Γρηγόρης Καρταπάνης: Προσπάθειες διάσωσης της ναυπηγικής παράδοσης

γρηγόρης-καρταπάνης-προσπάθειες-διά-549351

Απογοήτευση και αρνητικά σχόλια προκαλούν οπωσδήποτε οι καταστροφές των ξύλινων ψαροκάικων που εκτελούνται στο πλαίσιο των υποτιθέμενων εξυγιαντικών προγραμμάτων για την αλιεία, με μείωση του αριθμού των σκαφών, σύμφωνα με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η γνωστή πλέον «απόσυρση» προτιμάται από πολλούς αλιείς για συγκεκριμένους λόγους, και βέβαια με δέλεαρ το υψηλό τίμημα της αποζημίωσης για την καταστροφή του πλεούμενου. Είναι όμως οδυνηρό να βλέπεις να διαλύεται μέσα σε λίγη ώρα, από τα χωματουργικά μηχανήματα, ένα παραδοσιακό ξύλινο σκαρί για την κατασκευή του οποίου κοπίασαν για βδομάδες και μήνες σπουδαίοι τεχνίτες, εμπειροτέχνες ναυπηγοί. Οι αντιδράσεις για αυτή τη βάρβαρη πρακτική παρουσιάζονται συχνές και πολλές με έντονο αντιρρητικό λόγο που συνοδεύεται από πειστικά επιχειρήματα. Μια πρόταση αποφυγής της καταστροφής προσδιορίζεται ως εξής: κατάθεση μόνο της αλιευτικής άδειας και διατήρηση του σκάφους, αν το επιθυμεί ο ιδιοκτήτης. Απ´όσο γνωρίζω η συγκεκριμένη εναλλακτική λύση ίσχυε παλιότερα -ίσως να ισχύει ακόμη- αλλά αποδίδονταν μειωμένο ποσό, κάτι που ανάγκαζε πολλούς ψαράδες να την απορρίπτουν. Επίσης το κόστος συντήρησης ενός ξύλινου, ερασιτεχνικού πλέον, σκάφους και η πιθανόν δύσκολη πώληση του, τους αποθάρρυναν από μία τέτοια προοπτική με αναπόφευκτη κατάληξη τον αφανισμό του καϊκιού. Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις που προτιμήθηκε η διατήρηση του παραδοσιακού σκαριού. Στο Βόλο διεσώθη με αυτό τον τρόπο το γρι-γρι Αγ. Νικόλαος της οικογένειας Μπότου, που αποχαρακτηρίστηκε από αλιευτικό γύρω στο 1990. Πρόκειται για ένα τρεχαντήρι 14 περίπου μέτρων που ναυπηγήθηκε το 1935 στον Άγιο Κωνσταντίνο του Βόλου από το συμιακό αρχιμάστορα Μήτσο Μοσχάτο. Το 1997 πέρασε σε αλλοδαπό ιδιοκτήτη που το μετασκεύασε σε ιδιωτικό τουριστικό αλλοιώνοντας την αρχική του φυσιογνωμία με την προσθήκη υπερκατασκευών (γέφυρα-καμπίνα) απαραίτητων για τη νέα του χρήση. Εδώ και μία δεκαετία περίπου βρίσκεται υπό νέο, επίσης αλλοδαπό, πλοιοκτήτη που το φροντίζει ώστε να διατηρείται αξιόπλοο. Πρόκειται για μεμονωμένη εξαίρεση κόντρα στον … απόλυτο κανόνα.

***

Ο αρχιτέκτονας – διδάκτορας ιστορίας της ναυπηγικής Κώστας Δαμιανίδης, είναι ένας από τους λιγοστούς επιστήμονες (αν όχι ο μόνος) που γνωρίζουν με πληρότητα την παραδοσιακή ελληνική ξυλοναυπηγική κι έχει καταθέσει τα διαπιστευτήριάτου μέσα από άρθρα, βιβλία, εισηγήσεις σε συνέδρια, αλλά και πρακτικά με αποκαταστάσεις παραδοσιακών ξύλινων σκαφών. Τον τελευταίο καιρό ασχολείται με την επισκευή-αποκατάσταση (στην αρχική του μορφή) του βαρκαλά Άγιος Δημήτριος, στη Σάμο, ενός παραδοσιακού σκαριού 14.5 μέτρων που διασώθηκε από την καταστροφή ως μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς, αφότου αποσύρθηκε από την αλιεία, το 1998. Το συγκεκριμένο πλεούμενο ναυπηγήθηκε στη Σκιάθο το 1927 και ο Δαμιανίδης είχε την καλοσύνη να μου αποστείλει το «ιστορικό» του συνοδευόμενο από ενδιαφέρουσες φωτογραφίες, για την αναζήτηση τυχόν πρόσθετων πληροφοριών. Οι αρχικοί ιδιοκτήτες του, πριν καταλήξει στη Χίο, ήταν από διάφορα μέρη της Μαγνησίας και δύο από αυτούς (οι αδελφοί Βασταρδή) είχαν ναυαγήσει στον Παγασητικό το 1933 με το προηγούμενο σκάφος τους που καταστράφηκε και βυθίστηκε έπειτα από πυρκαγιά που ξέσπασε εν πλω. Το τραγικό συμβάν είχε συμπεριληφθεί σε παλιότερο δημοσίευμά μας («Ναυάγια στον Παγασητικό» στις 17/11/2014), γι´ αυτό και ο Δαμιανίδης ρωτούσε αν είχα εντοπίσει, στον τοπικό τύπο κάποια αναφορά για τον βαρκαλά Άγ. Δημήτριος, αλλά δεν επισημάνθηκε κάτι σχετικό. Το σκαρί έπειτα από αρκετές περιπέτειες που υπέστη, αφότου διασώθηκε από την καταστροφή -περιγράφονται όλα στο κείμενο του Δαμιανίδη που θα παρουσιάσουμε πιο κάτω- περιήλθε στο υπό οργάνωση Μουσείο Ναυπηγικών και Ναυτικών Τεχνών Αιγαίου του Δήμου Σάμου (υπό μορφή χρησιδανείου για 50 χρόνια), από την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου. Διατέθηκε κονδύλι για την αποκατάσταση του σκάφους στην αρχική του μορφή, μέσα από το Πρόγραμμα Ανταγωνιστικότητας του Υπουργείου Ανάπτυξης. Μελετητής και υπεύθυνος για το έργο είναι βέβαια ο Κ. Δαμιανίδης που διαθέτει άλλωστε τη σχετική εμπειρία και γνώση.

Παραθέτουμε στη συνέχεια από το «ιστορικό» του σκάφους Αγ. Δημήτριος, το πρώτο μέρος που αφορά τη βολιώτικη πλοιοκτησία του. Μέσα από τούτο το κείμενο πληροφορούμαστε κάποια στοιχεία για πτυχές της ναυτιλίας στην περιοχή με τις διάφορες εναλλαγές πλοιοκτητών:

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΣΚΑΦΟΥΣ «ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ»

Η πρώτη αναφορά του σκάφους Άγιος Δημήτριος είναι στο βιβλίο εγγραφών του Λιμεναρχείου Βόλου έγινε στις 23 Αυγούστου του 1927, με αύξοντα αριθμό νηολογήσεων 347. Στην εγγραφή αυτή αναφέρεται: «Το άνω ιστιοφόρον πλοίον ναυπηγηθέν εν Σκιάθω κατά το έτος χίλια εννιακόσια είκοσι επτά, υπό του ναυπηγού Γεωργίου Μυτιληναίου δια λογαριασμό και δια χρημάτων του Αργυρίου Βεναρδή και Δημητρίου Χρήστου δυνάμει της υπ’ αριθ. 75 της 20 Ιουλίου 1927 ενόρκου βεβαιώσεως ενώπιον του Ειρηνοδίκου Σκιάθου Νικολάου Ψύλλα του ρηθέντος ναυπηγού και δυνάμει της υπ’ αριθ. 1479 της 1ης Αυγούστου 1927 εκθέσεως ορκωμοσίας ενώπιον του ειρηνοδικούντος γραμματέως Βόλου Δημητρίου Κακαβά δι ης βεβαιώνεται ότι ανήκει την κυριότητα και κατοχήν του Δημητρίου Νικολάου Χρήστου και Αργυρίου Ιωάν. Βεναρδή κατά το ήμισυ (½) εις έκαστον, ναυτικών κατοίκων Βόλου αποκτησάντων τούτο ανά τμήματος δραχμών ογδοήκοντα χιλιάδων». Σε αυτή την πρώτη εγγραφή το σκάφος αναφέρεται με την ένδειξη «Είδος πλοίου: Λέμβος πετρελαιοκίνητη» και στις «παραπομπές/σημειώσεις: φέρει πετρελαιομηχανή εργοστασίου (Δημάδη – Κανάκη) δυνάμεως 20 ίππων». Στην ίδια εγγραφή το μέγιστο μήκος αναφέρεται 14,60 μ., το μέγιστο εξωτερικό πλάτος 4,90 μ., το βάθος εκ του καταστρώματος καταμετρήσεως 1,90 μ., η περίμετρος μέγιστης εξωτερικής τομής 7,20 μ., η ολική χωρητικότητα 30,08 κόρους και η καθαρή χωρητικότητα 21,30 κόρους.

Στη δεύτερη εγγραφή αναφέρεται η μεταβίβαση του ½ εξ αδιαιρέτου από τον Δημήτριο Ν. Χρήστου στον Νικόλαο Γεωργίου Βαϊτση, ναυτικό κάτοικο Τσαγκαράδας και του ¼ από το συνολικό ½ του Αργύριου Ι. Βεναρδήν επίσης στον Νικόλαο Γ. Βαϊτση, με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 1934.

Στην τρίτη εγγραφή τα ¾ του σκάφους που κατείχε ο Ν. Γ. Βαϊτσης μεταβιβάζονται στους Βασίλειο και Παναγιώτη Ι. Βασταρδή, ναυτικούς κατοίκους Προμυρίου, στις 19 Ιανουαρίου 1937.

Στην τέταρτη εγγραφή, με ημερομηνία 5 Φεβρουαρίου 1937, μεταβιβάζεται το ¼ που ανήκε στον Αργύριο Ι. Βεναρδή στην θυγατέρα του Ευτυχία Αργ. Βεναρδή, αμφότεροι κάτοικοι του χωριού Πρόπαν του Πηλίου. Στη συνέχεια, στην επόμενη εγγραφή, που γίνεται πέντε ημέρες μετά από την προηγούμενη, το ¼ της Ευτυχίας Αργ. Βεναρδή μεταβιβάζεται και αυτό στους Βασίλειο και Παναγιώτη Ι. Βασταρδή κατοίκους Προμυρίου.

Στην έκτη εγγραφή το ½ του σκάφους που ανήκε στον Παναγιώτη Ι. Βασταρδή, μεταβιβάζεται στον Ευστάθιο Γεωρ. Βασταρδήν, αμφότερους ναυτικούς κατοίκους Μούρεσι, όπως αναφέρει η εγγραφή στις 29 Μαϊου του 1946.

Στην επόμενη εγγραφή, στις 4 Δεκεμβρίου 1954, το ½ του Ευστάθιου Γ. Βασταρδήν μεταβιβάζεται στον Βασίλειο Ιωάν. Βασταρδή, ναυτικό κάτοικο Βόλου. Μετά από τη μεταβίβαση αυτή ο Βασίλειος Ι. Βασταρδής κατείχε πλέον το σύνολο της ιδιοκτησίας του σκάφους, ενώ αναφέρεται ότι η μηχανή είναι 30 ίππων του κατασκευαστή «Δημητρίου Κανάκη», με θεώρηση 14 Ιανουαρίου 1955.

Στις 14 Δεκεμβρίου του 1962 ο Β. Ι. Βασταρδής πουλά το σύνολο του σκάφους στους Νικόλαο Αντωνίου Αθηναίον, έμπορο, Οδυσσέα Κων/νου Πλατίγκο, ναυτικό και Φώτη Κων/νου Σαμιωτάκη, όλων κατοίκων Χίου. Στη συνέχεια στις 19 Φεβρουαρίου 1963 το ⅓ μερίδιο του Φώτη Κων. Σαμιωτάκη, μεταβιβάζεται στους Νικόλαο Αντωνίου Αθηναίο και Οδυσσέα Κων Πλατίγκο και στην συνέχεια, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, το σκάφος διαγράφεται από το λιμεναρχείο Βόλου και εγγράφεται στο λιμεναρχείο Χίου με αριθμό νηολογίου 199. Στο έγγραφο εθνικότητας, το τελευταίο που εκδόθηκε στο Βόλο, αναφέρονται καθαρή χωρητικότητα 12,12 κόρων, ολική χωρητικότητα 20,59 κόρων, ολικό μήκος 14,40 μ. μήκος καθαρό 13,20 μ., μέγιστο εξωτερικό πλάτος 4 μ., βάθος από του καταστρώματος καταμέτρησης 1,60 μ. και περίμετρο της μέγιστης εγκάρσιας τομής 6,20 μ.

Σύμφωνα με την προφορική συνέντευξη του τελευταίου ιδιοκτήτη Κωνσταντίνου Πλατίγκου του Οδυσσέα, το σκάφος χρησιμοποιήθηκε στο Βόλο για τη μεταφορά βαρελιών με κρασί, στη γραμμή Βόλος – Κρήτη, πριν αποκτηθεί από τους Χιώτες συνιδιοκτήτες και μεταφερθεί στη Χίο. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης από τον Βόλο, Βασίλειος Βασταρδής, είχε τέσσερις κόρες και «τις πάντρεψε όλες μ´ αυτό το καΐκι…».

Στη συνέχεια του «ιστορικού» γίνεται λόγος για τη δραστηριότητα του σκάφους από τους Χιώτες πλοιοκτήτες του και τις αλλαγές – επισκευές που έγιναν. Επισημαίνεται ότι το πλεούμενο, εκτός από μεταφορική, διέθετε πλέον και αλιευτική άδεια. Στο τελευταίο τμήμα του κειμένου σημειώνονται όσα συνέβησαν από την «απόσυρση» του σκάφους ως τις παραμονές της λυτρωτικής απόφασης για τη συντήρηση – αποκατάστασή του:

«…Ο Κων/νος Πλατίγκος έκανε αίτηση για την απόσυρση του σκάφους από την αλιεία, την κατάθεση της άδειας και την καταστροφή του σκάφους το 1998. Μετά από αξιολόγηση του σκάφους από ειδική επιτροπή που είχε συστήσει το Υπουργείο Γεωργίας με την συμμετοχή του ΥΠ. ΠΟ. της σχολής ναυπηγών του ΕΜΠ και του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος, το σκάφος χαρακτηρίστηκε ως μουσειακής αξίας και εξαιρέθηκε από την καταστροφή, ενώ ο ιδιοκτήτης αποζημιώθηκε πλήρως. Το 1999 το σκάφος πέρασε στην ιδιοκτησία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χίου και στη συνέχεια μεταβιβάστηκε στην Αντιπεριφέρεια Χίου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου. Επίσης το 2001 χαρακτηρίστηκε ως διατηρητέο μνημείο νεότερης πολιτιστικής κληρονομιάς από το ΥΠ. ΠΟ. Το σκάφος για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από το 2000 μέχρι περίπου το 2009 φυλασσόταν κυρίως εν πλω στο λιμάνι της Χίου (φωτ. 13 – 15) και συντηρείτο στο τοπικό ναυπηγείο του Θόλου. Από το 2010 μέχρι σήμερα το σκάφος δεν συντηρήθηκε ουσιαστικά και παρά τις σχετικές αναφορές του επόπτη αλιείας που είχε επωμιστεί στην επίβλεψη του σκάφους. Το 2014 έγινε αυτοψία, από τους εμπειρογνώμονες του προγράμματος και είχαν διαπιστωθεί σοβαρά προβλήματα στο σκάφος, λόγω της πλημμελούς φύλαξης και συντήρησης, (επισυνάπτεται απόσπασμα της έκθεσης αυτοψίας). Στο σκάφος γινόταν σταδιακή εισροή υδάτων και μάλιστα όταν έγινε η αυτοψία χρειάστηκε να αντληθούν νερά για να μπορέσουμε να έχουμε πρόσβαση στο μηχανοστάσιο. Ωστόσο ευτυχώς η στάθμη του νερού δεν είχε φτάσει στο επίπεδο εισροής μέσα στη μηχανή. Από τον ιδιοκτήτη του χώρου, που φύλαγε και το σκάφος, μας δόθηκε η διαβεβαίωση ότι γίνονται τακτικές αντλήσεις νερών για να μη κινδυνεύσει το σκάφος. Παρά τις διαβεβαιώσεις και τις επισημάνσεις με την έκθεση αυτοψίας, που κατατέθηκε και στην Αντιπεριφέρεια Χίου, δεν πραγματοποιήθηκε τελικά καμία εργασία με αποτέλεσμα το 2015 να βυθιστεί το σκάφος στο θαλάσσιο χώρο μπροστά στο ναυπηγείο του Θόλου. Στη συνέχεια το σκάφος ανελκύσθηκε στο τέλος Νοεμβρίου 2015 και τοποθετήθηκε σε υπαίθριο χώρο κοντά στο ναυπηγείο. Κατά την τελευταία αυτοψία επιβεβαιώθηκε ότι στη μηχανή του σκάφους είχε τελικά εισρεύσει νερό και στη συνέχεια δεν είχε γίνει καμία εργασία καθαρισμού της, με αποτέλεσμα να μη μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί».

Σήμερα πλέον το σκάφος έχει διασωθεί κι εκτελούνται, όπως είπαμε πιο πάνω, οι εργασίες αποκατάστασής του.

Η περίπτωση του βαρκαλά Αγ. Δημήτριος αποτελεί ουσιαστική συμβολή στη διάσωση της παραδοσιακής ναυπηγικής μας κληρονομιάς.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου