Γρηγόρης Καρταπάνης:Ο Παπαδιαμάντης στη Σκιάθο για το Πάσχα του 1894

γρηγόρης-καρταπάνηςο-παπαδιαμάντης-12457

ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ 21 ΧΡΟΝΙΑ

Ευσεβής χριστιανός ο Παπαδιαμάντης, διέθετε βαθιά πίστη και συνάμα επαρκέστατη γνώση των λειτουργικών κανόνων, επιβάλλοντας πάντοτε υψηλά στάνταρ, κατά την τέλεση των λατρευτικών του καθηκόντων. Απαιτούσε, με τα δικά του κριτήρια, αυστηρή τήρηση των κανονισμών και των τύπων, σε όλες τις ιερές ακολουθίες, μέσα από μια πραγματική ευλάβεια, για ουσιαστική μέθεξη ψυχής σε αυτές, τόσο από τους πιστούς όσο και από τους ιερείς.

Ετούτες οι προϋποθέσεις απουσίαζαν συνήθως από τις εκκλησίες της Αθήνας, γι’ αυτό και αποζητούσε συγκεκριμένους λατρευτικούς χώρους, όπου υπήρχαν, όπως λ.χ. στις μυσταγωγίες του Αγίου Ελισαίου. Ακόμη είναι γνωστό πόσο ευλαβούνταν και τιμούσε ο Παπαδιαμάντης τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Γι’ αυτό και δεν μπορούσε με τίποτε να αποδεχτεί τον εορτασμό τους στις Αθηναϊκές εκκλησίες, όπου όλα τελούνταν μηχανικά, διεκπεραιωτικά, με μια «επίπλαστον ευλάβεια», μακριά από το πνεύμα των ημερών, παρά την εμφανή λαμπρότητα.

Μακριά από τον τόπο του

Αφότου εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στην Αθήνα, το Σεπτέμβριο του 1873, γεύτηκε αυτή τη διαφορά, συγκρίνοντας τα πράγματα με ό,τι συνέβαινε στο νησί του. Κι αν τα Χριστούγεννα, αναγκαστικά, τα γιόρταζε, όντας καταχείμωνο, στην πρωτεύουσα, το Πάσχα επεδίωκε να ξεφεύγει σε διάφορα χωριά της Αττικής για τον εορτασμό ενός γνήσιου, χριστιανικού και παραδοσιακού Πάσχα, κατά τα πρότυπά του. Σαφής η αναφορά του συγγραφέα στο διήγημα «Πάσχα ρωμέικο», όταν δεν ανταποκρίθηκε στις προσκλήσεις του κερκυραίου φίλου του μπάρμπα – Πύπη να συνεορτάσουν μαζί την Ανάσταση, στον Πειραιά: «Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα την συνήθειαν να εορτάζω έκτος του Αστεως το Αγιον Πάσχα». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τακτικήςαποτελεί το διήγημα «Η Βλαχοπούλα».

Εκεί τα δρώμενα πλησιάζουν κατά πολύ σ’ εκείνα της πατρίδας του, την οποία για χρόνια είχε αποστερηθεί κι όσο αυτά περνούσαν ο πόθος της επιστροφής φούντωνε όλο και περισσότερο. Οι λιγοστές επισκέψεις στο γενέθλιο τόπο, για μια εικοσαετία περίπου, είχαν συνήθως το χαρακτήρα ολιγόμηνων καλοκαιρινών διακοπών. Η νοερή διαφυγή, με τη συγγραφή επίκαιρων διηγημάτων, ίσως να τον ανακούφιζε προσωρινά, αλλά συγχρόνως διόγκωναν την οδυνηρή απουσία (από τα 16 Πασχαλινά διηγήματα, τα 11 είναι «σκιαθίτικα»).

Από το 1873 που αναχώρησε για την Αθήνα, ο Παπαδιαμάντης, ευτύχησε να γιορτάσει το Πάσχα στο νησί του, 21 χρόνια αργότερα, στα 1894.

Αδυναμία επανόδου για το Πάσχα του 1890

Στις αρχές του αθηναϊκού του βίου ο Παπαδιαμάντης, επέστρεψε στο νησί του τα καλοκαίρια του 1874 και 1875. Πέρασαν 5.5 χρόνια για να επανέλθει αναγκαστικά, το Φεβρουάριο του 1881, με αναρρωτική άδεια, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Εκτοτε παρήλθε σχεδόν μια δεκαετία ώσπου να επισκεφθεί ξανά τη Σκιάθο, τον Ιούνιο του 1890. Σχεδίαζε μήνες νωρίτερα ετούτη την τελευταία επάνοδο, από τα προηγούμενα Χριστούγεννα, αναβάλλοντάς τη συνεχώς, λόγω των υποχρεώσεων του στην «Εφημερίδα», όπου εργάζονταν τότε. Σκόπευε πάντως να βρεθεί κοντά στους δικούς του για τις εορτές του Πάσχα εκείνης της χρονιάς. Στην υπ. αρ. 159 επιστολή προς τον πατέρα του (24/11/1889,Αλληλογραφία, εκδ. Δόμος, φιλολογική επιμέλεια Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, σελ. 133-134), προσδιορίζει την επιστροφή στον τόπο του μετά τα Φώτα: «Οσον ταχύτερα δυνηθώ, όταν φωτισθούν τα νερά, θα έλθω εξ άπαντος να σας ίδω». Αλλά και σε επιστολές που ακολουθούν επαναλαμβάνεται η μελλοντική επάνοδος και η επιθυμία να συναντήσει, έπειτα από τόσα χρόνια, τους οικείους του:

«Θα έλθω εις Σκιάθον, αν θέλη ο Θεός, ίσως και το Πάσχα…» ( επιστολή 160, 29/12/1889, Αλληλογραφία οπ.π. σελ. 135). Και πάλι παρουσιάζεται αναβολή, προσδιορίζοντας την επίσκεψη στον τόπο του για το Πάσχα, στο υστερόγραφο της υπ. αρ. 161 επιστολής (9/2/1890): «Δεν μοι ήτον εύκολον να έλθω τώρα εις Σκιάθον. Το Πάσχα αν θέλη ο Θεός» (αλληλογραφία οπ.π. σελ. 136).

Η ποθούμενη επιστροφή δεν φαίνεται να ευοδώνεται και ο Παπαδιαμάντης προσδιορίζει τις αιτίες αυτής της αδυναμίας, που δεν είναι άλλες από τις εργασιακές του υποχρεώσεις στην «Εφημερίδα»:

«Αν θέλη ο Θεός, ίσως έλθω το Πάσχα, ή ολίγας ημέρας ύστερα. Προσπαθώ να συνεννοηθώ με την διεύθυνσιν της Εφημερίδος τοιουτοτρόπως, ώστε να μην ξεπιασθώ από την Εφημερίδα,αλλά να εργάζομαι και δι’ όσον καιρόν θα μείνω εις Σκίαθον. Οταν συνεννοηθώ τότε και επί μήνας δύναμαι να εργάζωμαι μένων εν Σκιάθω». (επιστολή 162, 3/3/1890, αλληλογραφία οπ.π. σελ. 136 – 137).

Τελικά αδυνατεί να επισκεφθεί το νησί του για το Πάσχα, αφού κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά του αν απομακρυνθεί, γεγονός καταστροφικό για την προβληματική, άλλωστε, οικονομική του κατάσταση.

Στην υπ. αρ. 163 επιστολή στις 25/3/1890 αναφέρει χαρακτηριστικά: «Θεού ευδοκούντος θα έλθω χωρίς άλλο εντός του Απριλίου ή Μαΐου το βραδύτερον. Έχω ανάγκη να κάμω το ταξίδι αυτό και θα έλθω εξ άπαντος. Ο λόγος δι ον ηργοπόρισα είνε ότι ζητώ να τα καταφέρω, ως σας έγραφα, να έχω και εις Σκιάθον εργασίαν, διότι άλλως θα χρειασθούν να με αντικαταστήσουν και δεν ειξεύρομεν τι γίνεται» (αλληλογραφία οπ.π. σελ. 137).

Ο διακαής του πόθος για την άμεση επάνοδο στον τόπο του, καθιστά το ταξίδι επιβεβλημένο, έστω και αργότερα, αφού πλέον απέτυχε να συνεορτάσει το Πάσχα με τους δικούς του.

Τελικά επιστέφει στη Σκιάθο τον Ιούνιο του 1890, όπως προεξοφλεί σχετικά στην υπ. αρ. 165 επιστολή του στις 6/5/1890 : «Ως σας έγραφα, θα έλθω, συν Θεώ, εντός του θέρους, όσον πρωϊμώτερα δυνηθώ» (αλληλογραφία οπ.π. σελ. 138).

Παραμένει στο νησί ως τα τέλη Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, για περίπου πέντε μήνες, το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ίσαμε τώρα που επισκέφτηκε τη Σκιάθο, έπειτα από την αναχώρησή του για την Αθήνα. Την ίδια περίοδο αρχίζει και την τακτική συνεργασία του με την εφημερίδα «Ακρόπολις». Ισως με την απουσία του αναγκάστηκε να «ξεπιασθεί» από την «Εφημερίδα».

Πάσχα του 1894 στη Σκιάθο

Ο,τι δεν κατάφερε στα 1890 ο Παπαδιαμάντης, το πέτυχε τέσσερα χρόνια αργότερα. Η επιθυμία για επάνοδο στη Σκιάθο επαναλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε (επιστολή 174, 28/9/1892). Ενας σοβαρός λόγος που αναγκάζει το σκιαθίτη διηγηματογράφο να επανακάμψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, είναι οι σοβαρές στομαχικές διαταραχές που τον ταλαιπωρούν αφάνταστα. Η επιβαρυμένη υγεία του επιδεινώνεται, ως αποτέλεσμα της ελλιπούς διατροφής, της συνεχούς γραφικής εργασίας (σκυμμένος μπροστά στα γραφτά του) και κυρίως του πιοτού, γεγονός που τον αναγκάζει να επιστρέψει για να ανακάμψει στο ζωογόνο αέρα του νησιού του.

Στο άρθρο «Ταξίδι – βαπόρι – ρωμέικο», περιγράφει αυτή τη μετάβασή του στο νησί προκειμένου να εορτάσει το Πάσχα, έπειτα από 21 ολόκληρα χρόνια, στην αγαπημένη του Σκιάθο.

Η πάθηση του στομαχιού τον ταλαιπωρεί διαρκώς και πραγματικά δεινοπαθεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, από τον Πειραιά στο Βόλο, όπου στη λεπτομερή περιγραφή του καταγγέλλει και τα κακώς κείμενα στην Ελληνική Ακτοπλοΐα. Αποκαλεί τον εαυτό του «αποκαμωμένο παλαιστή του βίου» και στη συνέχεια κάνει λόγο για τα προβλήματα υγείας, όπως και για το σκοπό του ταξιδιού του:

«Εγω ήμην σχεδόν άρρωστος, είχα πάθει προ μικρού από τον στόμαχον, οφείλω να το ομολογήσω. Πλήν δεν ήτο τόσον από κατάχρησιν στομαχικήν, όσον από σκύψιμον και οκτάωρον συνεχή καθημερινήν εργασίαν άνευ του τεταγμένου αγιασμού της ημέρας των Σαββάτων. Ήτο την Πέμπτην των Βαΐων, 7 Απριλίου του έτους 1894. Μετά τόσων ετών ξενιτευμόν θα επήγαινα να εορτάσω το Πάσχα πλησίον των πτωχών γηραιών γονέων μου. Η αύρα της θαλάσσης και η αναψυχή και η βραχεία σχόλη, και ο αήρ της μικράς, πτωχής και αφανούς, της γενεθλίας νήσου, ήλπιζα, εις το έλεος του Θεού, ότι θα μου απέδιδον την υγείαν. Και δεν εψεύσθην της ελπίδος».

Και πιο κάτω επίσης αναφέρεται στα συμπτώματα της αρρώστιας του : «Δεν ημπορούσα πλέον να κοιμηθώ. Μου επήλθεν ο συνήθης από δυο εβδομάδων γουργουρισμός, η τρεμούλα και η μικρά λιποθυμία» (Απαντα, εκδ Δόμος, τ. 5, σελ. 243-250).

Για να φθάσει, όπως επακριβώς επισημαίνει, στο τέλος του άρθρου, στο Βόλο, το απόγευμα της Παρασκευής 8 Απριλίου. Από εκεί με άλλο πλεούμενο της τοπικής γραμμής θα κατέπλεε στη Σκιάθο.

Στο νησί του ο Παπαδιαμάντης παρέμεινε για περίπου δύο μήνες, οπωσδήποτε ως τα τέλη Μαΐου. Τούτο καταδείχνεται από τον ίδιο τον συγγραφέα στο αυτοβιογραφικό του διήγημα «Επιμηθείς εις τον βράχον» (δημοσιευμένο μετά το θάνατό του, στις 11/6/1925, στην εφ. Ελεύθερον Βήμα). Εκεί περιγράφεται εκδρομή με μεγάλη συντροφιά αγαπητών συμπατριωτών του στο Κάστρο της Σκιάθου για τον εορτασμό της Αναλήψεως. Η αναφορά είναι σαφής: «Ητο αρχάς θέρους την 25ην ημέραν του Μαΐου… Ητο εις τα… τον περασμένον αιώνα!» (Απαντα οπ.π. τ. 4 σελ. 583 – 590). Προφανώς το διήγημα γράφτηκε κατά την τελευταία δεκαετία του βίου του.

Η τέλεση του εσπερινού την παραμονή της γιορτής και της θείας λειτουργίας ανήμερα, συνοδεύτηκε από γενναίο φαγοπότι, κατά την προσφιλή συνήθεια των πανηγυριστών. Αλλά και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, παρότι κατέφυγε στο νησί του για να βελτιώσει την κατάσταση του στομάχου του, δεν απέφευγε την συνεχή κατανάλωση κρασιού. Τούτο διαπιστώνεται, τόσο στο παραπάνω διήγημα, όσο και σε επιστολή του εκδότη της Ακροπόλεως, Βλ. Γαβριηλίδη- απάντηση σε άλλες ανεύρετες του Παπαδιαμάντη– που τον συμβουλεύει να προσέχει τη διατροφή του, και να αποφεύγει τις γενναίες τσιπουρο-κρασοκατανύξεις,αν επιθυμεί να βελτιώσει την ταλαιπωρημένη υγεία του: «…Μ’ εχαροποίησες πολύ με το γράμμα σου και το καταδιασκέδασα. Ητον αντάξιον του άλλου εκείνου με το πιλάφι. Αλλά μ’ ετρόμαξεν η κατανάλωσις του μοσχάτου και του τσίπουρου. Μωρέ πίνε νερό, αν θέλης να σε αναγεννήση η Σκιάθος. Θα φορτώσεις άλλως εις τον κατακαϋμένο σου στόμαχον στρώματα και εφαπλώματα λίπους με το άτιμον το οινόπνευμα» (αλληλογραφία οπ.π. σελ. 147-148, επιστολή 184, στις 28/4/1894).

Επίλογος

Επιτέλους, έπειτα από 21 χρόνια, ο Παπαδιαμάντης γιόρταζε το Πάσχα στην αγαπημένη του Σκιάθο, μαζί με τους δικούς του ανθρώπους και πραγματικά πρέπει να το ευχαριστήθηκε δεόντως.

Δυστυχώς σ’ αυτή του την επίσκεψη έβλεπε για τελευταία φορά ζωντανό τον ιερέα πατέρα του, που απεβίωσε τον Ιούνιο του επόμενου χρόνου, αναγκάζοντάς τον να επανακάμψει στον τόπο του, λίγο αργότερα, προκειμένου να συμπαρασταθεί στη μητέρα του και τις ανύπαντρες αδελφές του. Και πάλι δυστυχώς, το επόμενο Πάσχα, που θα γιόρταζε στη Σκιάθο, θα το περνούσε κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες στα 1904: Λίγο καιρό νωρίτερα, το Φεβρουάριο, ο αδερφός του Γεώργιος αρρώστησε σοβαρά από ψυχικό νόσημα – «έπαθε τας φρένας» – και ο ίδιος, ο πάντοτε πενόμενος Παπαδιαμάντης, αναλάμβανε τη φροντίδα της πολυμελούς οικογένειάς του.

Γι’ αυτό και νοσταλγούσε, κρατώντας ζωντανές τις μνήμες, το Πάσχα του 1894.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου