Γρηγόρης Καρταπάνης: ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

γρηγόρης-καρταπάνης-παιδικεσ-αναμνη-242691

ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΛΟ ΤΟΥ 1889-90

Μνήμες των παιδικών του χρόνων καταγράφει ο λαϊκός ζωγράφος Νίκος Χριστόπουλος (1880-1967) σε κάμποσες σελίδες των απομνημονευμάτων του, από την περίοδο της διαμονής του στην πόλη του Βόλου ως τα 1892, όταν με την οικογένειά του μετεγκαταστάθηκαν στα Πευκάκια, στο χώρο του ναυπηγείου που είχε δημιουργήσει ο πατέρας του, Αθανάσιος, από το 1880.

Σκόρπιες στα φύλλα των χειρόγραφων εφτά τετραδίων εντοπίζονται οι αφηγήσεις αυτής της ενότητας, με τις περισσότερες να εντοπίζονται στο 5ο και 6ο, κυρίως τετράδιο, δίχως χρονολογική σειρά, αλλά συνήθως με την ένδειξη του έτους που συνέβη το περιγραφόμενο γεγονός. Παιδικές μνήμες, βαθειά ριζωμένες στη θύμηση του αφηγητή παρέμειναν ζωντανές ως τα γεράματά του, στα 1962-63, όταν και προχώρησε στην καταγραφή των σημαντικότερων στιγμών της ζωής του, μαζί με άλλες ενδιαφέρουσες πληροφορίες μιας ογδοντάχρονης και πλέον πορείας.

Ακόμη για εκείνη την περίοδο, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1880, δηλαδή στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τον τούρκικο ζυγό ,μας παραδίδει ο ζωγράφος αξιόλογα στοιχεία για την πόλη του Βόλου, αποτυπώνοντας καταστάσεις της εποχής και κυρίως μια ιδιαίτερα χρήσιμη αστική τοπογραφία, σε σχέση με τα κατοπινά χρόνια.

Αυτά τα ενδιαφέροντα κείμενα έχουμε παρουσιάσει σε παλιότερες αναφορές μας, σχετικά με την εικόνα του Βόλου προς τα τέλη του 19ου αιώνα.

Η οικογένεια του Αθ. Χριστόπουλου διέμενε, όπως ο ίδιος ο ζωγράφος σημειώνει, λίγο πιο κάτω από τη διασταύρωση των σημερινών οδών Π. Μελά και 28ης Οκτωβρίου. Δηλαδή σε ένα σημείο κεντρικότατο σήμερα που τότε αποτελούσε τμήμα των ακραίων συνοικιών της διαρκώς επεκτεινόμενης νέας πόλης, καθώς, πάλι στις γραφές του Χριστόπουλου, αναφέρεται ότι πιο πέρα εκτείνονταν χωράφια. Μέσα σ’ αυτό το αστικό τοπίο λοιπόν – κυρίως γύρω στο 1890 – καταγράφονται και ορισμένες ενδιαφέρουσες ιστορίες των παιδικών χρόνων, όντας ο αφηγητής πάνω – κάτω δεκαετής, ώστε να διατηρούνται στη μνήμη του εναργείς ενθυμήσεις και παραστάσεις.

Βιώματα της τρυφερής ηλικίας που φανερώνουν τις δραστηριότητες των παιδιών στις συνοικίες της αναπτυσσόμενης πόλης με τα παιχνίδια τους, τα πειράγματα, τις σκανταλιές και ότι άλλο πραγματώνεται μέσα από αθώες και απονήρευτες – όχι πάντοτε – συμπεριφορές. Η επιρροή των λόγων και των απόψεων των μεγαλύτερων εμφανίζεται και σ’ αυτές τις ιστορίες κάποιες φορές αρνητική, με τα παιδάκια της παρέας του μικρού Νίκου να εκτρέπονται σε πράξεις υπερβολικές και ενοχλητικές, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά σ’ αυτές τις ηλικίες ,όταν απουσιάζει η συμβουλευτική παρέμβαση. Πέρα από τις γουστόζικες, με την παιδική αφέλεια – πονηριά, αφηγήσεις, υπάρχουν και κάποιες σοβαρότερες που επίσης κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, μέσα από τον απλοϊκό ,άμεσο λόγο του αυτοβιογραφούμενου.

ΠΕΡΙΕΡΓΟΙ ΤΥΠΟΙ ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ

Οι καθημερινές σκηνές στους δρόμους της πόλης και η παρουσία παράξενων τύπων με ιδιάζουσα συμπεριφορά, προκαλούσαν την περιέργεια των παιδικών ομάδων που περιφέρονταν αναζητώντας αντικείμενο… εκτόνωσης.

Άρχιζαν ανελέητο πείραγμα και τους έπαιρναν στο κατόπι, δημιουργώντας διαρκείς ευτράπελες καταστάσεις, όπως με τον ζητιάνο της παρακάτω ιστορίας:

«Μια φορά στα 1890 ήταν ένας γεροντάκος, τον έλεγαν Ριγγούτη. Ήταν τσαγγάρης και όταν γέρασε ζητιάνευε. Πίγενε στην εκλισία και του δίναν καμιά λιτουργία και ζούσε. Πού στην οργή τον πίραν στο χέρι τα πεδιά και μόλις τον βλέπαν αρχινούσαν: Βρε γέρο Ριγγούτη τη κάνεις τον μισοκακόμιρο που πίγες και έκλεψες τα κεριά από την εκλησία. Αυτό ήταν. Αρχινούσε ο φουκαράς, τον έπιαναν τα νεύρα και έτρεμε. Εγώ βρε, έκλεψα τα κεριά; Εσή μορέ. Όπου γίνονταν ο φουκαράς χάλια, έτρεμε ολόκληρος και πετούσε το μπαστούνη για να χτιπίση τα πεδιά. Τότε πίγενε ένας και έκανε πος κινιγάϊ τα πεδιά, έπερνε το μπαστούνη και το πίγενε στον Ριγγούτη και τον έλεγε: Άϊντε μπάρμπα, μην τα σινορίζεσε τα παλιόπεδα. Και έτσι μαλάκονε ο γέρος. Άϊντε μπάρμπα αστία το ήπαμε».

Κι άλλος παράξενος τύπος πάλι στα 1890 προσείλκυε τη… μαρίδα του Βόλου που επαναλάμβανε επιδεικτικά την ιδιαίτερη εμμονή του, προκαλώντας τελικά οργισμένη αντίδραση:

« Άλη μια φορά στα 1890 ήταν ένας κύριος, πιος ξέρη που βαστούσε η σκούφια του. Όλη μέρα πολεμούσε να κουμπόση το κουμπή από το πουκάμισο. Τον πίραν χαμπάρη τα πεδιά κι αυτόν και πίγεναν από πίσω και φόναζαν: Δεν κουμπόνη, δεν κουμπόνη. Αλά αυτός αγρίεβε και φόναζε: Θα κουμπόση και βάδιζε βίμα. Αυτός μπροστά και τα πεδάκια από πίσο».

Κι άλλη περίεργη παρουσία στους δρόμους του Βόλου, έμεινε αλησμόνητη στη θύμηση του Χριστόπουλου, που την περιγράφει απολαυστικά. Μόνο που για ετούτο τον φουκαρά δεν μνημονεύει πειράγματα, όπως στις προηγούμενες περιπτώσεις. Η αφήγηση είναι αχρονολόγητη αλλά στα χειρόγραφα του ζωγράφου ακολουθεί τις δύο προηγούμενες και πιθανότατα ανήκει στην ίδια χρονική περίοδο. :

« Άλη μια φορά ήταν ένας άλος κύριος και γίριζε με το μπαστούνη στο χέρη και λογάριαζε πιος ξέρη τη λογαριαζμό ήχε. Πίγενε – πίγενε και σταματούσε απότομα και γιρνούσε με τα δάχτιλα. Αλά μόλις έρχονταν στην προβλίτα έδινε δρόμο. Έλεγες τη ηπόθεση να έχη και τρέχη αυτός ο άνθροπος. Μόλις πίγενε στο κεφαλόσκαλο κατέβενε στα σκαλοπάτια και ξέπλενε το μπαστούνη μες στη θάλασσα και ησίχαζε. Πιος ξέρη κι αυτός τη ναίχε πάθη. Κοζμάκης».

ΠΑΙΔΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΚΑΙ ΜΑΣΟΝΩΝ

Ανάλογες ιστορίες για τις συμπεριφορές των παιδιών τοποθετεί κι ένα χρόνο νωρίτερα ( στα 1889 ) ο Χριστόπουλος με την πιτσιρικαρία της πόλης, προφανώς επηρεασμένη από τις εμπαθείς και υπερβολικές απόψεις των γονιών τους, να μην αφήνει σε χλωρό κλαρί Εβραίους και Μασόνους, θεωρώντας τους υπαίτιους αβασάνιστα για κάποιες κατακριτέες ενέργειες. Οι ομάδες των παιδιών είχαν γίνει το φόβητρο σε όλο το Βόλο για εκείνους που έπεφταν στη δυσμένειά τους, προκαλώντας συχνά επεισόδια.

Οι παιδικές συμπεριφορές δεν ήταν ενίοτε και τόσο αθώες, αν και η ευθύνη σίγουρα ανήκει στους μεγαλύτερους. :

« Μια φορά στα 1889 μαζεβόμασταν όλα τα πεδάκια και κινιγούσαμε τους Μασόνους. Όπου βλέπαμε κανέναν τον αρχινούσαμε: Μασόνε , μασόνε. Αρχινούσαμε με της πέτρες και δεν τους αφίναμε να διαβάσουν όπου αναγγάστικαν και βάλαν σιρματόδικτα στα παράθιρα που σόζονταν ακόμα πριν τον πόλεμο. Εκίνα τα χρόνια τα πεδιά ήταν χοροφίλακες, κάναν ότη θέλαν, κανένας δεν τους μιλούσε.

Άλη μια φορά χάθικε ένα πεδάκη και ήπαν ότη το πήραν οι Ευρέοι. Αυτό που θέλαμε ν’ ακούσουμε. Πού κοτούσε να βγη όξο Οβρέος. Όλη την μπόρα την πήρε ένας Οβρέος που τον λέγαν Αβραάμ, εύκιανε μπαούλα και ήχε μεγάλη γενιάδα. Μόλις τον εβλέπαμε αρχινούσαμε : Κρίβομε, κρίβομε. Λέγαν τα άλα πεδιά ; Πού βρε; Μεσ’ στου Αβραάμ τα γένια. Σαν σε βρη ; Χέ… μέσα και φεύγο. Όλα τα πεδιά και φτοχά και πλούσια κάναμε σώματα ασφαλίας που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Εβρέων και Μασόνων. Αυτά γίνονταν στον παληό Βόλο και πιστέβο θα τα θιμούντε και γέρη και γριές».

ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ 1890

Την ίδια περίοδο (1889-90) ανήκει και η παρακάτω ιστορία που έπεται της προηγούμενης με τους Μασόνους και τους Εβραίους. Εδώ οι πιτσιρικάδες του Βόλου συμπορεύονταν αρμονικά με τον « οινόφλυγα » αλιέα και τον συνόδευαν στο περιπαθές άσμα του:

« Ήταν ένας τρατάρης τον έλεγαν νικτοπούλη γιατή έβλεπε πιο καλά τη νίκτα. Μόλης σκολνούσε η τράτα και εύγενε όξο πίγενε στην ταβέρνα και γίνονταν τύφλα στο μεθίση και αρχινούσε το τραγούδη. Πίγενε στον δρόμο και έλεγε το Ερινάκι, όπου τον πίρε χαμπάρη η μαρίδα και μόλης έλεγε ο φουκαράς και αν πας στην Καλαμάτα και ρθης με το καλό φέρεμε ένα μαντήλη να δένο στο λεμό, οχ αμάν επέμβεναν η πιτσιρίκη και φόναζαν: Ερινάκιμ αμάν και βάδιζαν στο δρόμο όπου ξεκαρδίζονταν ο κόζμος στα γέλια. Πρότος γελούσε το νικτοπούλη γιατή νόμιζε πος τόλεγεν αυτός. Αυτός ήταν ο παληός Βόλος».

Κι αν στις παραπάνω αφηγήσεις ο Χριστόπουλος αναφέρεται σε περίεργους τύπους του Βόλου γύρω στα 1890 η επόμενη ιστορία είναι διαφορετική.

Περιγράφει το μυαλωμένο συλλογισμό ενός ηλικιωμένου που οδήγησε στην ανεύρεση του χαμένου χαρτονομίσματος, μιλώντας με σεβασμό για τη σοφία των ανθρώπων κάποιας ηλικίας, οι οποίοι μέσα από την πολύχρονη πείρα της ζωής επιλέγουν τη σωστή απόφαση:

« 1890

Γέρου βουλή αγόραζε και φιλοσόφου γνόση. Μια φορά ήμουν πεδάκη και πίγενα στα ψαράδικα και έκανα γούστο γιατή ήχε ο πατέρας μου το καλίτερο ιχθιοπολίο. Εκή λιπόν που περνούσα τα ψάρια με τη σούβλα και τα κανα αρμαθιές εύγαλε ένας κύριος ένα ηκοσπεντάρικο για να πλερόση. Εκή που το βαστούσε, φέβγη από τα χέρια του, το πίρε τ’ αγεράκι και το πέταξε στη θάλασσα. Μπίγη της φονές που μαζεύτηκε πλίθος κόζμος γιατή ένα ηκοσπεντάρικο ήταν απάνο από μια χρισή λίρα. Φάγαμε τον κόσμο να κιτάζομε, δεν φένονταν πουθενά. Τότε πέρνη ένας γέρος ένα χαρτή από πακέτο καπνού και το πέταξε εκή ακριβός που έπεσε το ηκοσπεντάρικο και κιτάζαμε όλη που ‘θα λα πάϊ. Εκή βλέπομε στριφογίρισε και πίγε μέσα σένα υπόνομο πουίταν από κάτο από τα ψαράδικα. Δεν χάνο κερό, πετάο το παντελονάκι μου και κατεβένο κάτο και το βρίκα και τόδοσα του κυρίου. Και λέγαν: τόσος κόσμος δεν μπόρεσε να το βρη και βρέθικε ένας γεροντάκος. Και καλά λέγαν η παλαιοί. Άμα δεν έχης γέρο δόσε και αγόρασε».

Μέσα από τις παιδικές αναμνήσεις του λαϊκού ζωγράφου Νίκου Χριστόπουλου δίνεται, νομίζω μια χαρακτηριστική εικόνα των συμπεριφορών της πιτσιρικάδας του Βόλου στα 1890.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου