Γρηγόρης Καρταπάνης:Τα τελευταία Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη

γρηγόρης-καρταπάνηςτα-τελευταία-χρι-605700

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΚΙΑΘΟ (1908-1911)

Στις 26 Σεπτεμβρίου 1873 ο Παπαδιαμάντης μεταβαίνει και πάλι στην Αθήνα, με σκοπό να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές και γράφεται στο Βαρβάκειο. Δεν γνωρίζουμε αν είχε προαποφασίσει από τότε, την μόνιμη εγκατάστασή στην πρωτεύουσα, αλλά σίγουρα δεν υπολόγιζε πως θα περνούσε εκεί τα 9/10 του υπόλοιπου βίου του. Εξακολουθεί να διακατέχεται -κάμποσα χρόνια τώρα – από παλινωδίες και τάσεις φυγής, όπως καταμαρτυρούν οι ολιγόμηνες «αποδράσεις του», στη Χαλκίδα, στον Πειραιά και το Άγιον Όρος. Οι αποφάσεις αυτές ερμηνεύονται από τους μελετητές του, ως επιθυμία απαγκίστρωσης από την πατρική εποπτεία, αλλά και ως ανάγκη για την εξεύρεση ενός ικανοποιητικού τρόπου βιοπορισμού, μιας και στο νησί δεν υπήρχαν δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης, για τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του. Με πρόσχημα τις σπουδές του, τις οποίες εγκατέλειψε το 1875, στο Β΄ έτος της Φιλοσοφικής σχολής, αποφεύγει να επιστρέψει στο γενέθλιο τόπο, παρά την έντονη νοσταλγία που του προξενεί. Οι επιστροφές του γίνονται αρχικά (1874-1875) υπό μορφή καλοκαιρινών διακοπών, από τον Ιούνιο έως το Σεπτέμβριο, ενώ στη συνέχεια, η απουσία του συμπληρώνει περίπου μια δεκαπενταετία, με εξαίρεση τη σύντομη επίσκεψη, με αναρρωτική άδεια, όταν υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία, το Φεβρουάριο του 1881. Όσο περνούν όμως τα χρόνια η νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα του και ο πόθος της οριστικής επιστροφής θεριεύουν μέσα του, γι’ αυτό και πυκνώνουν τα «σκιαθίτικα διαλλείματα», καθώς αισθάνεται όλο και περισσότερο πόσο αταίριαστος είναι στις συνθήκες της μεγαλούπολης. Έπειτα από μικρές αλλά και πολύμηνες επιστροφές από το 1890 έως το 1903-04, καταλήγει οριστικά στο νησί του το Μάρτιο του 1908.

*** Βαθιά θρησκευόμενος ο Παπαδιαμάντης, αναζητούσε στην πρωτεύουσα διεξόδους, ώστε να ικανοποιείται απόλυτα κατά την τέλεση των λατρευτικών καθηκόντων, με ουσιαστική μέθεξη στις ιερές ακολουθίες, μακριά από την εικονική ευλάβεια των μεγάλων εκκλησιών. Η ιδανική λύση βρέθηκε στις μυσταγωγίες του Αγίου Ελισαίου, στο κέντρο της Αθήνας, παραπέμποντας στην γνήσια ορθόδοξη κατάνυξη των εκκλησιών του νησιού του. Ακόμη για να ευχαριστηθεί ένα πραγματικό Πάσχα, εξέδραμε «στα πέριξ της Αττικής χωρία», αποποιούμενος τον εορτασμό μέσα στην πόλη. Χριστούγεννα ευτύχησε να ξανακάνει στον τόπο του, έπειτα από τη αναχώρηση του 1873, 25 χρόνια αργότερα, το 1897. Ακολούθησε το 1903 και τα τρία τελευταία της ζωής του (1908-09-10), αφότου επέστρεψε οριστικά στη Σκιάθο.

Στον απόηχο πρωτοφανών γεγονότων

Τα Χριστούγεννα του 1908 γιορτάστηκαν στη Σκιάθο, στον απόηχο των γεγονότων που συνέβησαν έπειτα από την προσπάθεια του Μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανού, να μεταφέρει στο Βόλο την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Κονίστρας, προστάτιδας του νησιού (15/12/1908). Ο δυναμικός κι αμφιλεγόμενος Ιεράρχης σκόπευε να περιοδεύσει με την εικόνα της Παναγίας σε όλη την περιοχή της δικαιοδοσίας του, αποκομίζοντας από εράνους οικονομικά οφέλη, όπως έπραξε και με τη θαυματουργή εικόνα του Αγίου Αποστόλου του Νέου από τον Άγιο Λαυρέντιο, αλλά και την Παναγία Ξενιά. Οι Σκιαθίτες αντέδρασαν δυναμικά και έδιωξαν τον Δεσπότη, ο οποίος φυγαδεύτηκε και επιβιβάστηκε κρυφά, από απόμερο σημείο, στο πλοίο για το Βόλο. Στα γεγονότα πρωτοστάτησε ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, με ένα πρωτόγνωρο δυναμισμό για τον ήπιο χαρακτήρα του. Επιπλέον δημοσίευσε και σχετικό άρθρο στην εφημερίδα η Θεσσαλία του Βόλου, με τίτλο «Περί της Παναγίας της Κονίστρας» (18/12/1908).

Ο Παπαδιαμάντης αναφέρει επιγραμματικά το γεγονός σε επιστολή του -παραμονή των Χριστουγέννων- προς τον Ιωάννη Βλαχογιάννη, με τον οποίο διατηρούσε συχνή αλληλογραφία και συνεργασία, αφού ο δεύτερος του έστελνε ξενόγλωσσα έργα για μετάφραση. «…Είχαμεν ταραχάς αυτάς τας ημέρας με τον Δεσπότην δια την σεπτήν εικόνα της Παναγίας. Τας εορτάς και τον Νέον Έτος εν υγεία εύχομαι». (Αλληλογραφία, εκδ. Δόμος, σελ. 172, επιστολή 230 ).

Εκείνες τις ημέρες ο Παπαδιαμάντης είχε ολοκληρώσει την μετάφραση του ανυπόγραφου αγγλόφωνου άρθρου «Αι Ελληνικαί Αποικίαι εν Αγγλία», ενώ πρωτύτερα είχε μεταφράσει την Ιστορία του Γ. Φίνλεϋ. Ετούτες οι μεταφραστικές εργασίες αποτελούσαν το βασικότερο έσοδο του πάντοτε πενόμενου λογοτέχνη. Με την ίδια ημερομηνία (24/12/1908) υπάρχει και επιστολή του Κων. Σκόκου, εκδότη του ομώνυμου Ημερολογίου, ο οποίος ζητά την συνεργασία του Παπαδιαμάντη με «κανέν εύμορφον νησιωτικόν διηγηματάκι» για το επόμενο τεύχος της ετήσιας έκδοσής του. Επίσης δημοσιεύεται στο περιοδικό «Κόσμος» της Σμύρνης (πρωτοχρονιάτικο τεύχος), το διήγημα «Τ’ αστεράκι».

Τα Χριστούγεννα του 1909

Το 1909 αποτελεί την πρώτη χρονιά που πέρασε ολόκληρη στο νησί του ο Παπαδιαμάντης, έπειτα από το 1867, όταν αναχώρησε για τη συνέχιση των γυμνασιακών του σπουδών στη Χαλκίδα. Κατά τη διάρκειά του πραγματοποιήθηκε η επίσκεψη του Καρκαβίτσα (Μάιος), ενώ τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου ο απρόσμενος θάνατος του εξαδέλφου του Σωτήρη Οικονόμου, στην Αιδηψό, τον συγκλόνισε βαθύτατα. Επρόκειτο για έναν ιδιαίτερα αγαπητό συγγενή του, με τον οποίο συγκατοίκησε στην Αθήνα στα πρώτα χρόνια της παραμονής του εκεί. Το γεγονός το εξέλαβε ως προοίμιο του δικού του θανάτου και … δικαιώθηκε, διαισθανόμενος ίσως, το τέλος του. Στην εφημερίδα Πανθεσσαλική του Βόλου δημοσίευσε νεκρολογία για τον εξάδελφο του στις 7/7/1909.

Τα Χριστούγεννα και όλες τις γιορτές του δωδεκαημέρου, στα 1909 -10, δεν γνωρίζουμε πως ακριβώς τα πέρασε ο Παπαδιαμάντης, μιας και απουσιάζουν επιστολές εκείνων των ημερών, οι οποίες μπορεί να μας παρείχαν κάποιες πληροφορίες. Η μοναδική που υπάρχει είναι σταλμένη από την Πολυξένη Μπούκη, σύζυγο του μανάβη Νικολάου Μπούκη, με την οικογένεια του οποίου είχε φιλική σχέση, αφού όλοι τους ανήκαν στην ομάδα των εκκλησιαζόμενων στον Άγιο Ελισαίο. Με ημερομηνία 3/1/1910, η αποστολέας εκφράζει ευχές για τον καινούργιο χρόνο, ενώ στη συνέχεια πληροφορεί τον αποδέκτη της επιστολής για γνώριμα πρόσωπα και γεγονότα των Αθηνών. Ετούτα τα Χριστούγεννα υπήρξαν τα τελευταία που γιόρτασε υγιής ο Παπαδιαμάντης και βέβαια μπόρεσε να επισκεφτεί τις εκκλησιές του αγαπημένου του τόπου, διαβιώντας χριστιανικά, όπως ακριβώς επιθυμούσε. Και σίγουρα θα απόλαυσε για τελευταία φορά τον καθαγιασμό των υδάτων, τα Φώτα, στην προκυμαία της πολίχνης.

Παραμονές του θανάτου του

Τα Χριστούγεννα του 1910, ο Σκιαθίτης λογοτέχνης, περνούσε τις τελευταίες μέρες του βίου του, όντας βαριά άρρωστος από τα τέλη Νοεμβρίου. Ένα απλό κρυολόγημα, εξελίχθηκε σε πνευμονία. Η κατάπτωση του οργανισμού του, απότοκη της κακής διαβίωσης στην πρωτεύουσα, της ελλιπούς διατροφής και του πιοτού, υπήρξε καθοριστική για την συνέχεια, παρά το γεγονός ότι η υγεία του είχε βελτιωθεί, όταν επανέκαμψε στο ζωογόνο αέρα του νησιού του το Μάρτιο του 1908. Τώρα όμως η κατάσταση δεν φαινόταν πλέον αναστρέψιμη. Η αδυναμία για μια σωστή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη εκείνη την εποχή στο απομονωμένο νησί το καταχείμωνο, δεν άφηνε περιθώρια για μια ελπιδοφόρα αντιμετώπιση της αρρώστιας. Δυστυχώς ο Παπαδιαμάντης κατέρρεε, παρά τα ενδιάμεσα μικρά διαστήματα βελτίωσης που παρουσίασε. Μάλιστα σε κάποιο από αυτά, όπως μας πληροφορεί ο Βαλέτας, ολοκλήρωσε το διήγημά του «Ο αντίκτυπος του νου», το πρώτο μέρος του οποίου είχε δημοσιευτεί στις 15/12 στο περιοδικό Χαραυγή της Μυτιλήνης. Το οδυνηρότερο όμως για τον άρρωστο, υπήρξε η αδυναμία της μετάβασης σε κάποια εκκλησία εκείνες τις ημέρες, με τις καιρικές συνθήκες να είναι ιδιαίτερα δυσμενείς.

Ας δούμε πως περιγράφει ο Μ. Περάνθης κάποιες στιγμές στην μυθιστορηματική βιογραφία του για τον Παπαδιαμάντη «Ο Κοσμοκαλόγερος», εκδ. Εστία:

«Χιόνιζε τις παραμονές του Χριστού και χιονίζει ακόμη. Χιόνι απάνω στο χιόνι. Παγομένος άνεμος μπαίνει απ’ τις χαραμάδες κι ανασηκώνει ελαφρά τη φτενή στρώση. Και το τζάκι να ‘ναι σβηστό…….. Τα λίγα κούτσουρα που είχαν κάηκαν όλα στην αρχή της αρρώστιας του. Έχουν βάλει μια ψάθα στο δεξί μέρος του τζακιού κι από πάνω τρία κιλίμια απ’ τις προίκες τους (σ.σ. οι αδελφές του). Του βάλαν και τις δυό μαξιλάρες που είχαν άλλοτε ζερβόδεξα, ν’ ακουμπάει. Και τον κουκούλωσαν μ’ όσα χράμια περίσευαν, γιατί κρύωνε. Έχει γρίππη. Άλλοι λένε πνευμονία. Το κρύο δυναμώνει και αυτός τρέμει. Έχει ρίγος, ανατριχιάζει. Αυτό το κρύο σαν να μην έρχεται μόνον απ’ έξω. Σα να υπήρχε απ’ αρχής στην καρδιά του. Τα κιλίμια τρέμουν κι αυτά, με το ίδιο ανεβοκατέβασμα. Είναι σκεπασμένος ολόκληρος και μόνο μια τούφα φαίνεται από τα μαλλιά του, που είναι μαλακά και νεκρά σαν τη στάχτη στο τζάκι……..» (σελ. 280). Η λογοτεχνική περιγραφή του Περάνθη (όπως και οι συγκλονιστικοί διάλογοι που ακολουθούν), καταγράφουν την πραγματικότητα. Άλλωστε με τον ίδιο τρόπο καταθέτουν τα γεγονότα τόσο ο εξάδελφος του Παπαδιαμάντη, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, όσο και ο παπά –Γιώργης Ρήγας, αλλά και ο Γ. Βαλέτας στη δική του μελέτη.

Επίσης στο σχετικά πρόσφατο πόνημά του «Το Αγγελόκρουσμα – Οι τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου» (εκδ. Άγρα, 2012), ο Θωμάς Κοροβίνης, καταξιωμένος συγγραφέας και γνώστης του Παπαδιαμάντη, συνθέτει μια συγκινησιακά φορτισμένη περιγραφή που αποδίδει παραστατικά την οδυνηρή πραγματικότητα, όταν ο σκιαθίτης συγγραφέας ολοκλήρωνε την επίγεια διαδρομή του. Πρόκειται για ένα γλαφυρό, με Παπαδιαμαντική ατμόσφαιρα, αφήγημα.

*** Όπως είναι γνωστό ο Παπαδιαμάντης εξέπνευσε τη νύχτα της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 1911, ήρεμα και χριστιανικά σιγοψέλνοντας προηγουμένως το μελωδικό τροπάριο της Παραμονής των Φώτων. Συμμετείχε, στις στερνές ώρες του, με τον δικό του τρόπο στο πνεύμα των Αγίων Ημερών.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τόσα χρόνια μακριά από τον τόπο του ο Παπαδιαμάντης ταξίδευε νοσταλγικά στο νησί του με τα Χριστουγεννιάτικα διηγήματα, βγαλμένα από τα προσωπικά του βιώματα και τις αναμνήσεις των παιδικών – νεανικών του χρόνων. Τα τελευταία έτη του βίου του ευτύχησε να γιορτάσει, έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα, τα Χριστούγεννα και τις υπόλοιπες γιορτές στη Σκιάθο. Δυστυχώς δεν διαθέτουμε αρκετές λεπτομέρειες από αυτές τις περιόδους, πέρα από το 1910 -11, όταν περνούσε τις στερνές μέρες του. Κι εμείς, αν επιθυμούμε μια γεύση από γνήσια, χριστιανικά, παπαδιαμαντικά Χριστούγεννα, ας εντρυφήσουμε άλλη μια φορά στα αντίστοιχα διηγήματά του.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου