Γρ. Καρταπάνης: Ναυτικές επιχειρήσεις στον Παγασητικό κατά την Επανάσταση του 1821

γρ-καρταπάνης-ναυτικές-επιχειρήσεις-518447

Η Επανάσταση του 1821 δεν θα αργούσε να ξεσπάσει και στη Θεσσαλομαγνησία. Αφότου ξεκίνησε στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα. Μυημένος στην Φιλική Εταιρεία από το 1817, ο Μηλιώτης κληρικός Άνθιμος Γαζής (με σημαντική θέση στην ιεραρχία και στενός συνεργάτης του Ξάνθου και του Τσακάλωφ) προετοίμασε και οργάνωσε την επικείμενη εξέγερση, έχοντας συμπαραστάτες σε πολλά χωριά του Πηλίου. Το πρώτο μήνυμα δόθηκε τη βραδιά της Ανάστασης, όταν ακούστηκε το σύνθημα «Και η Ελλάς Ανέστη», μαζί με την αναφώνηση του «Χριστός Ανέστη», κάτι που λειτούργησε και ως σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης, με την προθυμία που θα έδειχνε ο κόσμος για παλλαϊκή συμμετοχή. Πράγματι, μόλις εισήλθαν στον Παγασητικό τα Ελληνικά πολεμικά, όπως είχε συνεννοηθεί ο Γαζής, στις 5 και 6 Μάιου, κήρυξε μια μέρα αργότερα (7/5) επισήμως την επανάσταση.

Η μοίρα του στόλου κατέπλευσε αρχικά, στην παραλία μάλλον της Γατζέας και αποτελούνταν, όπως μας πληροφορεί στη ημερολόγιό του ο Αν. Τσαμαδός , από τα Υδρέικα «Αλέξανδρος» ,με κυβερνήτη τον ίδιο και το σκάφος του Λαζ. Παπαμανώλη και από τα Σπετσώτικα, του Ιω. Κυριακού και του Ι.Γ. Κούτση, αφού προηγουμένως ενώθηκαν μαζί τους και τρία Τρικεριώτικα καράβια. Γιατί είναι γνωστό πως υπήρχαν και τοπικές ναυτικές δυνάμεις από τα Μιτζελιώτικα και Τρικεριώτικα πλεούμενα με αξιόλογους καπεταναίους, όπως ήταν οι Καλαμιδαίοι, ο Κουτμάνης, ο Χατζηλεμονής και άλλοι. Τα ένοπλα επαναστατικά σώματα διαφόρων Πηλιορειτών οπλαρχηγών (Μπασδέκης, Μοσχοβάκης, Γριζάνος, Ζορμπάς κ.α.) χτύπησαν το Κάστρο του Βόλου, με ταυτόχρονη προσβολή και από τα πλοία. Δυστυχώς η έλλειψη συντονισμού, αλλά και εμπειρίας για ανάλογες εμπλοκές, δεν έφερε το ποθητό αποτέλεσμα για τους επαναστάτες, παρότι ο Σπετσιώτης Ι. Κυριακός έβγαλε στη στεριά τα κανόνια του καραβιού του για στενότερη πολιορκία.

Σε τούτη την αποτυχία συνέτεινε και το γεγονός ότι τα κανόνια των Ελληνικών πολεμικών δεν ήταν ιδιαίτερης ισχύος και από απόσταση δεν προκαλούσαν ζημιές, παρά την ευστοχία τους. Έτσι λύθηκε άδοξα η πολιορκία και παρά την πρόσκαιρη κατάληψη στη συνέχεια, του Βελεστίνου και του Αγ. Γεωργίου, η επίθεση του Δράμαλη με χιλιάδες στρατό από τη Λάρισα, ανάγκασε τους επαναστάτες να οπισθοχωρήσουν στο Πήλιο. Η Θεσσαλία, ατυχώς, δεν διέθετε το πολυμορφικό ορεινό ανάγλυφο της Πελοποννήσου και της Ρούμελης, όπου εύκολα αναπτύσσονταν ανορθόδοξος ανταρτοπόλεμος και μόνο η περιοχή του Πηλίου προσφέρονταν για κάτι τέτοιο. Μα και πάλι τα ένοπλα σώματα δεν είχαν την απαραίτητη συνοχή και εμπειρία και επιπλέον στη Λάρισα έδρευαν πολυάριθμες τουρκικές δυνάμεις.

Ακόμη η αποχώρηση των πλοίων που συνεπικουρούσαν την προσπάθεια, υπήρξε μάλλον βιαστική στις 11/5, δίχως να προσφέρουν κάτι περισσότερο στον αγώνα. Όπως είναι γνωστό σύντομα η επανάσταση εξέπνευσε, με τους Τούρκους να προβαίνουν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που συνοδεύονταν με σφαγές και λεηλασίες σε ολόκληρη την περιοχή. Οι επαναστάτες διασκορπίστηκαν προς τις νότιες εσχατιές της Μαγνησίας και οι περισσότεροι διεκπεραιώθηκαν στη Σκιάθο και τη Σκόπελο. Κάπως έτσι άδοξα έληξε η πρώτη φάση της επανάστασης στο Πήλιο.

Κάποιες σκέψεις για βίαιο είσπλου στον Παγασητικό ,το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, από αγωνιστές που βρίσκονταν στη Σκόπελο, δεν υλοποιούνται. Από τις αρχές του 1822 όμως, παρατηρείται μια κινητικότητα στην περιοχή του Τισαίου με τα επαναστατικά σώματα να επανακάμπτουν από τα νησιά, ενώ παράλληλα προς το καλοκαίρι, καταφτάνει από την Μακεδονία το εμπειροπόλεμο ασκέρι του Γέρο-Καρατάσου και το κίνημα ξαναφουντώνει. Οι Έλληνες διαθέτουν και καράβια με τα οποία ελέγχουν το δίαυλο του Τρίκερι και της Σκιάθου, αλλά επιχειρούν και καταδρομές μέσα και έξω από τον Παγασητικό. Μάλιστα οι Τρικεριώτες καπεταναίοι που εκτελούσαν νηοψίες, κάπου το παράκαναν , γιατί διατάσσεται χαλάρωση του μέτρου, όσον αφορά τα Ελληνικά εμπορικά καράβια. Επειδή η κατάσταση γίνονταν όλο και πιο ανησυχητική , οι Τούρκοι αποφάσισαν να στείλουν στρατό με τον Κιουταχή, για να καταστείλει την δράση των επαναστατών.

Ήδη από τις αρχές του 1823 τα πράγματα είχαν σοβαρέψει, τα ένοπλα σώματα είχαν ενισχυθεί και παρατηρούνταν μια έντονη δραστηριότητα στο Νότιο Παγασητικό. Στρατοπεδευμένοι οι αγωνιστές του Καρατάσου και των ντόπιων οπλαρχηγών στα νησιά Τρίκερι και Αλατά, πραγματοποιούσαν επιθέσεις με πλεούμενα σε διάφορες ακρογιαλιές, φθάνοντας μάλιστα ως τα Λεχώνια και την Αργαλαστή. Επίθεση των τούρκων στον Αλατά, στις 14 Μαρτίου 1823 καταλήγει σε ήττα και σφαγή τους από τους Θεσσαλομακεδόνες μαχητές. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Κιουταχή επεκτάθηκαν σε ολόκληρο το Πήλιο, για να καταλήξει στο Λεφόκαστρο και τη Μηλίνα, περιορίζοντας τους Έλληνες στην περιοχή του Τισαίου. Ένα τμήμα του στρατού του με τον Αλιόπασα έφθασε στο Προμίρι, όπου κατέσφαξε τους κατοίκους και αιχμαλώτισε πολλούς, παραδίδοντας το χωριό στις φλόγες. Η αντίδραση υπήρξε άμεση. Ελληνικά πλεούμενα, με το σώμα του Ζορμπά αλλά και άλλους μαχητές, κατέπλευσαν στη Γατζέα για να προλάβουν τον Αλιόπασα που γυρνούσε μετά την καταστροφή του Προμυριού.

Στη μάχη που ακολούθησε οι τούρκοι νικήθηκαν και μάλιστα σκοτώθηκε και ο ίδιος ο αρχηγός τους, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβαν να διασώσουν τους αιχμαλώτους που είχαν περάσει νωρίτερα (19 Μάιου). Στη συνέχεια ο Κιουταχής εξαπέλυσε μεγάλη επίθεση στο Ελληνικό στρατόπεδο, ανάμεσα στη Μηλίνα και το Τρίκερι,(ενώ νωρίτερα είχε ξαναποτύχει στον Αλατά στις 14/5 ) για να σημειωθεί η σπουδαιότερη μάχη της περιόδου, στη θέση Παναγιά και η οποία τελείωσε με νίκη των επαναστατών. Οι συμπλοκές εξακολούθησαν και τους επόμενους μήνες, αν και άρχισαν διαπραγματεύσεις για αμοιβαία απεμπλοκή, μιας και η κατάσταση των Ελλήνων μαχητών ήταν απελπιστική από την έλλειψη εφοδίων και ενισχύσεων. Τελικά γύρω στα μέσα Αυγούστου και οι τελευταίοι αγωνιστές διεκπεραιώθηκαν ξανά στις Β. Σποράδες.

………….

Η ναυτική παρουσία στην περιοχή, όμως, δεν εξέλιπε εντελώς. Έγγραφο της 2ας Ιουλίου 1823 αναφέρει για την αποστολή Ψαριανών πολεμικών, ώστε να επιτηρείται ο δίαυλος της Σκιάθου και του Τρίκερι, και να εμποδίζεται η διακίνηση εφοδίων από πλευράς των τούρκων.Ο Βόλος θεωρούνταν βασικό κέντρο τέτοιων αποστολών, από την στρατιωτική διοίκηση της Λάρισας προς τα στρατεύματα που πολεμούσαν στη Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια ,οπότε ο αποκλεισμός του κόρφου αποτελούσε πρωταρχικής σημασίας ενέργεια για το Υπουργείο των Ναυτικών. Παρά την εξάλειψη κάθε χερσαίας δραστηριότητας οι ναυτικοί αποκλεισμοί συνεχίζονταν και μάλιστα το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου κατέπλευσε ο Μιαούλης στον Παγασητικό, αφού προηγουμένως είχε συνάψει ναυμαχία, με επιτυχή κατάληξη, στο δίαυλο Σκιάθου – Εύβοιας – Τρίκερι. Λέγεται δε, ότι στις επιχειρήσεις αυτές συμμετείχε και η Μαντώ Μαυρογένους , όταν τα Ελληνικά πλοία έφτασαν ως τον Αλατά. Με αφορμή την απροθυμία των Τρικεριωτών να συμβάλουν ξανά στον αγώνα, αλλά και την είσοδο στον Παγασητικό κάποιων τουρκικών σκαφών, λόγω ελλιπούς φύλαξης ,τα Υδραιοσπετσιώτικα καράβια «επιτάξαν» και πήραν μαζί τους τέσσερα Τρικεριώτικα (των Λιάτσικου, Βρυνιώτη, Κ. Γεωργίου και Δ. Γιάννη) μαζί με κάποια άλλα μικρότερα, ενώ παρατηρήθηκαν και φαινόμενα ληστοπειρατικών επιδρομών στα παράλια της περιοχής, προφανώς για εξεύρεση τροφο-εφοδίων. Ανάμεσα στους Τρικεριώτες που ξεχώρισαν για την προσφορά τους στον αγώνα (όπως με πληροφόρησε ο Κ. Πατρίκος ) υπήρξαν ο Ευστ. Κουτμάνης και ο Αγγ. Χατζηλεμονής που επιχειρούσαν αποτελεσματικά μπλόκα στην είσοδο του κόλπου. Τα τουρκικά πλοία που είχαν εισπλεύσει στο λιμάνι του Βόλου αποτέλεσαν αντικείμενο επίθεσης από Ψαριανά πολεμικά και ένα πυρπολικό το Δεκέμβριο του 1823, αλλά δυστυχώς η προσπάθεια υπήρξε ανεπιτυχής, όπως και άλλη μία λίγο αργότερα.

Νέες επιχειρήσεις στον Παγασητικό σημειώθηκαν τον Ιούνιο του 1825.Επτά πλοία πραγματοποίησαν αποκλεισμό για μερικούς μήνες, δίχως να συμβεί κάποιο αξιόλογο περιστατικό.

Το σημαντικότερο ναυτικό γεγονός στην περίοδο που εξετάζουμε, υπήρξε αναμφίβολα η ναυμαχία του Βόλου στις 8/4/1827 με τη συμμετοχή της ατμοκορβέτας Καρτερία, επικεφαλής άλλων πέντε πολεμικών, όπου κανονιοβόλισαν το Κάστρο, προκαλώντας μεγάλο πανικό στους Τούρκους, αλλά δυστυχώς η επιτυχής καταδρομή δεν είχε ανάλογη συνέχεια. Βέβαια κυρίευσαν και πυρπόλησαν τα Ελληνικά πλοία τούρκικα φορτηγά καράβια έμφορτα με εφόδια, στο Βόλο και το Τρίκερι.

Η αποβίβαση ένοπλων σωμάτων στο Τρίκερι το Νοέμβριο του 1827, υποστηρίχτηκε από δύναμη του στόλου, συντελώντας στη βύθιση της γολέτας του Ταχίρ Πασά, τοπικού διοικητή. Πέρα από αυτό όμως δεν σημειώθηκε κάτι αξιόλογο και οι δυνάμεις αποχώρησαν, δίχως να υπάρξει διάθεση για επανέναρξη του αγώνα. Η τελευταία παρουσία Ελληνικών πλοίων στη περιοχή μας παρατηρείται το καλοκαίρι του 1828 με τον γνωστό Ψαριανό ναυμάχο, Παπανικολή να περιπολεί στο μπουγάζι , εξακολουθώντας τον αποκλεισμό του Βόλου, δίχως να λείψουν και οι μικροσυμπλοκές με τον εχθρό (20/6).

Σε όλη τη διάρκεια του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα δεν καταγράφονται στην περιοχή μας ένδοξες στιγμές δράσης, μιας και βρίσκονταν αλλού το κεντρικό θέατρο της αντιπαράθεσης στη θάλασσα. Φαίνεται όμως η θετική παρουσία του στόλου, σε κινήσεις αποκλεισμού και καταδρομικών επιχειρήσεων μικρής κλίμακας, σε συνεργασία με τα επαναστατικά σώματα στον Παγασητικό.

Έχουν θαρρώ το ενδιαφέρον τους και τούτες οι λανθάνουσες πτυχές της τοπικής, ναυτικής ιστορίας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου