ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ:Επαγγέλματα που δεν υπάρχουν σήμερα (Μέρος 2ο)

γρηγορησ-καρταπανησεπαγγέλματα-που-205021

Δεύτερη ενότητα παλιών επαγγελμάτων

Από τα χειρόγραφα του Ν. Χριστόπουλου

Συνεχίζουμε σήμερα την παρουσίαση της καταγραφής διαφόρων παλιών επαγγελμάτων -πολλά δεν τα συναντούμε σήμερα- από το λαϊκό ζωγράφο Ν. Χριστόπουλο.

Πιο κάτω (σελ. 13-15, 5ο τετράδιο πάλι) υπάρχει άλλη μια συγκεντρωτική αναφορά με τίτλο: «Διάφορα επαγγέλματα που δεν υπάρχουν σήμερα», όπου σημειώνονται λιγότερο ή περισσότερο γνωστές,αλλά και παράξενες επαγγελματικές ασχολίες: «Εκεί που είναι το γαλατάδικο του Ρούστα, ήταν το μπακάλικο του Μαλάτου, είχε απόξω από το μαγαζί έναν πάγκο με τρία καλούπια που σιδέρωνε φέσια. Έβγαζες το φέσι, τόβαζες στο καλούπι που ήταν ζεστό, γιατί ήταν σαν τη φουφού που ψένουν τα κάστανα, τότριβε καλά και έβγαινε σιδερωμένο. Έδινες 2 δεκάρες και σου λέγαν καλορίζικο». Νομίζω πως πρόκειται για μια από τις λιγότερο γνωστές δραστηριότητες, τότε στον παλιό Βόλο.

Δεν παραλείπει ο Χριστόπουλος, στο πλαίσιο της παρουσίασης επαγγελμάτων, να σημειώνει και τις χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητες ορισμένων επαγγελματιών, δοσμένες με χιούμορ: «Ήταν ένας παλιός μπακάλης, είχε το μπακάλικο πιο εδώ από του Αδαμόπουλου, ότι ήθελες είχε, από όλα, ότι υπάρχει στον κόσμο. Τον έλεγαν Αλέξη, του κάναν προξενιές για να παντρευτεί και όταν δεν συμφωνούσαν στην προίκα έλεγε: δεν συμφέρει, δεν συμφέρει και τον βγάλαν Αλέξη δεν συμφέρει. Αλλά στα τελευταία τον τύλιξε μια μισότριβη και τον έκανε αρνάκι». Αυτά έπαθε ο ιδιόρρυθμος, ιδιοκτήτης παντοπωλείου-μικρού πολυκαταστήματος εκείνης της εποχής – στα τέλη του 19ου αιώνα! Και συνεχίζει το λόγο του ο αφηγητής.
«Απόξω από το μαγαζί (σ.σ του ανωτέρω, Αλέξη) ήταν ένας εβραίος που έπλεκε καλτσοδέτες γιατί όλοι οι χωριάτες που φορούσαν βράκες είχαν καλτσοδέτες. Τον έβλεπες εκεί χειμώνα καλοκαίρι». Πραγματικά, πολλοί επαγγελματίες δραστηριοποιούνταν σε υπαίθριους πάγκους στα πεζοδρόμια, όπως ο εξειδικευμένος ετούτος πλέκτης καλτσοδετών για βράκες, οι οποίες αποτελούσαν το ένδυμα μεγάλης μερίδας ανθρώπων.

Εκτός όμως από τους εργαζόμενους του πεζοδρομίου, υπήρχαν και εκείνοι του… δρόμου, δηλαδή οι διάφοροι πλανόδιοι πωλητές, όπως ο περιφερόμενος τυροπώλης κασεριού:

«Άλλο επάγγελμα ήταν τα κασκαβάλια, τάφκιανε ένας άλλος εβραίος, τάβαζε απάνω το κεφάλι και γύριζε όλο το Βόλο και τα μοσχοπουλούσε γιατί τάφκιανε καλά, μοσχοβολούσαν».

Εξακολουθεί ο Χριστόπουλος να περιγράφει το χώρο των γυρολόγων: «Άλλο επάγγελμα ήταν του χασάπη. Άλλος Εβραίος ήχε ένα μουλάρι και είχε απάνω στο σαμάρι δύο πόρτες, μια αποδώ, κι άλλη αποκεί και κρεμούσε τα κρέατα και γυρνούσε όλο το Βόλο. Κι άλλος ένας ήταν στα παλιά ο Τσικιτσάγγας με το όνομα κι αυτός με τον ίδιο τρόπο. Τον έλεγαν Τσικιτσάγγα γιατί ήτανε κουτσός».
«Άλλο επάγγελμα ήταν οι τσομπάνηδες, φέρναν τυρί με τις τσαντίλες, τις είχαν φορτωμένες στα μουλάρια και γύριζαν το Βόλο, 6 δεκάρες την οκά τυρί σαν το βούτυρο, ήταν ελεύθεροι δεν τους μιλούσε κανένας».

Στην περιγραφή του ο καταγραφέας δεν παραλείπει να επισημάνει την απουσία κάθε αγορανομικού ή υγειονομικού ελέγχου στην πλανόδια –υπαίθρια πώληση κάθε φαγώσιμου προϊόντος. Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι δεν τηρούνταν κανόνες υγιεινής,ούτε υπήρχαν μέσα συντήρησης και τα φρέσκα προϊόντα έπρεπε να πουληθούν και να καταναλωθούν άμεσα.

«Άλλο επάγγελμα ήταν οι ξυνογαλάδες. Είχαν 2 βαρέλια απάνω στο μουλάρι και γυρνούσαν όλο το Βόλο. 2 δεκάρες την οκά, που οι περισσότεροι το πίναν για να ξεδιψάσουν. Φτήνια και των γονέων». Προφανώς το ξυνόγαλο ήταν το φυσικό και μοναδικό… αναψυκτικό της εποχής!

«Άλλο επάγγελμα ήταν οι μαστιχάδες που είχαν την μαστίχα- ο θεός να την κάνει μαστίχα-τυλιγμένη απάνω σε ένα καλάμι και την άρμεγαν συχνά. Αν πεις από καθαριότητα άλλο τίποτα. Κατουρούσαν, άρμεγαν και την μαστίχα. Έτρωγαν τα παιδάκια, ποιος να μιλήσει που ήταν όλα ελεύθερα, που όταν ήταν σκόνη,γίνονταν παστή». Ο πλανόδιος μαστιχάς υπήρξε χαρακτηριστική φιγούρα του δρόμου με το προϊόν του τυλιγμένο σε λεπτό κοντάρι, δίχως βέβαια να τηρούνται κανόνες υγιεινής και στοιχειώδους καθαριότητας, όπως χαρακτηριστικά και με αφοπλιστικό… ρεαλισμό επισημαίνει ο Χριστόπουλος, που παρακάτω συνεχίζει με πλανόδιους τεχνίτες.
«Άλλο επάγγελμα ήταν οι γανωτήδες, γυρνούσαν στο δρόμο με ένα τσουβάλι στον ώμο και φώναζαν τραγουδιστά: χαλκώματα να γανοό ! Ήταν κι άλλα πολλά επαγγέλματα που σήμερα δεν υπάρχουν. Αυτός ήταν ο παλιός Βόλος, ζούσε ο κοσμάκης και για αυτό δεν υπήρχε ανεργία».

Αφού κάνει μια επιγραμματική αναφορά στις συνοικίες του Βόλου εκείνης της εποχής ο ζωγράφος, συνεχίζει και ολοκληρώνει την δεύτερη αυτή ενότητα με τα παλιά επαγγέλματα, σημειώνοντας άλλες δύο κατηγορίες εργαζομένων. Επίσης μνημονεύει και κάποια περιστατικά από τις συναλλαγές μαζί τους.

«Άλλο επάγγελμα ήταν οι γκέκηδες με τις χαμαλίκες. Βάζαν τις χαμαλίκες ως είδος πολυθρόνας και ακουμπούσαν απάνω και (τους) έβλεπες στην αράδα μες στους δρόμους. Άμα γύρευες κανέναν, σάλτερναν όλοι απάνω: εμένα αφεντικό, εμένα αφεντικό! Μάλιστα πολλοί πλούσιοι πάλι τους είχαν για έμπιστους και τους βάζαν για επιστάτες στις αποθήκες». Οι, αρβανίτικης ή τούρκικης καταγωγής σκληραγωγημένοι αχθοφόροι, δραστηριοποιούνταν σε κάθε είδους μεταφορές και βαριές δουλειές γιατί φημίζονταν για την εργατικότητα τους και είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη πολλών επιχειρηματιών της εποχής.

«Άλλο επάγγελμα ήταν οι καλτσούδες, καθόνταν στην άκρια, απάνω στα μάρμαρα και στις πόρτες και πλέκαν τσουράπια. Όλο γριούλες, ήταν πολλές τόσο αθώες που κάναμε γούστο. Πόσο μανιά το ζευγάρι τα τσουράπια; Δεκατρείς δεκάρες παιδάκι μου. Να σου δώσω μία και τριάντα, τα δίνεις; Μπά, μπα, άμα θέλεις δεκατρείς δεκάρες, ειδεμή δεν τα δίνω».
Και με αυτή την εύθυμη νότα ολοκληρώνει ο Χριστόπουλος και την δεύτερη ενότητα με τα παλιά επαγγέλματα.

Επαγγέλματα στα 1888

Το πέμπτο τετράδιο των απομνημονευμάτων του λαϊκού ζωγράφου, είναι, όπως σημειώσαμε, εκείνο που περιλαμβάνει σχεδόν το σύνολο αυτού του είδους των σημειώσεων σε αυτόνομες θεματικά ενότητες. Στη σελίδα με αρίθμηση 18, προτάσσεται η επισήμανση: «Στα 1888. Διάφορα επαγγέλματα που δεν υπάρχουν σήμερα». Ακολουθεί ολοσέλιδη καταγραφή άλλων τεσσάρων παλιών επαγγελμάτων, με την οποία και ολοκληρώνονται οι σχετικές αναφορές:
«Εκεί δίπλα στο φωτογραφείο του Στουρνάρα ήταν 5 αρμένηδες που κοπάνιζαν καφέ. Είχαν ένα μεγάλο καβουρδιστήρι και καβουρδίζαν τον καφέ και ύστερα είχαν ένα γουδί μεγάλο και είχαν καθένας από ένα γουδόχερο μακρύ και ρίχναν τον καφέ μες στο γουδί και αρχινούσαν και οι πέντε με τη σειρά και δεν χτυπούσε ο ένας τον άλλον. Περνούσες απόξω και μοσχοβολούσε, σε μεθούσε η μυρουδιά. Για τον κριθαροκαφέ είχαν ξεχωριστά γουδιά και καβουρδιστήρια για να μην χαλούν τη γεύση του καφέ. Γνήσια πράματα».

Παρατηρούμε ότι και τότε στο …χειροκίνητο, παραδοσιακό καφεκοπτείο, ο καφές καβουρδίζονταν και κόβονταν «παρουσία του πελάτου», με ευσυνειδησία και επαγγελματισμό.

Ο υπαίθριος συνήθως τροχιστής -ακονιστής υπήρξε άλλο ένα χαρακτηριστικό επάγγελμα, παλιότερων εποχών. Ο Χριστόπουλος αναφέρει ονομαστικά τον γνωστό τότε τροχιστή του Βόλου, αμέσως μετά την αποτίναξη του τούρκικου ζυγού : « Ένας άλλος ήταν ο Φλωριάς, πατέρας του Γεράσιμου του Φλωριά. Είχε ένα ποδοκίνητο τροχιστήρι και τροχούσε μαχαίρια, ψαλίδια, κλαδευτήρια και ότι βάζεις με το νου σου. Αυτός ήταν ο Λεωνίδας ο Φλωριάς στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση του Βόλου. 1882»

Με την επισήμανση «πριν να γίνει ο αμαξωτός δρόμος» σημειώνει πιο κάτω ο ζωγράφος και την παρουσία του πλανόδιου νερουλά : « Άλλο επάγγελμα ήταν ο νερουλάς, έφερνε νερό με το μουλάρι από την Αγριά γιατί δεν υπήρχε ακόμα δρόμος. Γύριζε στα σπίτια και φώναζε : Νερό της Αγριάς και χώνεψη της κουραμάνας». Το πρόβλημα της υδροδότησης του Βόλου, αλλά και προφανώς της ποιότητας του νερού αντιμετωπίζονταν και τότε με νερό… Πηλίου, όπου προτιμούνταν εκείνο της Αγριάς λόγω ποιότητας αλλά και ευκολότερης μεταφοράς.
Ολοκληρώνει τις επαγγελματικές του αναφορές ο Χριστόπουλος με τον κατασκευαστή ποντικοπαγίδων : «Ένας άλλος Κρητικός έφκιανε παγίδες για ποντίκια. Κρεμνούσε καμιά δεκαριά στον ώμο και φώναζε : καρμανιόλες για τους ποντικούς ! Και μοσχοζούσε ο κοσμάκης στα 1890». Διαχρονικός ο βραχνάς των καταστροφικών τρωκτικών και ανάλογη η προσπάθεια αντιμετώπισής τους.
Οι επαγγελματογραφικές επισημάνσεις του Χριστόπουλου συμπληρώνονται, σε άλλα σημεία των χειρογράφων του, με τις αναφορές στις ειδικότητες της ναυπηγικής τέχνης, τις οποίες μνημονεύσαμε σε παλιότερα δημοσιεύματά μας. Ακόμη θα ήταν παράλειψη να μην σημειώσουμε τους «καταλόγους» των μαουνιέρηδων (ιδιοκτητών φορτηγίδων) και των βαρκάρηδων (λεμβούχων) του Βόλου, με την μνεία πολλών ονομάτων από τα τέλη του 19ου ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Με τον απλό κι ανεπιτήδευτο -αλλά άμεσο βέβαια -λόγο του ο βολιώτης λαϊκός ζωγράφος μας υπενθυμίζει ένα λιγότερο γνωστό πρόσωπο της βολιώτικης κοινωνίας τότε, καταγράφοντας στιγμές της καθημερινότητας με ιστορικό, λαογραφικό αλλά και.. αναγνωστικό ενδιαφέρον, καθώς επεκτείνεται ενίοτε σε εύθυμες λεπτομέρειες και επισημάνσεις. Μια καίρια παρατήρηση που επαναλαμβάνει συχνά στις περιγραφές των διαφόρων επαγγελμάτων –πέρα από τα υπόλοιπα ενδιαφέροντα – εστιάζεται στην ομαλή και κερδοφόρα λειτουργία της βολιώτικης αγοράς, σε όλες τις πτυχές της, με ένα ευρύ κύκλο εργασιών, δίχως προβλήματα ανεργίας και ανεπαρκών εισοδημάτων, όπου υπήρχε η προοπτική καταξίωσης και ικανοποιητικών απολαβών για κάθε ευσυνείδητο επαγγελματία ή εργαζόμενο. Άλλωστε η αναπτυσσόμενη πόλη του Βόλου υπήρξε τότε ένα πρόσφορο πεδίο για επιτυχημένη επαγγελματική δραστηριότητα σε πολλούς τομείς. Ο Νίκος Χριστόπουλος μας αφήνει το δικό του στίγμα με τις γραπτές του καταθέσεις για όλα τούτα τα αξιοπρόσεχτα, ενός κόσμου που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και τον πληροφορούμαστε μόνο από τέτοιες αυθεντικές, μνημονικές αναδρομές.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου