Γρηγόρης Καρταπάνης: O Νίκος Χριστόπουλος & τα λιμενικά έργα του Βόλου (Μέρος Α’)

γρηγόρης-καρταπάνης-o-νίκος-χριστόπου-674970

ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ

Τα λιμενικά έργα του Βόλου στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα διαμόρφωσαν ένα λειτουργικό, σύγχρονο, για εκείνη την εποχή, λιμάνι που να εξυπηρετεί τις αυξανόμενες απαιτήσεις, ενώ ταυτόχρονα δρομολογούνταν ευοίωνες προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης, μ’ ότι αυτό συνεπάγονταν για την πόλη. Κατά τη διάρκειά τους – στην πρώτη τουλάχιστον ολοκληρωμένη φάση τους – από το 1892 ως τα 1904, κατασκευάστηκαν όλες οι αναγκαίες εγκαταστάσεις και πραγματοποιήθηκαν οι απαραίτητες παρεμβάσεις – διαμορφώσεις που αλλάξαν ριζικά το παραλιακό μέτωπο της αναπτυσσόμενης, βιομηχανικά, εμπορικά και ναυτιλιακά, διαρκώς πόλης η οποία μετρούσε μόλις δύο δεκαετίες ελεύθερου βίου. Το νέο λιμάνι επιπλέον ήταν, πέρα από πύλη εξόδου της θεσσαλικής ενδοχώρας, και ιδιαίτερα σημαντικό από στρατηγικής άποψης, όντας το βορειότερο – περίπου παραμεθόριο – της Ελλάδας τότε. Για όλα τούτα συγκαταλέγονταν στα δύο τρία σπουδαιότερα της χώρας μετά τον Πειραιά.

Ο λαϊκός ζωγράφος του Βόλου Νίκος Χριστόπουλος, νεαρός τότε, είχε κι αυτός τη δική του συμμετοχή στα λιμενικά έργα, όπως και πάρα πολλοί βολιώτες που εργάστηκαν σε αυτά. Όπως καταμαρτυρά στα απομνημονεύματά του, δούλεψε (μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του, Ανδρέα) στην κατασκευάστρια εταιρία για 5 χρόνια σε διάφορα πόστα, ενώ στην οικογενειακή τους επιχείρηση τον γνωστό ταρσανά (ανελκυστήριο) στα Πευκάκια, που υφίσταται ως σήμερα, αναλάμβαναν τις ανελκύσεις των πλωτών μέσων της εταιρίας για συντήρηση ή επισκευές, όπως φαίνεται στην παραπάνω φωτογραφία. Στις γραφτές μαρτυρίες του ο Χριστόπουλος καταθέτει αξιόλογες αναφορές από την ενασχόλησή του στα λιμενικά έργα, ή άλλες ιστορίες από εκείνη την περίοδο. Ακόμη φιλοτέχνησε ορισμένους πίνακες με το ίδιο θέμα, όπως θα δούμε αναλυτικά αμέσως πιο κάτω.

ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΕΙΟ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ

Οι περίοδοι ύφεσης της ναυπηγοεπισκευαστικής δραστηριότητας ωθούσαν ταχτικά το νεαρό Νίκο να καταπιάνεται με άλλες εργασίες, όπως λόγου χάρη με το ψάρεμα. Όταν του δόθηκε η ευκαιρία, φιλόπονος όπως ήταν, έπιασε δουλειά και στην κατασκευάστρια εταιρία των λιμενικών έργων, των Πετρόχειλου – Σταματόπουλου, σε αρκετά μικρή μάλιστα ηλικία, έφηβος ακόμη. Στα Πευκάκια σχεδόν δίπλα στον ταρσανά είχε συγκροτηθεί εργοτάξιο για τη λήψη πέτρας και χώματος για τις επιχωματώσεις και άλλες ανάγκες των έργων. Φαίνεται ακόμα το νταμάρι σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων νοτιοδυτικά του ναυπηγείου, όπως και η παλιά λίθινη αποβάθρα που σχεδόν εφάπτεται στα δυτικά όριά του, αλλά έχει αλλοιωθεί η αρχική της μορφή με την κατασκευή, αρκετές δεκαετίες αργότερα άλλης μικρής προβλήτας. Ακόμη στο εργοτάξιο των Πευκακίων που κατασκευάζονταν και τα μπλόκια για τα μουράγια του λιμανιού, είχαν δημιουργηθεί και άλλα διάφορα συνεργεία, όπως το σιδηρουργείο που δούλευε ο Νίκος Χριστόπουλος με τον αδερφό του. Η νέα κατάσταση, με την παρουσία μεγάλου αριθμού εργαζομένων έδωσε ζωή στην εντελώς έρημη τότε περιοχή, όπου υπήρχε μόνον ο ταρσανάς και σχεδόν τίποτα άλλο.

Να πώς μας τα περιγράφει ο λαϊκός ζωγράφος:

«Ευτυχώς στα 1892 αρχίσαν τα λιμενικά έργα του Βόλου και ήρθαν πολλοί εργάτες φκιάσαν όλα τα Μπλόκια, φκιάσαν Σιδεράδικο, όπου δούλεψα 6 Μήνες, έπερνα 8 δεκάρες την ημέρα. Επίσης Άνιξαν και διο Ξενοδοχεία για τους εργάτες, το ένα ο Μιχάλης ο Παπαδάκης και το Άλο ο Αλέκος ο Μπουδονάρας από τον Άνο Βόλο και έτση ήχαμε Σιντροφιά ήστερα πιάσαμε δουλιά στη στεριά όπου ήταν εργολάβη ο Θεοφάνης ο Πετρόχειλος και ο Μελέτης ο Σταματόπουλος. Εγώ έπερνα 8 δεκάρες την Ημέρα και ο αδελφός μου ο Ανδρέας 12 δεκάρες, φκιάναμε σφίνες που βάζαμε στα Κουζινέτα για να στερεόνουν η ράγες. Ήστερα πιάσαμε δουλιά στον Ταρσανά, επισκευάζαμε όλα τα πλοτά εργαλεία της ετερίας. Μέχρι το 1896».

ΣΤΗΝ ΕΚΒΑΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ

Η εργασιακή σχέση του Ν. Χριστόπουλου με την εταιρεία των λιμενικών έργων δεν περιορίστηκε στο σιδηρουργείο τους. Σύμφωνα πάλι με δική του γραπτή μαρτυρία αναφέρει ότι δούλεψε και στη «φαγάνα» που έσκαβε το λιμάνι, τόσο για τη θεμελίωση των κρηπιδωμάτων όσο και στην εκβάθυνση της λιμενικής λεκάνης για την διαμόρφωση του επιθυμητού βάθους, ώστε να εισπλέουν ευμεγέθη πλοία. Ειδικότερα συμμετείχε ως «πλήρωμα» στις μαούνες που μετέφεραν τη λάσπη από το σκάψιμο του βυθού και το μετέφεραν ανοιχτά στον Παγασητικό. Ήταν οι γνωστές μαούνες τύπου «κλαπέ» που άνοιγε ο πυθμένας τους, ώστε ν’ απορρίπτεται το περιεχόμενο. Μόνο που στο παρακάτω γεγονός έφυγε μαζί κι ο… Χριστόπουλος:

«Άλη μια φορά εδούλεβα στη φαγάνα που έσκαβε το λιμάνι. Πιγέναμε με της μαούνες, της λέγαμε κλαπέ γιατή έχουν αποκάτο πόρτες και αδιάζουν τη λάσπη. Μας τραβούσε το ριμουλκό της εταιρίας η Κλεοπάτρα. Όταν πιγέναμε ανικτά στις πυραποθήκες μολάραμε το βίνζη και ανίγαν η πόρτες. Λιπόνεκή που μολάρισα το βίνζη με τιλίγη το μανίκη και με πετάϊ μες στην χαβούζα και βγήκα από κάτο, μια χαρά, σάματη έκανα βουτιά. Δεν έπαθα τίποτα άλο που βράχικα και έγινα όλο λάσπη».

Εδώ ο νεαρός τότε αφηγητής δείχνει να ξεπερνά με ελαφρότητα το συμβάν, στο οποίο όμως διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο τραυματισμού ή και πνιγμού ακόμη, αλλά διασώθηκε όντας νέος και ικανός κολυμβητής.

ΑΝΕΛΚΥΣΕΙΣ ΠΛΩΤΩΝ ΜΕΣΩΝ

Ενδιαφέρουσα ιστορία καταθέτει στις βιωματικές του καταγραφές ο Χριστόπουλος και από τις ανελκύσεις των πλωτών μέσων της εταιρείας των λιμενικών έργων για συντήρηση ή τυχόν επισκευές. Η αφήγηση που ακολουθεί δείχνει την κοπιώδη όσο και τεχνική εργασία αλλά και τις γνώσεις του πατέρα Χριστόπουλου, ώστε ν’ αποφευχθούν όλες οι δυσκολίες που παρουσιάστηκαν. Στο τέλος της ιστορίας δε, ο πατέρας αντιμετωπίζει, όπως θα έπρεπε, την μάλλον επιδεικτική συμπεριφορά του μεγαλοεργολάβου.

Πριν παραθέσουμε το κείμενο να επισημάνουμε πως η ανέλκυση γίνονταν με τα χέρια, με ξύλινα βίτζια και σύστημα πολλαπλών τροχαλιών:

«Άλη μια φορά ήχε φέρη η ετερία από τα λιμενικά έργα, ο Πετρόχειλος και ο Σταματόπουλος 2 μαούνες κλαπέ, μεγάλες από το Γύθιο, ήταν τσιγγομένες γιατή πιός ξέρει πόσα χρόνια ήχαν να βγουν όξο. Εζούσε ο πατέρας μου αλά από τους ρευματιζμούς δεν ημπορούσε να εργαστή και λέϊ στο Σταματόπουλο: Κύριε Μελέτη εγώ δεν ημπορό να εργαστό γιατή με πονούν τα ποδάρια. Δεν πιράζη Μαστροθανάσηεμής θα φέρουμε δικό μας προτομάστορα, δεν θέλομε ούτε βάζα ούτε τίποτε γιατή έχη πετροπίδια από κάτο η μαούνα και δεν χριάζοντε βάζα. Την έφεραν γιαλό την καθίσαν, την κοτσάραν και αρχίσαν να γιρίζουν τους εργάτες αλά μόλης πάτησε η πλώρη στην ακρογιαλιά ούτε μέσα, ούτε όξο. Πεδέβονταν 3 μέρες κάπου 60 εργάτες. Εκή βλέπουμε τον Πετρόχιλο και τον Σταματόπουλο και περικαλούσαν τον πατέρα μου να τους πη τη να κάνουν, έχη παραλίση όλη η δουλιά. Εντράπηκε, σικόθηκε και πίγε. Μόλης βλέπη τη μαούνα λέη του προτομάστορα: Φέρτε 2 βουβά 6 μέτρα και να έρθουν η εργάτες ν’ ανίξουν 2 γούρνες από κάτο από την καρένα (γιατή δεν ηπίρχαν γρίλη να σικόσουμε την μαούνα). Λόγο και έργο, σε μισή όρα ήταν όλα έτιμα. Ανεβίτε όλη απάνο στα βουβά. Μόλης ανεβίκαν όλη σικόθηκε η μαούνα. Φέρτε 2-3 κατρακίλια σαν τιλεγραφόξιλα. Τα περάσανε από κάτο από την καρένα. Άϊντετόρα βίρα! Εν τω άμα ήχαμε 3 εργάτες από 16 σε κάθε εργάτη και μόλης τεζάρουν καλά τα παλάγγα ξεκίνησε η μαούνα μ’ ένα γγρή και σε 3 ώρες ήχαμε μποζάρη εκή που πολεμούσε ο προτομάστορας 3 μέρες. Εκή βλέπουμε τον Θεοφάνη τον Πετρόχιλο και τον Μελέτη το Σταματόπουλο ήλθαν να σινχαρούν τον πατέρα μου και ο Θεοφάνης ήχε 3 πεντόδραχμα ος ήδος τράπουλα για να φιλέψη τον πατέρα μου. Μόλης ταϊδε ο πατέρας μου που τα ήχε στο χέρη αλάργα – αλάργα για να φένοντε του ήπε: Αυτά κύριε Θεοφάνη να πάτε να τα δίξετε κάπου αλού. Εγώ δεν ήλθα για τα λευτά αλά ήλθα να σας αποδίξο πια ήνε η τέχνη. Ήταν φτοχός αλά περίφανος, λεβέντης ο μακαρίτης ο πατέρας μου».

ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Από την περίοδο των λιμενικών έργων και του εργοταξίου της εταιρείας στα Πευκάκια ο Χριστόπουλος μας αφηγείται και το παρακάτω αστείο περιστατικό με τον… γυμνιστή εργάτη και τον αλαφροΐσκιωτο περιβολάρη στο κτήμα του κάπου στο ενδιάμεσο Πευκακίων – Νέων Παγασών:

«Όπος λεϊ η παριμίατ ρόγοντας έρχετε η όρεξη. Μια φορά δεν θιμάμαι κι όλα τη χρονολογία δουλέβαν πολή εργάτες στα λιμενικά έργα ευκιαναν τα Μπλόκια Μεταξη των εργατών ήτανε και ένας πατρινός τον λέγαμε Ξαστερο, όλα του τα ρούχα ήτανε ένα πουκάμισο και ένα Σόβρακο ήχε και παντελόνητοβαζε όταν θαλαπάϊ στο Βόλο.

Εκή στο περιβόλη που ϊνε Σίμερα το Κτύμα του Νζελιμάνη ήτανε ένας περιβολάρης Κριτικός τον έλεγαν Αναστάση τον βλέπουμε μια Μέρα και έρχετε τρομαγμένος στο σπίτι μας και γίρεβε να λιβανίσηοπος έλεγε της Νεραϊδες που λούζονταν στο πιγάδη αυτό το πιγάδη σόζετε Μέχρη Σίμερα. Ακουο εγώ ότη ήταν ΝεραΪδες επίρα το τουφέκη και πίγα Μαζή τον Μπαξεβανη. Αυτός ηχε το λιβάνι και εγώ το τουφέκι. Μόλις πίγαμε στο περιβόλη άρχισε να θιμιατίζη και να λέη ξορκισμούς. Εγώ πίγενα σιγά σιγά και Σκιφτά για να Μπορέσο να ηδό Καλίτερα. Εκήβλέπο τον Ξάστερο γιμνό και μου λέγη μην έρχεσε κοντά Νικόλα γιατή ημε ξεβράκοτος.Ηχε απλόση το πουκάμισο και… το σόβρακο για να στεγνόσουν κι αυτός ήταν ξαπλομένος στον ίλιο όσο να στεγνόσουν. Τότε φονάζο του περιβολάρη βρε Αναστάση κρίμα που ϊσε και Κριτικός τη θυμιατίζης Νεραϊδες και κολοκίθια αυτός ήνε ο Ξάστερος και ση τον πέρασες για Νεραϊδα και έλεγα με το Νούμου πος έτση έχουν γίνη όλες η μιθολογίες γιατή εάν δεν πίγενα να ϊδο πος ήταν ο Ξάστερος, ο περιβολάρης θα τοκανε ιστορία και θα γίνοταν παραμίθη».

Συχνά ο Χριστόπουλος στ’ απομνημονεύματά του αναφέρει την περίοδο των λιμενικών έργων για να προσδιορίσει χρονικά κάποια γεγονότα. Σημειώνει για παράδειγμα: «πριν να γίνουν τα λιμενικά έργα», «όταν γίνονταν τα λιμενικά έργα» ή «είχαν μείνει ημιτελή» στη διάρκεια της τούρκικης κατοχής το 1897 – 98, καταγράφοντας και περιστατικά που συνέβησαν στο χώρο των εκτελουμένων, προηγουμένως, έργων.

Στο επόμενο μέρος του σημειώματός μας θα μνημονεύσουμε αφηγήσεις του Χριστόπουλου από την περίοδο των ημιτελών λιμενικών έργων και ακόμη θ’ αναφερθούμε στους πίνακές του με το ίδιο θέμα.

Συνεχίζεται…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου