορτηγίδες, υδροφόρες, ρυμουλκά -δεν υπήρχε κανένα- βαρούλκα, γερανοί και γαιανθρακαποθήκες ), ενώ μαθαίνουμε πως το αναγνωρισμένο σωματείο των λιμενεργατών αριθμούσε περί τα 78 άτομα.

Στο πρώτο άρθρο γίνεται λόγος για την κίνηση και την στάθμευση των πλοίων, σε έξι παραγράφους όπου καθορίζονται όλες οι υποχρεώσεις και οι απαγορεύσεις. Το δεύτερο άρθρο (σελ. 5) τιτλοφορείται «Διάταξις αγκυροβολίας» και παραπέμπει στο σχεδιάγραμμα του λιμανιού που αναφέραμε και το οποίο επισυνάπτεται εκτός κειμένου μεταξύ των σελίδων 8 και 9. Σχετίζεται επίσης άμεσα και με τις διευκρινήσεις των σελ. 13 -16 όπως θα δούμε πιο κάτω. Περίπου στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το τρίτο άρθρο, με υποδείξεις για την ασφαλή «πρυμνηοδέτησιν» των καραβιών, τόσο σε ομαλές συνθήκες, όσο και σε εκδήλωση κακοκαιρίας. Το επόμενο (4ο) ενημερώνει για τα «πυρά και φώτα αγκυροβολημένων πλοίων» και το πέμπτο για τα «φώτα ρυμουλκών, ατμακάτων και λέμβων εργαζομένων εν τω λιμένι». Ως εδώ, θαρρώ πως ολοκληρώνεται η πρώτη ενότητα που σχετίζεται με ό,τι αφορά τη στάθμευση, την αγκυροβολία και τη σήμανση των ελλιμενιζόμενων σκαφών. Τα επόμενα δύο άρθρα (6ο και 7ο) ασχολούνται με τους κανόνες της φορτωεκφόρτωσης εμπορευμάτων – μάλιστα το δεύτερο περιέχει ειδικές διατάξεις για τις εκρηκτικές και εύφλεκτες ύλες που παρουσιάζουν σοβαρό βαθμό επικινδυνότητας. Ενδιαφέρουσα η περιγραφή, δοσμένη με τον τρόπο της εποχής. Ας σταθούμε μόνο στο σημείο που στοχεύει στην ευπρέπεια του λιμανιού. Επιβάλλεται η άμεση μεταφορά των εμπορευμάτων, να μην παραμένουν επί μακρόν στους χώρους του λιμανιού και κατά την παραμονή τους στο μουράγιο, δεν πρέπει να παρεμποδίζεται η «ελευθέρα κυκλοφορία». «Ευταξία και καθαριότητα λιμένος» επιγράφεται το 8ο άρθρο με ανάλογες οδηγίες, γιατί όπως φαίνεται ανέκαθεν υπήρχε η σχετική τάση για παρεκτροπή. Ακόμη απαγορεύονται οι φωνασκίες, οι άσεμνες φράσεις, οι βλασφημίες των Θείων και η διατάραξη της κοινής ησυχίας, από τους ευρισκόμενους στο χώρο του λιμανιού. Στις υποχρεώσεις των λεμβούχων και των αλιέων στοχεύει το επόμενο άρθρο. Το ενδιαφέρον είναι πως οι παράκτιοι αλιείς, προκειμένου να βγουν για ψάρεμα, έπρεπε να πάρουν άδεια από το Λιμεναρχείο, με 24ωρη ισχύ. Το ολιγόγραμμο 10ο άρθρο επισημαίνει την υποχρεωτική ύψωση της σημαίας «κατά τας Κυριακάς και άλλας επισήμους εορτάς».

Ας έρθουμε και στα πιο ιλαρά, μιας και οι εποχές υιοθετούσαν άλλες αντιλήψεις. Το 11ο άρθρο αναφέρεται στα θαλάσσια λουτρά, με αυστηρές διατάξεις που είχαν να κάνουν και με τη χρηστοήθεια των καιρών, πέρα απο τους κανόνες περί υγιεινής και ευπρεπούς συμπεριφοράς. Τα μπάνια απαγορεύονταν αυστηρά εντός του λιμένος και γενικά εκτός της θεσμοθετημένης, για το σκοπό αυτό, παραλίας του Αναύρου, με τις χαρακτηριστικές καμπίνες που βλέπουμε στις παλιές φωτογραφίες. Επίσης απαγορεύονταν μεταξύ των άλλων: «Εις τους άρρενας να λαμβάνωσιν λουτρά, εις τα λουτρά των γυναικών και τανάπαλιν», όπως και «το αποπατίζειν εντός των λουτρώνων». Και για να σοβαρευτούμε πάλι φθάνουμε στο τελευταίο 12ο άρθρο με τις επιβαλλόμενες πειθαρχικές ποινές στους παραβάτες.

Στη συνέχεια ακολουθεί ο αναλυτικός καθορισμός των αγκυροβολίων μέσα στο λιμάνι, ανάλογα με το είδος των σκαφών και τις εργασίες που επιτελούνταν, σε σχέση με το άρθρο 2 και όπως διαφαίνεται στο επισυναπτόμενο λιμενικό σχεδιάγραμμα. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ο ακριβής και λεπτομερής καταμερισμός, ώστε να μην εμπλέκονται οι δραστηριότητες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις θέσεις με αριθμούς 32 -33 που αφορούν το αγκυροβόλιο του Αγίου Κωνσταντίνου και τα εκεί ναυπηγεία («προσόρμησις ιστιοφόρων και φορτηγίδων προς επισκευήν») αλλά και τον αρ. 34, «Νεώρειον Παγασαί», με αναφορά στον γνωστό ταρσανά, όπου αποκλειστικά εκτελούνταν εργασίες σε σκάφη κι επιτρέπονταν η «άναψις φωτιάς», σύμφωνα και με την παρ. 2 του αρ. 4.

Ακολουθεί «συμπληρωματικός ειδικός κανονισμός» με ένα άρθρο, που αφορά τον τρόπο της εργασιακής συμπεριφοράς στο χώρο του λιμένος. Σε τούτον προστίθεται και η «αστυνομική του λιμένος διάταξις» (19/9/25) που επισυνάπτεται δακτυλογραφημένη στο τέλος του φυλλαδίου. Το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» που προηγείται, μας θυμίζει ότι βρισκόμαστε στον καιρό της Δικτατορίας Πάγκαλου.

Το ενδιαφέρον κείμενο του Κανονισμού Λιμένος Βόλου του 1923, με την απλότητά του και τις ευάριθμες διατάξεις του καταδείχνει τη χαώδη διαφορά με την σημερινή πολυπλοκότητα των νόμων. Ο σημερινός Κ.Λ. που ισχύει από το 1978 περιλαμβάνει 300 άρθρα σε ένα σύνολο 40 πυκνογραμμένων σελίδων της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Το λιμάνι του Βόλου διέθετε πάντως τα χρόνια εκείνα, ένα σύγχρονο κανονισμό, εναρμονισμένο στη νέα νομοθετική διάταξη, δείγμα της πρωτοπορίας που διέκρινε πάντοτε την περιοχή μας, χάρη και στο ενδιαφέρον των αρμοδίων. Ας μην ξεχνάμε πως αμέσως μετά την απελευθέρωση το 1881 συστήθηκε Λιμενική Επιτροπή ως διαχειριστικός φορέας ενός αναπτυσσόμενου, με ραγδαίους ρυθμούς, λιμανιού, για να ακολουθήσουν τα λιμενικά έργα στις επόμενες δεκαετίες. Το γεγονός πως το κείμενο αυτό του 1923, προηγείται του αντίστοιχου του Πειραιά αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τα παραπάνω.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου