Γρηγόρης Καρταπάνης:ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ~ ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΛΑΙΚΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Ν.ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

γρηγόρης-καρταπάνηςχειμωνιατικα-κα-515907

ΛΙΓΕΣ ΟΙ ΧΕΙΜΕΡΙΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Εξιστορώντας στιγμές από τον ‘’πολυτάραχο’’, όπως τον χαρακτηρίζει,βίο του, στ΄ απομνημονεύματα του, ο λαϊκός ζωγράφος Νίκος Χριστόπουλος, αναφέρεται κατά κύριο λόγο στις δύο βασικές ασχολίες του : το αγαπημένο του ψάρεμα και την επαγγελματική του δραστηριότητα στο ναυπηγείο, δίχως βέβαια να απουσιάζουν και οι διαφορετικής θεματολογίας διηγήσεις.

Η πλειοψηφία των βιωματικών του καταθέσεων γενικά διακρίνεται από μια προτίμηση σε περιόδους καλοκαιρίας ,έστω κι αν δεν προσδιορίζεται διακριτά η εποχή – όπως λόγου χάρη τα ευάριθμα περιστατικά που περιγράφουν καλοκαιρινά ψαρέματα και έχουμε κατά καιρούς δημοσιεύσει σε αυτή εδώ τη σελίδα.

Υπάρχουν όμως και άλλες αναμνήσεις με κακοκαιρίες (μπουρίνια-φουρτούνες) που υστερούν σημαντικά σε αριθμό απέναντι στις προηγούμενες. Ανάμεσα τους συναντούμε μόλις 4 ή 5 στις οποίες μνημονεύονται βαρυχειμωνιές και ακόμη μόνο μια κατά τη περίοδο των εορτών Χριστουγέννων –Πρωτοχρονιάς.

Σε κάποιες από αυτές τις επίκαιρες απομνημονευματικές καταθέσεις θα εστιάσουμε τη προσοχή μας στη σημερινή αναδρομή. Σχεδόν όλες τους, μάλλον συμπτωματικά, διαδραματίζονται στη δεκαετία του 1892-1894, σύμφωνα τουλάχιστον με τις χρονολογικές επισημάνσεις του ίδιου του απομνημονευματογράφου, στην αρχή του κειμένου ή κατά την εξιστόρηση του γεγονότος.

Πιθανόν εκείνες τις χρονιές να συνέβησαν διαδοχικοί βαριοί χειμώνες, με έντονα και ακραία φαινόμενα. Ακόμη η παραπάνω διετία αποτελεί τον πρώτο καιρό της μόνιμης εγκατάστασης της οικογένειας Χριστόπουλου στα Πευκάκια, στον τόπο της επαγγελματικής τους ενασχόλησης, αφότου μετακόμισε από το σπίτι της στη πόλη του Βόλου.

Οι δύο πρώτες αφηγήσεις προέρχονται ‘’από τη ζωή του ταρσανα’’, από το χώρο εργασίας, δηλαδή, του καταγραφέα και η τρίτη αναφέρεται σε πρωτότυπα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα στο Βόλο. Ας δώσουμε όμως το λόγο στο Ν. Χριστόπουλο.

ΑΜΑΘΟΙ ΣΤΗ ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ
Οπωσδήποτε οι προερχόμενοι απ τη νησιωτική, νότια Ελλάδα δεν είναι τόσο συνηθισμένοι στους σκληρούς χειμώνες. Οι σπετσιώτες ναυτικοί της επόμενης ιστορίας είχαν την ατυχία, με τον ερχομό τους στο Βόλο, να συναντήσουν ακραία φαινόμενα, σπάνια στον τόπο τους.

‘’1892. Είχαμε τραβήξει στον ταρσανά ένα τρεχαντήρι Σπετσώτικο για επισκευή και επειδή εμείς φορούσαμε μάλλινα τσουράπια μας κορόιδευαν οι ναύτες του τρεχαντηριού και μας λέγαν. Α εμείς στις Σπέτσες δεν φοράμε σκάρπες και σκαρπίνια. Πού στην οργή το βράδυ κάνει μια κατεβασιά, μια χιονιά, που έφτασε το χιόνι ένα γόνατο, που μελάνιαζαν τα χέρια απ το κρύο. Αλλά εμείς παιδάκια τότε χοροπηδούσαμε και κυνηγούσαμε τα πουλάκια με τις πέτρες. Οι καημένοι οι ναύτες από το Σπετσώτικο είχαν ανάψει φωτιά μέσα στο αμπάρι και είχαν γίνει σαν αραπάδες από τον καπνό.

Πήγα κοντά στο καΐκι και φώναξα : Εε απ το καΐκι που δεν φοράτε σκάρπες και σκαρπίνια δεν βγαίνετε όξω να σας ιδώ λιγάκι. Εκεί πετάχτηκαν σαν τις μούμιες και τι να ιδώ. Είχαν κόψει τα μανίκια από τις φανέλες και τα κάναν τσουράπια. Τι γίνεται μωρέ τους λέγω. Κι αυτοί από την τρεμετούρα τους δεν μπορούσαν να κουβεντιάσουν. Ε τους λέω πως τα πάτε φοράτε τσουράπια σκάρπες και σκαρπίνια; Μωρέ τι είναι τούτο, μωρέ τι είναι τούτο. Μωρέ έχετε χίλια δίκια που φοράτε μάλλινα τσουράπια ‘’

ΠΡΟΩΡΗ ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ
Αρκετά νωρίς φαίνεται πως πλάκωσαν τα χιόνια το χειμώνα του 1894-95 αφού όπως σημειώνει ο Χριστόπουλος, η σφοδρή χιονόπτωση, που το έστρωσε για τα καλά, συνέβη στην εορτή του Αγίου Δημητρίου. Επισημαίνει βέβαια ότι η ημερομηνία είναι σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο, δηλαδή 9 Νοεμβρίου, πάλι όμως θεωρείται εξαιρετικά πρώιμη η βαρυχειμωνιά για τον τόπο. Η απρόσμενη μεταβολή του καιρού, ανέστειλε επ’ αόριστον κάθε προγραμματισμένη εργασία στο ναυπηγείο. Στη συνέχεια του κειμένου, ο αφηγητής κάνει λόγο για τη πρόνοια των κατοίκων και ιδιαίτερα του Πηλίου να εξασφαλίζουν έγκαιρα τα απαραίτητα εφόδια, ώστε να ανταπεξέρχονται στους χειμωνιάτικους αποκλεισμούς.

‘’ 1894. Είχαμε τραβήξει στον ταρσανά ένα τρεχαντήρι Τρικεριώτικο, του Κουτσοδημήτρη για επισκευή. Είχε φέρει ξύλα βουβά από τους Ωρεούς για να κάνει μεγάλη επισκευή. Και περιμέναν οι μαστόροι για να βάλουνε μπρός την δουλειά. Από βραδίς λογάριασαν από πού να αρχίσουν, ήταν παραμονή του Αγίου Δημητρίου με το παλιό ημερολόγιο.

Εκεί το λοιπόν κατεβάζει μια χιονιά όλη νύκτα και ξημέρωμα του Αγίου Δημητρίου έφτασε το χιόνι ένα μέτρο. Σκέπασε και τα ξύλα σκέπασε και τα εργαλεία όπου κλειστήκαμε στο σπίτι μέσα δέκα μέρες. Απάνω στη Μακρυνίτσα είχε φτάσει το χιόνι 3 μέτρα, αλλά ο κόσμος εκείνα τα χρόνια ήξερε ότι θα λα έλθει χειμώνας και προμηθεύονταν όλα τα χρειαζούμενα. Είχαν τα φωτόξυλα 2-3 σωροί τρακάδες, είχαν τ’ αμπάρια γιομάτα στάρι, είχαν το κρασί τους, μήλα κάστανα, σύκα, φουντούκια, ρόιδα, λουκάνικα και ότι βάζεις με τον νού σου. Έμπαινες μέσα σε πηλιορείτικο σπίτι και σ΄έπιανε η χαρά. Τρισευτυχισμένα χρόνια. Αν πείς τα λάδια, έβλεπες τα κορωνέικα κιούπια γεμάτα στη σειρά ‘’.

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ 1893 ΜΕ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
Αφήσαμε τελευταία ετούτη τη μοναδική ‘’πρωτοχρονιάτικη’’ αφήγηση του Χριστόπουλου, όπου ο ίδιος με τα αδέρφια του στόλισαν κατάλληλα μικρό καραβάκι και επισκέφτηκαν τα κεντρικά παραλιακά καφενεία του Βόλου για να τραγουδήσουν τα κάλαντα.

Όμως δεν περιορίστηκαν μόνο σε αυτά, αλλά προσέθεσαν κι ένα εθνικοπατριωτικό στιχούργημα, έμπλεο μεγαλοϊδεατισμού, με πομπώδεις αναφορές στον θεσμό της βασιλείας και τους εκπροσώπους του, σύμφωνα με το πνεύμα και τις τάσεις εκείνης της εποχής. Το ποίημα αυτό είχε συντάξει ο πατέρας του ζωγράφου, Αθανάσιος Χριστόπουλος , ο οποίος, όπως φαίνεται, διέθετε φλέβα λαϊκού στιχοπλόκου, χάρισμα που κληρονόμησε και ο γιός του.

Οι επιρροές από αντίστοιχα λαϊκά στιχουργήματα που κυκλοφορούσαν τότε, θεωρούνται προφανείς και σε αυτό του πατέρα του Χριστόπουλου, με τις μεγαλόστομες,ανούσιες συνήθως, εκφράσεις. Τα πρωτότυπα αυτά κάλαντα, όπως σημειώνει ο απομνημονευματογράφος, προκάλεσαν σπουδαία επιτυχία και η παιδική συντροφιά πέρα από την καθολική αποδοχή και τις επευφημίες του κόσμου αποκόμισε και πλούσια φιλοδωρήματα. Το καφενείο Ντούρου βρίσκονταν προφανώς σε κεντρικότατο σημείο.

‘’Μια φορά στα 1892 παραμονή του 1893 έφκιασα ένα καράβι και πήγαμε στο Βόλο να πούμε τον Άγιο Βασίλη. Επήγαμε με τη βάρκα και βγήκαμε στα παλιά ψαράδικα. Ανάψαμε τρία σπαρματσέτα όπου ήταν θαύμα το καράβι. Επήγαμε πρώτα στο καφενείο του Ντούρου ( ήταν εκεί που είναι τώρα του Ντσέφου ), ήτανε μέσα γεμάτο κόσμο, παίζαν χαρτάκια γιατί ήταν ελεύθερα.

Αρχίσαμε να λέμε τον Άγιο Βασίλη και τελευταία είχε φκιάσει ο πατέρας μου ένα τραγούδι :

Ζήτω του βασιλέα μας
το έθνος και η σημαία μας
Ζήτω του διαδόχου
Του ελληνικού του θρόνου.
Διάδοχε τι καρτερείς
Να ανεβείς στο θρόνο
Τον εφετινό το χρόνο.
Να καταστρέψεις τους εχθρούς
Αγαρηνούς και Αυστριακούς
Κι όλους τους Μουσουλμάνους
Τους απίστους τους Βουλγάρους.
Να μπείς μες την Αγιά Σοφιά
Των χριστιανών παρηγοριά
Να μπείς να προσκυνήσεις
Τον Σουλτάνο να γκρεμίσεις
Να πάει στη κόκκινη μηλιά
Δεν θέμε αγάπη και φιλιά
Κι εκεί να κατοικήσουν
Ποτέ να μη γυρίσουν.
Να πάρουμε την Πόλη
Που την εζηλεύουν όλοι.
Ίσως αλλάξουν οι καιροί
Και πάψουν πάθη και καημοί
Κι αρχίσει ευτυχία
Ω βασίλισσα Σοφία.
Ζήτω το έθνος και ο στρατός
Ολίγος ειν ΄ μα εκλεκτός.
Ζήτω το ναυτικό μας
Κι ο σταυρός ειν΄ βοηθός μας.
Ζήτω και του Μιαούλη
Που τον φοβηθήκαν ούλοι.

Μόλις τελειώσαμε το τραγούδι, γιατί το λέγαμε αλα συριανά, πού ήταν εκείνος ο κόσμος ! εγέμισε το καφενείο, εγέμισαν όλα τα παράθυρα όπου μας ανέβασαν απάνω σ’ ένα τραπέζι να το πούμε πάλι. Και μόλις το ξαναείπαμε δεύτερη φορά, από τα χειροκροτήματα του κόσμου μας βάλαν να το πούμε και Τρίτη φορά. Και όταν κατεβήκαμε κάτω από το τραπέζι μας γέμισαν τις τσέπες πενταροδεκάρες, τόσο πολλές που δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε. Πρωτοφανίσιο πράμα στα χρονικά του Βόλου ‘’.

Αυτά συνέβαιναν στο Βόλο την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1893.
Καλή Πρωτοχρονιά σε όλους.

Χιονισμένα σκάφη στον ταρσανά στα Πευκάκια του Βόλου σε πρόσφατη φωτογραφία. Κάπως έτσι θα ήταν και στις βαρυχειμωνιές 1892-1894.


Χειρόγραφου του Χριστόπουλου

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου