Γρηγόρης Καρταπάνης:Μετά την απελευθέρωση (Μέρος Γ ,1947)

γρηγόρης-καρταπάνηςμετά-την-απελευθ-97527

ΑΝΕΛΚΥΣΕΙΣ ΝΑΥΑΓΙΩΝ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ

Συντονισμένα και με σταθερούς ρυθμούς προχωρούσε, το Μάρτιο του 1947 η εκκαθάριση του λιμανιού του Βόλου από τα ναυαγισμένα πλεούμενα – απομεινάρια του πολέμου. Οι συνεχείς προσπάθειες με τα κατάλληλα διατιθέμενα μέσα απέδιδαν ουσιώδες έργο σε διάστημα ενός περίπου μήνα αφότου ξεκίνησαν.

Τα περισσότερα ευμεγέθη ναυάγια είχαν αποσυρθεί και η προσέγγιση στις προβλήτες και στα μουράγια ήταν πλέον εφικτή σε σημαντικό ποσοστό, ώστε και πάλι να παρουσιάζεται το λιμάνι λειτουργικό, εξυπηρετώντας τις διάφορες επιτακτικές ανάγκες, με την παράλληλη αποκατάσταση των κρηπιδωμάτων και των υπόλοιπων χερσαίων εγκαταστάσεων. Απέμεναν μόνο το μεγάλο γερμανικό φορτηγό πλοίο Ανόβερο, μπροστά στην κεντρική προβλήτα, που θ’ ανελκύονταν από ιδιωτική εταιρία, και δύο τρία ακόμη σοβαρά εμπόδια, ξέχωρα το πλήθος μικροναυαγίων και συντριμμάτων που η εκκαθάρισή τους θα έπαιρνε κάμποσο, ακόμη, καιρό, γύρω στους δύο μήνες σύμφωνα με τους υπολογισμούς των υπευθύνων του ΟΑΝ.

Ένα επιπρόσθετο εμπόδιο που εξακολουθούσε να υφίσταται αποτελούσαν τα διάφορα πυρομαχικά που υπήρχαν, είτε μέσα σε βυθισμένα σκάφη, είτε σκόρπια στον βυθό του λιμανιού, κι έπρεπε πρώτα να εκτιμηθεί η επικινδυνότητά τους ή να βεβαιωθεί η αχρηστία τους από τη χρόνια παραμονή τους στο νερό.

ΟΙ ΝΑΥΑΓΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ

Ολόκληρο το Μάρτιο κι ως τα μέσα περίπου του Απριλίου οι εργασίες έχουν προχωρήσει τόσο ώστε να έχει πλέον απελευθερωθεί η κεντρική προβλήτα (εκτός του «κεφαλόσκαλου» όπου ήταν το Ανόβερο), η σκάλα των σιδηροδρόμων, ο ανατολικός λιμένας (όπου ελλιμενίζονταν τα πολεμικά της Ναυτικής Βάσεως) και ο λιμήν των ιστιοφόρων, προς τα ιχθυοπωλεία και το λιμενίσκο του τελωνείου. Ακολουθούσαν όμως οι σχετικά χρονοβόρες διαδικασίες των πολυάριθμων μικροναυαγίων και σκόρπιων συντριμμάτων, καθώς με την πρόοδο των εργασιών ανακαλύπτονταν και άλλα που είχαν διαφύγει από τις πρώτες αυτοψίες.

Παράλληλα προχωρούσαν και οι αποκαταστάσεις στο χερσαίο χώρο: στο ανατολικό τμήμα για τις ανάγκες του στόλου επιδιορθώθηκαν τα μουράγια, τοποθετήθηκαν δέστρες και αποκαταστάθηκε, με τη συνδρομή της Ναυτικής Βάσεως, το δίκτυο ύδρευσης.

Μετά την περάτωση των δυσκολότερων ναυαγιαιρέσεων, απέπλευσε στις 10/4 από το Βόλο ο ειδικός γερανός (μπίγα) Κίνγκαρθ, προκειμένου να μεταβεί στην Θεσσαλονίκη και σε άλλα λιμάνια για την ανέλκυση των εκεί ναυαγίων. Θ’ αποστέλλονταν άλλος γερανός μικρότερης ανελκυστικής ικανότητας (40 τόνων) για το τελείωμα των υπόλοιπων εργασιών, δηλαδή το ξεκαθάρισμα μικροναυαγίων και άλλων σκόρπιων υπολειμμάτων.

Ουσιαστικά, εκτός από το Ανόβερο, σημαντικά εμπόδια παρέμεναν το σιδερένιο πετρελαιοκίνητο Ελένη στο μέσον του λιμανιού που θ’ ανελκύονταν αφού αποσύρονταν πρώτα το φορτίο γαιανθράκων που περιείχε και ένα μικρό ρυμουλκό φορτωμένο πυρομαχικά προς τη σκάλα των σιδηροδρόμων, το οποίο θα τεμαχίζονταν όταν θα είχε μεταφερθεί το επικίνδυνο περιεχόμενό του. Άμεσης προτεραιότητας θεωρούνταν η ανέλκυση του Ανόβερου, που πέρασε πολλές διακυμάνσεις και θα αναφερθούμε σε ξεχωριστή, παράγραφο στη συνέχεια.

Ακόμη, εκείνες τις μέρες, περί τα μέσα Απριλίου, γίνεται εκτενής λόγος στα δημοσιεύματα του τύπου, για τα υπόλοιπα λιμενικά έργα και κυρίως για τον εφοδιασμό του λιμανιού με τον κατάλληλο και απαραίτητο εξοπλισμό. Διατέθηκαν τέσσερις γερανοί φορτοεκφορτώσεων, από τους οποίους ο ένας ήταν ανυψωτικής ικανότητας 60 τόνων, ώστε στο λιμάνι να εξυπηρετούνται όλες οι ανάγκες των πλοίων. Ακόμη θα κατέπλεαν οσονούπω και δύο ρυμουλκά, που ενώ αρχικά προορίζονταν για το λιμάνι του Βόλου, προέκυψε η παραχώρησή τους στην δίωξη του λαθρεμπορίου, αλλά με τη σθεναρή παρέμβαση της Ναυτικής Βάσεως κατορθώθηκε ο ερχομός τους.

ΣΕ ΠΙΟ ΧΑΛΑΡΟΥΣ ΡΥΘΜΟΥΣ

Η νέα πλωτή μπίγα που θα ολοκλήρωνε τις υπόλοιπες εκκαθαριστικές εργασίες, ανυψωτικής δύναμης 40 τόνων, καθυστέρησε να καταπλεύσει περίπου ένα μήνα μετά τον απόπλου του Κίνγκαρθ, με αποτέλεσμα οι ναυαγιαιρέσεις να μείνουν κι αυτές πίσω. Το φορτίο γαιανθράκων του πετρελαιοκίνητου Ελένη είχε ανασυρθεί και έπονταν η άμεση ανέλκυση και του σκάφους. Αντίθετα δεν προβλέπονταν το ίδιο και με το α/π. Θήρα, έξω από την είσοδο του λιμανιού αν και ολοκληρώνονταν, έπειτα από προσπάθειες μηνών, η εκφόρτωσή του.

Σημειώνεται επίσης στα σχετικά δημοσιεύματα, ότι με τις ανασύρσεις είχαν διασωθεί χρήσιμα μηχανήματα και άλλα αντικείμενα που είχαν εκτιναχθεί στη θάλασσα από τις διάφορες εκρήξεις ή πετάχτηκαν επίτηδες από τους ίδιους τους κατακτητές, κατά το καταστροφικό τους έργο. Οι υπόλοιπες εκκαθαρίσεις ναυαγίων συνεχίστηκαν μετά τον κατάπλου του νέου γερανού, στις 22 Μαΐου, ο οποίος θα παρέμενε ως τον πλήρη καθαρισμό του λιμανιού. Εκτός από τις ναυαγιαιρέσεις θα συμμετείχε και στη μεταφορά και τοποθέτηση των ογκολίθων (μπλόκια) στις κατασκευές και επιδιορθώσεις κρηπιδωμάτων.

Οι υπεύθυνοι αξιωματικοί του ΟΑΝ συνέχιζαν να επιβλέπουν και να οργανώνουν τις εναπομείνασες ναυαγιαιρέσεις, ενώ προσέφεραν τις υπηρεσίες τους και στα ιδιωτικά ανελκυόμενα σκάφη (Ανόβερο, Ελένη) ώστε με την τεχνογνωσία τους να επισπεύσουν την ολοκλήρωση των εργασιών. Το λιμάνι έπρεπε ν’ αποδοθεί απολύτως καθαρό, το συντομότερο δυνατό, μιας και βρισκόμαστε πια στα τέλη Μαΐου.

Η ΑΝΕΛΚΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΟΒΕΡΟΥ

Εξαιρετικά ενδιαφέρον παρουσιάζεται το χρονικό της ναυαγιαίρεσης του φορτηγού πλοίου Ανόβερο που βρίσκονταν ημιβυθισμένο στο κεφαλόσκαλο της κεντρικής προβλήτας. Επρόκειτο για το πλέον ευμέγεθες ναυάγιο του λιμανιού που αρχικά επλήγη κατά το συμμαχικό αεροπορικό βομβαρδισμό της 13ης Οκτωβρίου 1944, από εμπρηστικές βόμβες για να το αυτοβυθίσουν λίγες μέρες αργότερα οι Γερμανοί, ώστε να μην περιέλθει στα χέρια ελλήνων ή συμμάχων και επιπλέον ν’ αποτελέσει ένα ακόμα εμπόδιο στη λειτουργία του λιμανιού. Αν και είχε υποστεί αρκετές ζημιές, θεωρούνταν σύγχρονο πλοίο ναυπήγησης του 1939 «εις τα περίφημα ναυπηγεία Ανσάλντο της Ιταλίας» εκτοπίσματος 8.000 τόνων και έφερε καινούριες ντηζελομηχανές, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα εκείνων των ημερών στον τοπικό τύπο.

Η ανέλκυση και η επαναχρησιμοποίηση του, έπειτα βέβαια από εκτεταμένες επισκευές και αποκαταστάσεις, θεωρούνταν εφικτή κατά τις εκτιμήσεις των ανθρώπων της εταιρίας που το αγόρασε, αντί ποσού 148 εκατομμυρίων δραχμών (ή κατ’ άλλες πληροφορίες 154), τίμημα που θεωρήθηκε ιδιαίτερα χαμηλό. Ίσως να επρόκειτο για κάποια ευνοϊκή παραχώρηση του κράτους προς την συγκεκριμένη εφοπλιστική εταιρία, όπως άλλωστε συμβαίνει διαχρονικά. Πριν από την έναρξη των εργασιών ανέλκυσης κι έπειτα από τους σχετικούς ελέγχους εκφράζονταν η βεβαιότητα ότι το πλοίο ήταν επισκευάσιμο και εκμεταλλεύσιμο και μόνο σε περίπτωση που θα ήταν αδύνατον να επαναπλεύσει θα διαλύονταν και θα πωλούνταν για παλιοσίδερα, αφού βέβαια αφαιρούνταν οι μηχανές κι ότι άλλο χρήσιμο υπήρχε.

Διαβάζουμε σχετικά: «Οι αγοράσαντες πάντως το ναυάγιον, εφοπλισταί (αντί 154 περίπου εκατομμυρίων δρχ.) έχουν απόφασιν να το ανελκύσουν, δεδομένο ότι αι μηχαναί του εξετασθείσαι ουδέν ευρέθη να έχουν πάθει και γενικώς πρόκειται περί νέου σκάφους, το οποίον επισκευαζόμενον θα καθίστατο εν από τα καλλίτερα μεγάλα ελληνικά φορτηγά. Μόνον δε εάν αποδειχθή ότι είναι αδύνατον να καταστή πλεύσιμον το Ανόβερρον, θ’ αρχίση η διάλυσίς του. Τούτο θα έχη καταδειχθή εντός 15θημέρου». (Ταχυδρόμος 28/2/1947).

Την αρχική αισιοδοξία όμως διαδέχθηκε απογοήτευση, όταν αποκαλύφθηκε το ευρύ ρήγμα της πρύμνης – κάπου 7 μέτρα – που ήταν και δύσκολα προσβάσιμο γιατί το πλοίο, στο σημείο του εκείνο ήταν χωμένο στη λάσπη. Τα υπόλοιπα ρήγματα φαίνονταν μάλλον αμελητέα και στα πέντε συνολικά κύτη του καραβιού μπορούσαν να απαντληθούν τα νερά από τα τρία πλωριά, ενώ αντίθετα στα πρυμνιά που περιλάμβαναν και το μηχανοστάσιο κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό, λόγω ακριβώς του μεγάλου ρήγματος, το οποίο είχε προκληθεί από τορπίλη κατά την αυτοβύθιση.

Μολαταύτα η προσπάθεια δεν εγκαταλείφτηκε, με τις αντλίες να δουλεύουν διαρκώς, ώστε να πλεύσει το πρωραίο τμήμα και να είναι δυνατή η μετατόπιση του πλοίου για την προσέγγιση του ρήγματος. Είχαν διατεθεί και από τον ΟΑΝ επιπλέον αντλίες που εργάζονταν ασταμάτητα, καθώς το ναυάγιο έπρεπε το συντομότερο δυνατό να αποσύρονταν από το λιμάνι. Οι αγοραστές έπειτα από παύση λίγων ημερών συνέχισαν τις προσπάθειες, γιατί σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους η συνολική δαπάνη αγοράς, ανέλκυσης και επισκευών δεν θα ξεπερνούσε τις 100 χιλ. λίρες, ενώ για τη ναυπήγηση ενός ίδιου πλοίου απαιτούνταν τουλάχιστον 250 χιλιάδες.

Προς τα τέλη Μαρτίου, έπειτα από ένα μήνα εργασιών, γίνεται φανερή η ευόδωση της προσπάθειας με την εκτίμηση ότι η ναυαγιαίρεση θα ολοκληρώνονταν μέσα στο Μάιο. Στις 11 Απριλίου πληροφορούμαστε ότι το πλωριό τμήμα επέπλευσε και με τη βοήθεια ρυμουλκού το καράβι μετατοπίστηκε ώστε να γίνεται προσβάσιμο το μεγάλο ρήγμα της πρύμης και αμέσως ξεκίνησαν οι ενέργειες φραγής του. Προστίθονται και νέες αντλίες που εργάζονται ακατάπαυστα για πολλές μέρες, προκειμένου ν’ απαντληθούν τα νερά και από τα πρυμνιά κύτη. Στις 7/5/47 εκτιμάται ότι όλα θα έχουν τελειώσει ως το τέλος του μήνα και επισημαίνεται ότι επρόκειτο για μια από τις δυσκολότερες ναυαγιαιρέσεις που πραγματοποιήθηκαν ποτέ στην Ελλάδα.

Τελικά η πλεύση του πλοίου επιτεύχθηκε με κάποια καθυστέρηση στις 9 Ιουνίου και το γεγονός απασχολεί ιδιαίτερα την τοπική ειδησεογραφία τις επόμενες μέρες. Το Ανόβερο μεταφέρθηκε αρχικά στα Πευκάκια για επιπρόσθετες στεγανοποιήσεις των υφάλων του, ώστε να μπορεί να ρυμουλκηθεί σε ναυπηγείο του Πειραιά αρχικά και κατόπιν του εξωτερικού για την πλήρη αποκατάστασή του.

Η εφ. Η Θεσσαλία σημειώνει (10/6) ότι η προσπάθεια αποτέλεσε «πραγματικόν άθλον» λόγω της κατάστασης στην οποία βρίσκονταν το ναυαγισμένο πλοίο. Να επισημανθεί ότι στις εργασίες ναυαγιαίρεσης πρωτοστάτησαν και πολλοί βολιώτες τεχνίτες, όπως ο ναυπηγός Ιωάννης Μπατσής και ο δύτης Γ. Πετρινώλης

Στις 11 Ιουνίου, στον τοπικό τύπο δημοσιεύονται και αρκετές λεπτομέρειες από την τελική φάση της κοπιώδους ναυαγιαίρεσης.

Το λιμάνι του Βόλου είχε πια απαλλαγεί από το μεγαλύτερο ναυάγιο του και η κεφαλή της κεντρικής προβλήτας ήταν πλέον ελεύθερη και προσβάσιμη για τις ανάγκες των πλοίων. Απέμεναν βέβαια διάφορα μικροναυάγια, υπολείμματα και συντρίμμια που αποσύρονταν διαρκώς, όπως και τα ναυάγια έξω από το λιμάνι, δηλ. της Γερμανικής τορπιλακάτου ΤΑ38 και του α/π Θήρα, η διάλυση των οποίων θα ολοκληρώνονταν δεκαετίες αργότερα. Έπειτα από τις εκκαθαριστικές εργασίες στις αρχές της δεκ. του ’50 σε αυτά, τα διάφορα απομεινάρια που εξακολουθούσαν να υπάρχουν – πολλοί θα θυμούνται την κόκκινη σημαδούρα, δηλωτική των ναυαγίων – πάρθηκαν στις αρχές της δεκ. του ’80.

Ας ολοκληρωθεί κάπου εδώ ετούτη η ενδιαφέρουσα, νομίζω, πτυχή της ιστορίας του λιμανιού του Βόλου.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου