Γρηγόρης Καρταπάνης: Καράβια και φουρτούνες

γρηγόρης-καρταπάνης-καράβια-και-φουρ-594478

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΑ 1954

Με τον ίδιο ή παραπλήσιο τίτλο έχουμε δημοσιεύσει προηγούμενα και άλλα σημειώματα, λόγω της ενιαίας θεματικής ενότητας, με αναδρομές σε παλιές ειδήσεις, θαλασσινού-ναυτικού περιεχομένου, που αναφέρονται σε περιπέτειες πλεούμενων μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες. Οι ναυτικές τραγωδίες και τα υπόλοιπα ατυχήματα (βυθίσεις, συντριβές σε βραχώδεις ακτές, συγκρούσεις, προσαράξεις, εγκατάλειψη σκάφους κ.α.), οριοθετούν ένα οδυνηρό σύνολο συμβάντων, το οποίο δυστυχώς αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή του επίπονου και επικίνδυνου ναυτικού βίου, σε όλες του τις δραστηριότητες. Πέρα από όλα ετούτα τα απευκταία περιστατικά, που άλλοτε συνοδεύονται από ανθρώπινες απώλειες και άλλοτε «περιορίζονται» μόνο σε υλικές καταστροφές, συμβαίνουν συχνά κι ένα σωρό ακόμη περιπετειώδεις καταστάσεις που δεν οδηγούνται σε οδυνηρές καταλήξεις: πολύωρες ταλαιπωρίες σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, απόρριψη μέρους του φορτίου για αποφυγή βύθισης, αναγκαστική αλλαγή πορείας, εκούσιες ανώδυνες προσαράξεις, όλα ετούτα με το ελάχιστο δυνατό τίμημα, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα. Το ζητούμενο, η εν πλω παραμονή, κατορθώνονταν, έπειτα από υπεράνθρωπες ενίοτε, προσπάθειες, χάρη στην ναυτοσύνη των καπεταναίων και των πληρωμάτων, την αντοχή και καλή θαλασσοπλοΐα των σκαφών, την τύχη αλλά και την άνωθεν προστασία του αγίου των θαλασσών -που κανένας σώφρων ναυτικός δεν απαξιώνει- όταν οι πιθανότητες επιβίωσης αποτελούν μειοψηφία.

Τα μικρότερου μεγέθους σκαριά βέβαια, αντιμετώπιζαν πάντοτε τους σοβαρότερους κινδύνους και περισσότερο τα έμφορτα εμπορικά καΐκια που επιβάλλονταν να διανύουν συχνά μακρινές διαδρομές με περιορισμένες δυνατότητες πλεύσης και ελιγμών σε δυνατές κακοκαιρίες. Για αυτό και παρουσιάζονται πάντοτε περισσότερες περιπτώσεις κάθε είδους ναυτικών ατυχημάτων σε αυτή την κατηγορία σκαφών.

Πλούσια και διαχρονική η ναυτική δραστηριότητα, σε όλες τις πτυχές της, στην περιοχή του Βόλου και της Μαγνησίας γενικότερα. Συνεπώς το ίδιο ευάριθμη και η θαλασσινή ειδησεογραφία, στις τοπικές εφημερίδες, με αρνητικά και δυσάρεστα γεγονότα, κάτι που επιβεβαιώνεται, σε οποιαδήποτε εποχή, όταν ανατρέξει κανένας στο παρελθόν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, όχι μόνο τα ναυάγια και τα υπόλοιπα οδυνηρά ατυχήματα, αλλά και εκείνα τα περιπετειώδη περιστατικά που έφτασαν ως τα όρια του φόβου και της ταλαιπωρίας και που ξεπεράστηκαν με το μικρότερο δυνατό κόστος, όπως είπαμε και πιο πάνω. Αποτυπώνονται και σε αυτά καταστάσεις και συμπεριφορές τις θαλασσινής ζωής απόλυτα αυθεντικές, που αν μη τι άλλο επικυρώνουν τους κόπους και την επικινδυνότητά της. Τέτοια συμβάντα με ιστορίες καραβιών σε φουρτούνες θα μνημονεύσουμε σήμερα, από τα πολλά που έχουμε επισημάνει, φυλλομετρώντας τις παλιές τοπικές εφημερίδες.

Προβλήματα στη ναυσιπλοΐα

Ο χειμώνας του 1953-54 πρέπει να υπήρξε ιδιαίτερα βαρύς, όπως καταμαρτυρείται σε δημοσιεύματα της εποχής, μέσα από τα οποία χαρακτηρίζεται από κακοκαιρίες τις χειρότερες εδώ και πολλά χρόνια. Τα προβλήματα που υπήρξαν και στη ναυσιπλοΐα ήταν πολλά, με κυριότερο -τουλάχιστον στην περιοχή της Μαγνησίας- Βορείων Σποράδων-την προσάραξη του ατμόπλοιου Τερψιχόρη, κοντά στο Κάστρο της Σκιάθου στις 19/1/1954, γεγονός που είχαμε παρουσιάσει σε ξεχωριστό δημοσίευμά μας πριν μερικά χρόνια(11/10/09). Το πλοίο, ελληνικής πλοιοκτησίας με παναμαϊκή σημαία, μετασκευασμένη καναδική κορβέτα, χωρητικότητας 2800 τόνων, μετέφερε φορτίο βαμβακιού από τη Θεσσαλονίκη για τη Βενετία και την Τεργέστη, όταν λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας εξόκειλε και προσάραξε στη δυτική πλευρά του Κάστρου, σε μικρή απόσταση από αυτό και ευτυχώς σε σχετικά ομαλή ακρογιαλιά των εκεί βραχωδών ακτών, όπως φαίνεται στη σχετική φωτογραφία της εφ. ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ στις 26/1/54. Το πλήρωμα διεκπεραιώθηκε με ασφάλεια στην ακτή -εκτός του καπετάνιου, του γραμματικού και του ασυρματιστή που παρέμεναν αρχικά στο πλοίο -και βρήκαν προσωρινό καταφύγιο στο ξωκλήσι του Αϊ Γιάννη, έξω από το Κάστρο, έως ότου μεταφερθούν στη Σκιάθο όπου τους προσφέρθηκε φιλοξενία και πρώτες βοήθειες. Το καράβι αν και μισοβούλιαξε είχε προσαράξει με ασφάλεια και κρίνονταν δυνατή η αποκόλλησή του, όταν καλυτέρευε ο καιρός και πραγματοποιούνταν εκτίμηση και αποκατάσταση των ζημιών. Προείχε βέβαια η μεταφόρτωση του φορτίου που ολοκληρώθηκε περί τα μέσα Φεβρουαρίου, αφού το επέτρεψαν οι καιρικές συνθήκες. Τότε συνέβηκε το μοναδικό δυστύχημα, όταν κατά τη διάρκεια της εκφόρτωσης έσπασε κάποιο συρματόσχοινο και τραυματίστηκε θανάσιμα μέλος του πληρώματος.

Οι διαδικασίες της αποκόλλησης του πλοίου υπήρξαν χρονοβόρες και διήρκησαν περίπου έξι μήνες, καθώς απαιτούνταν εκβραχισμός γύρω από το σκάφος ώστε να εκτελεσθούν εργασίες και να αποσυρθεί με σιγουριά.

Τελικά το Τερψιχόρη αποκολλήθηκε, με πρόχειρη αποκατάσταση των ρηγμάτων, στις 19/7/1954 και μεταφέρθηκε με ασφάλεια στο λιμάνι της Σκιάθου για ολοκλήρωση των επισκευών και την ασφαλή πλεύση του ως τον Πειραιά για δεξαμενισμό.

Στο δημοσίευμα της εφ. Θάρρος (21/1/1954) με τίτλο: «Σφοδρά κακοκαιρία έξω του Παγασητικού. Εις Σκιάθον έχουν ποδήση πολλά πετρελαιοκίνητα», στο οποίο δίνεται μια γενική εικόνα της κακοκαιρίας και των προβλημάτων στη θάλασσα, γίνεται και ιδιαίτερη αναφορά στις εξελίξεις του «ναυάγιου» του πλοίου Τερψιχόρη. Διαβάζουμε σχετικά: «Η κακοκαιρία έξω του Παγασητικού συνεχίζεται με αμείωτη σφοδρότητα. Σήμερον την πρωίαν απέπλευσαν του λιμένος μας τρείς μηχανότρατες αι οποίαι όμως λόγω της θαλασσοταραχής ηναγκάσθησαν να επαναπλεύσουν. Κατά πληροφορίας εις τον επήνεμον λιμένα της Σκιάθου έχουν ποδήσει πολλά πετρελαιοκίνητα ως και μικρά ατμόπλοια της γραμμής Πειραιώς – Θεσσαλονίκης. Από τους ναυτικούς μας η κακοκαιρία αυτή εις την θάλασσαν θεωρείται από τας πλέον σφοδράς της τελευταίας 20ετίας».

Οπως βλέπουμε επρόκειτο για σφοδρότατη κακοκαιρία, από τις χειρότερες των τελευταίων χρόνων, που είχε προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στη ναυσιπλοΐα γενικώς. Πιο κάτω, στο ίδιο δημοσίευμα, σημειώνονται «νεώτεραι πληροφορίαι» για την προσάραξη του πλοίου Τερψιχόρη στη Σκιάθο: «Το απόγευμα εφόσον το επιτρέψουν αι καιρικαί συνθήκαι αναμένεται να καταπλεύσει το πετρελαιοκίνητον Πασχάλης μετά του οποίου θα επιστρέψει πιθανόν και ο Λιμενάρχης κ. Μιχαλιτσάνος, όστις είχε την εποπτείαν δια την χορήγησιν βοήθειας εις το εξωκείλαν προχθές την πρωίαν φορτηγόν Τερψιχόρη, ως και εις τα μέλη του πληρώματός του. Ως γνωστών το υπό παναμαϊκήν σημαίαν ελληνικόν ατμόπλοιον Τερψιχόρη εξώκειλε Β.Δ. της Σκιάθου λόγω της θαλασσοταραχής. Το πλήρωμα πλην του πλοιάρχου, ενός ναύτη και του ασυρματιστού, διαικπεραιώθη εις την ακτήν. Επιτόπου κατέπλευσεν το φορτηγόν Παχάγκ, το οποίο όμως λόγω της θαλασσοταραχής δεν ηδυνήθη να παράσχη βοήθειαν. Ο κ. Μιχαλιτσάνος εξ άλλου μετά του λιμενοσταθμάρχου Σκιάθου εφρόντισαν δια την περίθαλψιν των ναυαγών και την διαφύλαξιν του εκ βάμβακος φορτίου. Την πρωίαν εγνώσθη εξ Αθηνών ότι το σκάφος εβυθίσθη, χωρίς να διευκρινίζεται αν ο πλοίαρχος, ο ασυρματιστής και ο ναύτης είχον εγκαταλείψει το σκάφος. Εις τον τόπον της προσαράξεως είχε καταπλεύσει την πρωίαν το ναυαγοσωστικόν Βερνίκος».

Οπως σημειώσαμε πιο πάνω το πλοίο ξεφορτώθηκε και ακολούθως -αν και πήρε καιρό- αποκολλήθηκε και μεταφέρθηκε αρχικά στο λιμάνι της Σκιάθου και κατόπιν στον Πειραιά.

Αβαρία φορτίου

Οταν στις δυνατές φουρτούνες παρουσιάζονταν καταφανής ο κίνδυνος βύθισης τον έμφορτων εμπορικών καϊκιών, η απόρριψη μέρους του φορτίου στη θάλασσα αποτελούσε την μοναδική ίσως λύση προκειμένου να αποτραπούν τα χειρότερα. Η αβαρία -πράξη εκούσια αλλά αναγκαστική λόγω ανωτέρας βίας- βοηθούσε το πλεούμενο να επιβιώσει στις αντίξοες καιρικές συνθήκες και να καταπλεύσει με ασφάλεια στον προορισμό του. Τέτοια φαινόμενα παρουσιάστηκαν και κατά την συνέχιση της κακοκαιρίας του Φεβρουαρίου του 1954, όπως μας ενημερώνουν σχετικά δημοσιεύματα: «Το π/κ Δέσποινα κινδύνευσε να ναυαγήσει. Ερριψε φορτίο εκ Βόλου εις την θάλασσαν.

Κατά τηλεγράφημα εκ Μυτιλήνης το πετρελαιοκίνητον Δέσποινα 110 τόνων με κυβερνήτη τον ιδιοκτήτην του κ. Ματθιανόν, αποπλεύσαν εκ Βόλου την 26ην Ιανουαρίου με πλήρες φορτίον και κατευθυνόμενον εις Μυτιλήνη αντιμετώπισε εις το πέλαγος σφοδράν θαλασσοταραχήν. Προ του κινδύνου να καταποντισθή ο κυβερνήτης διέταξε και έρριψαν εις την θάλασσαν 10 τόνους ζυμαρικών της βιομηχανίας Σκαρίμπα, περί τα 100 κενά βαρέλια εμπόρων των Τρικάλων και της Καρδίτσας, ως και σημαντική ποσότητα σάκων με σίτον. Ολα τα ανωτέρω είδη ευρίσκοντο εις την κουβέρτα του σκάφους, του οποίου σημειωτέον το κύτος ήτο πλήρες σίτου του εν Μυτιλήνη κυλινδρόμυλου Καλαμάρη. Το Δέσποινα δεν ηδυνήθη να συνεχίσει των πλουν του προς Μυτιλήνη και επόδισεν εις Λήμνον. Πράκτωρ του Δέσποινα εν Βόλω είναι ο κ. Κ. Παντόπουλος» (Θάρρος 6/2/1954).

Εκτός από την αβαρία και η αναγκαστική αλλαγή πορείας απέτρεπε ανεπιθύμητες εξελίξεις.

Να ακόμη ένα ανάλογο -και εξαιρετικά σύντομο-δημοσίευμα αβαρίας σε εμπορικό καΐκι βολιώτικης ιδιοκτησίας:

«Αβαρία πετρελαιοκίνητου. Το πετρελαιοκίνητον Μαρία του κ. Ν. Σκαμάγκα κινδύνευσε να βυθισθεί μεταξύ Κύμης και Σκιάθου και ηναγκάσθη να ρίψη εις την θάλασσαν μέρους του φορτίου του εκ λιγνίτου» (Θάρρος 9/2/1954).

Και σαν να μην έφταναν τα τεράστια εμπόδια από την κακοκαιρία, πληροφορούμαστε από την ίδια εφημερίδα στης 8 Φεβρουαρίου ότι «Ο φάρος της Σηπιάδος έπαυσε λειτουργών», προκαλώντας επιπρόσθετες δυσκολίες στους νυκτερινούς πλόες.

Οι φουρτούνες πάντοτε ταλαιπωρούσαν και θα ταλαιπωρούν διαχρονικά τα πλεούμενα, άλλοτε ανώδυνα και άλλοτε με τραγικές εξελίξεις, αλλά πάντοτε με δεδομένο τον επίπονο και επικίνδυνο βίο των ναυτικών. Στις ανεξέλεγκτες και δυσερμήνευτες, πολλές φορές, εξάρσεις της, η θάλασσα θα καταπονεί και θα αφανίζει τα σκαριά, αφού μόνο σε αυτά μπορεί να υπερισχύσει και να τα βλάψει, ενώ ανήμπορη θα μαστιγώνει συνέχεια τις αλίκτυπες ακτές.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου