Γρηγόρης Καρταπάνης: Ναυπηγικές μαρτυρίες του Νίκου Χριστόπουλου

γρηγόρης-καρταπάνης-ναυπηγικές-μαρτ-576154

Αρκετές φορές έχουμε κάνει λόγο για τα απομνημονεύματα του λαϊκού ζωγράφου Νίκου Χριστόπουλου. Βιωματικές καταγραφές δοσμένες με τον απλοϊκό, ανεπιτήδευτο λόγο του ανεκπαίδευτου δημιουργού, οι οποίες ελκύουν τον αναγνώστη με το θεματικό και το εκφραστικό ενδιαφέρον τους.

Σ΄ αυτές ο συντάκτης τους καλύπτει με ιδιαίτερη πυκνότητα γεγονότων τα πρώτα τριάντα χρόνια του βίου του -ως τα 1910- ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αραίωση της κατάθεσης βιωμάτων ως το 1962, έτος γραφής τους. Η ζωντάνια της νιότης, η ένταση των διαφόρων στιγμών και η διάθεση για περιπέτεια, αιτιολογούν αυτό τον ασύμμετρο καταμερισμό των αφηγήσεων σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του απομνημονευματογράφου. Εκτός από αμιγώς προσωπικά γεγονότα, όπου πρωταγωνιστεί ή απλά συμμετέχει ο ίδιος, συναντούμε κι ένα σεβαστό αριθμό αξιοπρόσεχτων κειμένων, με αναφορές σε πρόσωπα, τόπους, καταστάσεις, ακούσματα, ιστορικά γεγονότα, αλλά και ποιήματα δικά του και μη.

Όπως έχουμε επίσης επισημάνει και παλιότερα κυριαρχούν στα προσωπικά βιώματα του Χριστόπουλου, εκείνα που αναφέρονται στο ψάρεμα, την αγαπημένη ενασχόλησή του. Αρκετά είναι επίσης και τα περιστατικά που συνέβησαν στο χώρο εργασίας του, στην οικογενειακή επιχείρηση, τον ταρσανά των Πευκακίων, ενώ συναντιούνται και άλλες μικρότερες ή εκτενέστερες αναφορές γι αυτόν, σε άλλες παραγράφους των απομνημονευμάτων. Συνολικά σταχυολογούμε 20 περίπου γεγονότα που εκτυλίχτηκαν στον ταρσανά, ορισμένα από τα οποία θεωρούνται αμιγώς ναυπηγικά. Δηλαδή η υπόθεσή τους σχετίζεται με πρόσωπα ή γεγονότα της ναυπηγικής ενασχόλησης. Αναφορές σε τεχνίτες που εργάζονταν εκεί, όπως και μνημονεύσεις ανελκύσεων σκαφών με ιδιαιτερότητα και υψηλό βαθμό δυσκολίας, που πάντοτε ευοδώνονταν χάρη στις γνώσεις και την ικανότητα των Χριστόπουλων. Ετούτες οι ναυπηγικές αφηγήσεις του λαϊκού ζωγράφου, αποτελούν μια ενδιαφέρουσα πηγή πληροφόρησης πτυχών της ναυπηγικής δραστηριότητας στην περιοχή του Βόλου από τα τέλη του 19ου αιώνα ως το 1925 περίπου. Να προσθέσουμε ότι η κατάθεση τέτοιων περιστατικών παρατηρείται μετά το 1892, χρόνια που η οικογένεια Χριστόπουλου εγκαταστάθηκε στον εργασιακό χώρο, μιας και προηγούμενα διέμενε στο Βόλο, αν και ο ταρσανάς λειτουργούσε από το 1880, έτος γέννησης του Νίκου Χριστόπουλου.

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΤΕΧΝΙΤΕΣ ΤΟΥ ΤΑΡΣΑΝΑ

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια παράγραφος με χρονική ένδειξη 1895 κι αναφέρεται στους πρώτους τεχνίτες που εργάστηκαν στον ταρσανά των Πευκακίων.

Εκτός από τα ονόματά τους αναφέρεται και ο τόπος της καταγωγής τους. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τη Σκιάθο και τη Σκόπελο όπου υπήρχε από παλιά σημαντική ναυπηγική δραστηριότητα. Άλλοι ήταν από το Λαύκο (Μηλίνα) και το Τρίκερι, όπου επίσης παρουσιάζονταν ανάλογη κατάσταση. Με τη γραφή του Χριστόπουλου δίνεται, θαρρώ, μια -μερική έστω- αποτύπωση των προσώπων που συμμετείχαν στην ανάπτυξη της ναυπηγικής (επισκευαστικής – ανελκυστικής ) τέχνης στο Βόλο προς τα τέλη του 19ου αιώνα.

Στην ίδια παράγραφο ο απομνημονευματογράφος μνημονεύει και τις καταστροφές που υπέστη το ναυπηγείο κατά τα γεγονότα του 1897 κατά την κατάληψη της περιοχής από τους Τούρκους:

«1895. Η πρότη μαστόρη που ίρθαν στον ταρσανά μας ήταν ένα συριανός Μαστροβαγγέλης, ήταν και κουμπάρος. Από τα Τρίκερη ο Κωσταντής ο Καλαφάτης, ο Κωσταντίνος ο Νζίνης, ο Ανδρέας ο Γιανούτσος, ο Ιωάννης ο Ματσανζίνης και επιστάτης στις μαούνες του σιδηροδρόμου ο Στάθης ο Καραβαγγέλης.

Από το Λαύκο ο Γιάνης ο Ζούζουλας, ο Μαμούχας, ο Μαστραλέξης, ο Λικούργος ο Κτενάς, ο Νίκος ο Διονάς και άλη. Από τη Σκιάθο και Σκόπελο ο Αριστίδης ο Μαθινός, ο Γιώργης ο Μαθινός, ο Χείρας, ο Παντελής Ξηροχειμώνας, ο Μιτιλινέος και άλη. Μέχρη το 1897 πιγέναμε μια χαρά, όταν έγινε ο ατιχής πόλεμος σταματίσαν όλα κι εφίγαμε πρόσφυγες στη Μιτζέλα 6 μήνες και όταν ήρθαμε πάλη στο Βόλο τα βρίκαμε όλα κατεστραμένα, τα ήχαν κλεμένα όλα τα εργαλεία του ταρσανά και κάνανε σινισφορά όλη η μαουνιέριδες κι αρχίσαμε πάλη από την αρχή, αλά τη να φτιάσης και τη ναφίσης πούλιπαν όλα, αλά ευτιχός ήχαμε το ψάρεμα και όταν δεν ήχε δουλιά ο ταρσανάς, πιάναμε το ψάρεμα και έτσι βαστιχτίκαμε γιατή θάμασταν χαμένη από εκίνα τα χρόνια. Ηπομονή και επιμονή».

ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΕΣ ΜΑΣΤΟΡΩΝ

Στην αμέσως επόμενη παράγραφο των απομνημονευμάτων ο Χριστόπουλος αναφέρεται στις ειδικότητες των ναυπηγοτεχνιτών. Παρατηρείται μια συγκεκριμένη εξειδίκευση –κατηγοριοποίηση των αρμοδιοτήτων, με σαφή καταμερισμό των εργασιών από εξειδικευμένους τεχνίτες (ναυπήγηση, κάρφωμα,καλαφάτισμα, ανελκύσεις κ.ά.). Το παλάμισμα (παλάμιζαν ), που αναφέρεται, είναι η επάλειψη των υφάλων με πίσσα, λίπος ή ειδικό μίγμα – πρόδρομο των κατοπινών αντιρρυπαντικών υφαλοχρωμάτων, που συνέβαλε και στην πλήρη στεγανοποίηση του σκάφους μετά το καλαφάτισμα. Θεωρώντας ακόμη ο καταγραφέας, αλληλένδετες τη ναυτική και τη ναυπηγική τέχνη, κάνει λόγο και για ναυτικές ειδικότητες, ενώ δεν παραλείπει τη μνεία ορισμένων ναυπηγικών συνηθειών : «Τα παλιά τα χρόνια όση μαστόρηδούλεβαν στα καράβια και όλα σχεδόν τα πλεούμενα, τους μαραγγούς τους λέγαμε ναυπηγούς, δηλαδή όση σκαρόνουν και όση επισκεβάζουν τα σκάφη. Εκίνη που καρφόνουν τους λέγαμε μπουργουνζίδες, εκίνη που το καλαφάτιζαν και το παλάμιζαν τους λέγαμε καλαφάτες. Εκίνη που φκιάνουν τους μακαράδες τους λέγαμε μακαρανζίδες, εκίνη που το αρματόνουν τους λέγαμε αρμαδούρους. Όταν αρμένιζε το καράβι, ο ναύτης που στέκονταν στην πλώρη και κίταζε τον λέγαμε βαρδιάνο. Τους ναυτόπεδεςπουίταν στο καράβη τους λέγαμε μούτσους. Τους ταρσαναλίδες που τραβούσαν τα σκάφη όξω και ταρίχναν στη θάλασσα τους λέγαμε και αυτούς ναυπηγούς επιδήβάζοναν και ξεβάζοναν τα σκάφη. Και όταν θαλά ρίξουμε το σκάφος στη θάλασα τους λέγαμε καλορίζικο και καλά ταξίδια. Μάλιστα όταν ήταν ψαράδικο τους λέγαμε καλορίζικο και καλές ψαριές. Όλο με χαρές και γέλια. Ευτηχιζμένα χρόνια».

Η ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΙΣΤΙΟΦΟΡΩΝ.

Στις αρχές τις δεκαετίας του ’20 και κυρίως μετά την περιπέτεια της Μικράς Ασίας, αφότου ομαλοποιήθηκε η κατάσταση, παρατηρείται η γενική μηχανοκίνηση όλων των ιστιοφόρων καϊκιών, που είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Τοποθετούνταν σε αυτά βενζινοκινητήρες ή πετρελαιοκινητήρες , οριστικοποιώντας με αυτό τον τρόπο το τέλος της ιστιοφόρου ναυτιλίας. Τα πανιά παρέμεναν ως βοηθητικά ή ως λύση ανάγκης σε περίπτωση βλάβης της μηχανής. Στα ναυπηγεία δημιουργήθηκε τότε μια νέα κατηγορία τεχνιτών : Οι εγκαταστάτες μηχανών. Επρόκειτο για εξειδικευμένους, ικανούς ναυπηγούς, που εκτελούσαν μια πρωτόγνωρη εργασία με ιδιαίτερες απαιτήσεις, όπως η σταθερότητα και η ακρίβεια στην τοποθέτηση του κινητήρα ώστε να υπάρχει πλήρης ευθυγράμμιση με το αξονικό σύστημα και την προπέλα. Οι εξελίξεις αυτές υπήρξαν ιδιαίτερα επικερδείς για ναυπηγούς και ναυπηγεία, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, μιάς και οι τοποθετήσεις μηχανών ήταν συνεχείς για κάμποσα χρόνια.Σε τούτο βοήθησε και το γεγονός της κατασκευής στο Βόλο πετρελαιομηχανών, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα αξιόπιστες (Αξελού, Ροδίτη, Κανάκη κ.α.). Μια αναφορά στα εργοστάσια που τις κατασκεύαζαν θα παρουσίαζε εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ας δούμε τί μνημονεύει –έστω και με συντομία- ο Χριστόπουλος στις ναυπηγικές του αναμνήσεις : «1922. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Αρχίσαμε πάλη από την αρχή, τη να φτιάσης και τη ναφίσης πούλιπαν όλα, αλά ευτιχός ήταν μια περίοδος που βάζαν τα ιστιοφόρα μηχανές και ήχε πάλη πολή δουλιά ο ταρσανάς, γιατή η βολιότικες μηχανές ήταν η καλίτερες και έρχονταν από όλη την Ελλάδα τα καΐκια. Το πρότο καραβόσκαρο που πέρασε μηχανή ήταν του Πολίμερου από τη Ζαγορά. Περνούσαμε μια χαρά μέχρι το 1939, όταν άρχισε ο Δεύτερος πόλεμος και σταματίσαν πάλη όλες η δουλιές. Ο πρώτος μάστορας που πέρασε μηχανές στα ιστιοφόρα ήνε ο αδελφός μου ο Γιαννάκος Αθ. Χριστόπουλος, όχι μόνο στο Βόλο, αλά και ολοκλήρου της Ελλάδος. Όλη η μαστόρη έπερναν σιμβουλές από τον μαστρο-Γιαννάκο».

Θα επανέλθουμε κάποια άλλη φορά με μαρτυρίες «από τη ζωή του ταρσανά».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου