ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Και η ψυχή μας στην Πόλη

και-η-ψυχή-μας-στην-πόλη-770706

Γράφει η

Ελένη Γ. Καρτσαγκούλη

Παραίνεση Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα σε επίδοξο συγγραφέα βιβλίου για την Κωνσταντινούπολη.

«Είναι δύσκολο έργο ένα βιβλίο για την Πόλιν. Είναι σφραγισμένο με επτά σφραγίδες και δεν ανοίγει εύκολα τις σελίδες του. Και μόνο για να βρεις αυτό το βιβλίο, θα γυρίζεις και θα γυρίζεις την Πόλη χωρίς να ομιλείς. Θα ανεβαίνεις και θα κατεβαίνεις λόφους. Θα προχωρείς σε καλντιρίμια, θα σταματήσεις σε πόρτες χορτασμένες που δεν πατούν πόδια ανθρώπων, θα ζητήσεις παλιά αρχοντικά και κονάκια που έχουν μέσα τους σκιές του παρελθόντος και θα μπεις σε αυλές τούρκικων σπιτιών, θα φέρεις γύρα την Πόλη με τα πόδια και με τη σκέψη, θα την σφίγγεις στη αγκαλιά σου και θα την φιλείς σαν τα τρία νερά του Κεράτιου του Βοσπόρου και της Προποντίδος, που καταφιλούν τις ακρογιαλές της, ώσπου να αρχίσεις να ακούς φωνές μυστικές. Αλλά και πάλι δεν θα έχεις γυρίσει την πρώτη σελίδα».

Από το βιβλίο του Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου Γαλάνη, εκ Φαναρίου.

Αθήνα 1968 σ. 153-154

«Τείχος αρραγές, κατά την επιγραφή κι επίκληση του Θεόφιλου, που εκτεινόταν επί της Προποντίδας, από την πύλη της Αγίας Βαρβάρας μέχρι της αποβάθρας των Πηγών παρά τον Μαρμαρινό Πύργο, σε μήκος 8460μέτρων, με 188 πύργους δεμένους με κορτίνες και πολεμίστρες ισχυρές προστάτευε την επτάλοφο πολιτεία από επιβουλές εχθρών, που αποτολμούσαν να προσβάλλουν από την θάλασσα το «Κράτος του Παντάνακτος». Τους οχυρωμένους αυτούς τετράγωνους πύργους, κτισμένους απάνω σε βράχους γρανιτένιους μέσα σχεδόν στη θάλασσα-ώστε να στερούν στον εχθρό τη δυνατότητα να παρατάξει τις στρατιές κάτω από τις επάλξεις τους – ανέγειραν ο Σεπτίμιος Σέβηρος με το Μέγα Κωνσταντίνο και επέκτεινε αργότερα ο Θεοδόσιος ο Νεότερος. Μετά αυτοκράτορες , όπως ο Αρκάδιος, ο Λέων ο Μακέλης, ο Τιβέριος Αψίμαρος, ο παραγνωρισμένος Κωνσταντίνος Κοπρώνυμος, οι Μιχαήλ και Θεόφιλος της δυναστείας του Αμορίου, ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος αλλά και οι Κομνηνοί φρόντισαν και επισκεύασαν τα τείχη και υπερύψωσαν τους πύργους ανάλογα με τις φθορές που είχαν κατά καιρούς. Οι Παλαιολόγοι στα δύσκολα χρόνια πριν την Άλωση προσπάθησαν μάταια να ενισχύσουν με ξύλινα υπερτειχίσματα τα ήδη ερειπωμένα κάστρα, όταν πια «η Πόλις έτρεμε ενώπιον τη Οθωμανικής ισχύος».

Καλείται ο αναγνώστης να γυρίσει πίσω,

Το Αρχαίο Βυζάντιο καταλαμβάνεται από τον Κωνσταντίνο. Συντρίβει τον μεγάλο αντίπαλο τον Λικίνιο, κύριο τότες της Ρωμαϊκής Ανατολής, στη μάχη της Χρυσούπολης στις 18 του Σεπτέμβρη του 324 μ.Χ. γίνεται μονοκράτορας της Αυτοκρατορίας κι έχει πάρει πια την απόφαση του, να μεταφέρει την έδρα του στην Ανατολή. Διστάζει ανάμεσα στο Ίλιον – Τροία, στη Σαρδική (Σόφια), στη Χαλκιδόνα, ίσως και στη Θεσσαλονίκη καταλήγει στο Βυζάντιο για την στρατηγική σημασία που έχει η θέση του. Σύμφωνα με τον ιστορικό Γεώργιο Κεδρηνό, ο Μέγας Κωνσταντίνος έλαβε «Θείαν Εντολήν» στον ύπνο του, να κτίσει πόλη στη Θεοτόκο, σε τόπο που θα του όριζε ο Θεός. Διάλεξε την κατεστραμένη από τους Πέρσες Χαλκηδόνα στη Βιθυνία. Άρχισαν να συγκεντρώνονται για το κτίσιμο της πόλης τα οικοδομικά υλικά, όταν ξαφνικά σμήνος από αετούς τα άρπαξε και τα μετέφερε κατάκαρσι (καντάντικρι) στο Βυζάντιο. Καθώς αυτό έγινε πολλές φορές όπως ιστορεί ο Κεδρηνός, θέλημα Θεού ήτανε να κτιστεί η πόλη της Θεοτόκου στη θέση του Βυζαντίου. Το Νοέμβριο κιόλας του 324, γίνεται η τελετή της οριοθεσίας σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση. Ο αυτοκράτορας κρατώντας δόρυ στο χέρι, προχωρούσε για να ορίσει την έκταση της πόλης. Κι επειδή, φάνηκε σ’ εκείνους που τον ακολούθησαν, ότι καθόριζε όρια πιο μεγάλα απ’ ότι χρειαζόταν, τον πλησίασε κάποιος και τον ρώτησε «Ως που Δέσποτα;». Και ο Κωνσταντίνος του αποκρίθηκε:

«Ως που να σταματήσει αυτός που προχωρεί μπροστά μου». Κάνοντας έτσι φανερά, ότι μια ουράνια δύναμη τον οδηγούσε. Χαρίζει στην καινούργια πρωτεύουσα το όνομά του, το όνομα με το οποίο θα λαμπρύνει την ιστορία όσο λίγες πόλεις σε ολάκερη την Οικουμένη . Την ονομάζει Κωνσταντινούπολη – Δεύτερη Ρώμη. Η τελετή των εγκαινίων της γίνεται στις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ. κατά την τελετή ο Κωνσταντίνος έβαλε να χαράξουν στη βάση της στήλης του, στο πορφυρό κίονα, στο φόρο τα εξής:

Συ Χριστέ Κοίρανος και Δεσπότης

Σοι νυν προσηύξα την δε ση δούλην Πόλιν.

Και σκήπτρα τάδε και το της Ρώμης Κράτος.

Φύλατε ταύτην, σώζε τ’ εκ πάσης βλάβης,

Στη βάση της στήλης ο αυτοκράτορας – Κτίτορας, έβαλε και έθαψαν εκτός από τους ήλους (καρφιά) και ένα κομμάτι του Τιμίου Ξύλου του Γολγοθά , χρυσά νομίσματα , καθώς και το πανάρχαιο ξόανο της Παλλάδος – Τύχης της Αρχαίας Ρώμης . Σύμφωνα με τις αντιλήψεις που κρατούσαν τότε, όχι μόνο οι άνθρωποι αλλά και οι πόλεις είχαν την προστασία των πνευμάτων – φρουρών, αλλά και την επιρροή των άστρων. Αναφέρουν λοιπόν οι Ιστορικοί ότι την τέταρτη μέρα των εγκαινίων, στις 11 Μαΐου 330 μ.Χ, ο Μέγας Κωνσταντίνος διέταξε τον Ουάλη «τω των μαθηματικών πρωτεύοντι», δηλαδή τον καλύτερο αστρολόγο του καιρού του, «θεματίσαι αυτήν», δηλαδή να συντάξει το ωροσκόπιο της Πόλης και από την θέση των άστρων να καθορίσει την τύχη της. Ο σοφός Ουάλης 14 χρόνια παρατηρούσε τις κινήσεις των πλανητών, περιμένοντας για να καταστρώσει το θεμάτιον της Πόλης, δηλαδή το ωροσκόπιο των γενεθλίων της. Ο Κωνσταντίνος ακολούθησε τις υποδείξεις του Ουάλη, σχετικά με την ευνοϊκότερη στιγμή και για την στιγμή του «Πολίσματος» – Ρωμαϊκή τελετή ίδρυσης – αλλά και για εκείνη των γενεθλίων της.

Η Πόλη βρισκόταν σε σπουδαία στρατηγική θέση , γιατί τοπογραφικά ήτανε στο σημείο που δύο ήπειροι Ασία και Ευρώπη εγγίζουν και δύο μεγάλες θάλασσες , η Μεσόγειος και ο Εύξεινος Πόντος ενώνονται με το Βόσπορο. Βρισκόταν στο μέσο σχεδόν της αυτοκρατορίας και ήτανε κόμβος εμπορίου Ανατολής και Δύσης, βορρά και νότου. Η Ιστορία της είναι ιστορία του Ελληνισμού και ιστορία της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας.

Η Πόλη στολίστηκε με λαμπρές εκκλησίες. Η πιο περίλαμπρη ήτανε και είναι η Αγία Σοφία, ανυπέρβλητο σε τέχνη και πλούτο οικοδόμημα. Παλάτια περίφημα, δημόσια κτίρια πανεπιστήμια, σχολεία, στάδια, θέατρα, αγορές. Τέλεια κοινωνική οργάνωση φιλανθρωπικά ιδρύματα ορφανοτροφεία, νόμοι δίκαιοι.

Οι αυτοκράτορες που βασίλεψαν μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο έκαναν την Πόλη πιο ισχυρή, πιο ξακουσμένη «καθέδρα βασιλέων» , καύχημα των Χριστιανών και φθόνο των βαρβάρων μα άρχισε να έρχεται όμως και η παρακμή. Ανίκανοι αυτοκράτορες, κακή διοίκηση, αλληλοφαγωμάρα, εχθροί άρχισαν να κλονίζουν αυτόν τον γίγαντα που έπειτα από χιλιόχρονη ζωή άρχισε να ξεψυχάει.

Η αυτοκρατορία τον Μέγα Κωνσταντίνου, του Θεοδοσίου, του Ιουστινιανού, των Ισαύρων, του Φωκά, του Τσιμισκή, του Βασιλείου, του Βουλγαροκτόνου, πήρε το δρόμο να γίνει ανάμνηση στις σελίδες της ιστορίας. Είχαν περάσει 1123 χρόνια από τότες που ο αυτοκράτορας, Καίσαρας Φλάβιος, Βαλέριος, Κωνσταντίνος την έκτισε και ήτανε η Βασιλίδα των πόλεων. Τώρα πολλές συνοικίες της, δεν υπήρχανε πια. Άλλες είχαν γίνει χωράφια και σ’ άλλες φύτρωσαν αγριόχορτα, βουβαμάρα φώλιαζε στα γκρεμίδια της. Μονάχα 100.000 χιλ. ψυχές είχαν απομείνει. Από το απέραντο Βυζάντιο που στους δοξασμένους καιρούς του, απλωνόταν από την Ισπανία, ως την Μεσοποταμία, δεν απόμεινε παρά μια λουρίδα γης. Πιο πέρα από τούτα τα ερείπια, φυτοζωούσε ακόμα η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας με βασιλέα τον Ιωάννη Κομνηνό, που ο λαός του τον ονόμαζε Καλογιάννη ή Κυρ-Γιάννη, καθώς και το Δεσποτάτο του Μωριά, όπου διαφέντευαν δυο αδέρφια, ο Θωμάς και ο Δημήτριος Παλαιολόγος, που ο η μοναδική τους έννοια ήτανε πως θ’ αλληλοφαγωθούν.

Και η τύχη τόφερε να βασιλεύσει στο ψυχορράγημά της, ένας αυτοκράτορας που είχε το ίδιο όνομα μ’ αυτόν που στάθηκε ιδρυτής της. Αλλά και το ίδιο όνομα έτυχε να έχει και η μητέρα του. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος που ονομαζόταν και Δράγασης ή Δραγάτσης. Στα νιάτα του είχε φέουδο στη Συληβρία, έπειτα γίνηκε Δεσπότης του Μωριά.

Όταν τον Οκτώβριο του 1448 πέθανε ο αδερφός του Ιωάννης, χωρίς ν’ αφήσει διάδοχο, η γριά μητέρα του αυτοκρατόρισσα Ελένη, καθώς και άρχοντες και εκκλησία τον διάλεξαν για να τον διαδεχθεί. Και το Γενάρη του 1449 έφτασαν από την Πόλη στο Μιστρά ο Αλέξιος ο Φιλανθρωπινός κι ο Μανουήλ Παλαιολόγος «ίνα εις βασιλέα στέψωσι τον δεσπότην Κυρ-Κωνσταντίνον». Και στις 12 του Μάρτη ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη με καταλανή γαλέρα. Τον δέχθηκαν με αληθινή χαρά, όπως λογιαζόταν καλός πολεμιστής και άξιος κυβερνήτης. Ήτανε ένας γενναίος άντρας κοντά στα πενήντα. Ο ιστορικός Κριτόβουλος τον ονομάζει «αγαθό και προστάτη του λαού, που στάθηκε δυστυχισμένος σ’ ολάκερη τη ζωή του, και που είχε ακόμα πιο δύστυχο τέλος». Η μοίρα του τον έταξε να βασιλέψει όλα κι όλα τέσσερα χρόνια και να πεθάνει πολεμώντας στη μάταιη προσπάθεια να σώσει τη Βασιλεύουσα από τους Τούρκους. Δεν είχε ξέχωρες ηγετικές αρετές, όμως δεν του απόλειψε εκείνη που τον καταξίωσε μάρτυρα με τον ηρωικό θάνατό του.

Στις 5 Απριλίου του 1453, ένας νεαρός 21 χρόνων ο Μωάμεθ έστησε το τσαντήρι του μπροστά στην Πόλη. Δεν απόμειναν στη Βασιλεύουσα παρά 53 μέρες ζωής.

Μια παλιά τούρκικη παράδοση έλεγε «Τιμή και δόξα στον πρίγκιπα που θα πάρει την Πόλη».

Και να που τώρα θα έβγαζε αληθινό τούτο το λόγο, ένα παιδαρέλι, σουλτάνος κάποιου λαού των Οσμανλίδων που έφυγαν κυνηγημένοι από τη μάστιγα του θεού τον Τσέγκιζ-Χαν και μπήκαν στο Βυζάντιο.

Και η πολιορκία της Πόλης άρχισε, έσφιξε ο κλοιός γύρω της. Χιλιάδες βάρβαροι φανατισμένοι δεν έβλεπαν την ώρα να γκρεμίσουν τα τείχη της να μπουν μέσα να τη διαγουμίσουν.

Στις 23 του Μάη ο Μωάμεθ έστειλε απεσταλμένους να δούνε τον αυτοκράτορα, Αρχηγός τους ήτανε ο αποστάτης Ισμαήλ Χάμζα Ισπεντιάρογλου κυβερνήτης της Σινώπης. Ο Κωνσταντίνος είχε γνωριμία μαζί του. Τον δέχθηκε σαν παλιό φίλο. «Μάθε, λέει ο Ισμαήλ στον Κωνσταντίνο, πως όλα έτοιμα για το μεγάλο ρεσάλτο. Σε προτείνει ο πατισάχ μας, κύριος και αφέντης ολάκερου του κόσμου, να παρατήσεις την Πόλη και να φύγεις μαζί με τους άρχοντές σου για όπου θες. Αν παρακούσεις θα την πάρει με το σπαθί του. Και τότε κι εσύ θα χαθείς κι όλοι οι δικοί σου καθώς και τα υπάρχοντά σας και σκλάβοι θα γίνουν όσοι την κατοικούν». Ο Κωνσταντίνος του αποκρίθηκε «Να του παραδώσω την Πόλη ούτε στο χέρι μου είναι, ούτε κανενός άλλου απ’ όσοι την κατοικούν κοινή στέκεται η απόφασή μας να πεθάνουμε πολεμώντας».

Αν τίποτε πια δε μπορούσε να σώσει τη Βασιλεύουσα, τουλάχιστον τούτη η απάντηση έσωζε την τιμή της. Τη Δευτέρα 28 του Μάη στο παλάτι των Βλαχερνών μαζεύτηκαν οι άρχοντες της Ρωμανίας και οι Φράγκοι αρχηγοί. Όλοι ξεύρανε τι τους περίμενε.

«Πολεμάμε, τους είπε ο Κωνσταντίνος για τα τέσσερα αγαθά που υπάρχουν σε τούτον τον κόσμο Την πίστη μας, την πατρίδα μας, τις οικογένειες μας, τους συγγενείς μας. Αν σαν άντρες που είμαστε, πρέπει για καθένα απ’ αυτά ν’ αγωνιστούμε ως το θάνατο, τώρα που χρειάζεται να πολεμήσουμε για όλα αυτά μαζί, ας διώξουμε το φόβο από την καρδιά μας. Τούτη η Πόλη είναι σκέπη για μας, καταφύγιο των Χριστιανών, ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων. Δε χρειάζεται να σας πω περισσότερα. Σ’ εμάς εμπιστεύτηκε ο θεός να τη σώσουμε από τα χέρια των απίστων».

Είπανε κι άλλα. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν, κλαίγοντας και ορκίστηκαν να πεθάνουν για την Πίστη και την Πατρίδα, κείνη την ώρα σήμαναν οι καμπάνες για τον εσπερινό. Ξεκίνησαν όλοι για την Αγιά Σοφιά, για την τελευταία λειτουργία. Έφυγαν, έδωσαν το στερνό χαιρετισμό και ο καθένας, έπιασε τη θέση του για την ύστατη μάχη. Την αυγή έγινε το μεγάλο ρεσάλτο. Οι Τούρκοι πάτησαν την Πόλη. Κλαυθμός και οδυρμός. Οι φρικαλεότητες που έγιναν συναγωνίστηκαν εκείνες των Λατίνων και ακόμα περισσότερο.

Γράφει ο Νικόλαος Γ. Πολίτης

«Αρκεί ωστόσο, να επισημανθεί ότι οι εισβολείς εφόνευαν αρχικώς αδιακρίτως τους υπερασπιστές, μέχρι τη στιγμή που αντελήφθησαν ότι αυτοί δεν ήσαν πολλοί και ότι η εξόντωσή τους θα εμετρίαζε τα κέρδη που θα είχαν αν τους συνελάμβαναν προς πώληση». Και όπως γράφει και ο ιστορικός της Άλωσης «είναι φιλοχρήματον το γένος τούτο, ακόμη δε και αν πέσει στα χέρια του ο φονιάς του πατρός του, τον ελευθερώνουν έναντι αμοιβής».

Και η τραγική ειρωνεία, πρώτοι πάτησαν τα τείχη οι γενίτσαροι τα χριστιανοπαίδια χάριζαν στο Μωάμεθ την «Καθέδρα των Βασιλέων» την Πόλη και αντηχούσε η τρομερή κραυγή που σε πάγωνε «Πήραν την Πόλη-πήραν την».

Ο Μάης έχει συνδεθεί με την τύχη της Βασιλεύουσας. Στις 11 του Μάη η εκκλησία μας γιορτάζει τα γενέθλια, τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης, στις 21 τιμά τη μνήμη του ιδρυτή της και στις 29 (Μάης 1453), στη μνήμη στοιχειώνει η Άλωσή της.

Ενας ακόμη θρύλος για την Πόλη

Εκείνα τα χρόνια, έξω από τη Μονή των Βλαχερνών, κοντά στην κινστέρνα (στέρνα) του Μπαλουκλί ζούσε η γιαγιά Τζοχεριά. Μοναχούλα της, δεν είχε κανένα στον κόσμο. Ο γιός της σκοτώθηκε στον πόλεμο με τους Αγαρινούς.

Μια μέρα, βρήκε έξω από την πόρτα της, ένα μωρό τυλιγμένο στις φασκιές του και ένα μικρό πάπυρο μέσα σ’ αυτές που έγραφε «Τ’όνομά μου είναι Θεοδόσης». Τίποτε άλλο. Η γιαγιά Τζοχεριά το πήρε στην αγκαλιά της, έκαμνε το σταυρό της και το μεγάλωσε σαν δικό της αγγόνι. Πίστευε ότι το μωρό της το ’στειλε ο Θεός και το αγαπούσε περισσότερο απ’ ότι να ’τανε δικό της.

Κι ο Θεοδόσης μεγάλωνε, όμως δεν έμοιαζε καθόλου με τ’ άλλα τα παιδιά της ηλικίας του. Είχε πολλά χαρίσματα. Όταν έγινε τριώ χρονώ, μιλούσε καθαρά και ήξευρε τόσα πράγματα που οι μεγάλοι ησαστίζανε που τα ακούγανε. Στα έξι του διάβαζε και έλυνε τις πιο δύσκολες ασκήσεις. Στο τρέξιμο ήτανε πρώτος. Στη σαΐτα δε λάθευε ποτέ, κι όταν καβαλούσε το μικρό του πουλάρι έτρεχε σαν τον άνεμο. Μιλούσε με τα ζώα, με τα πούλουδα (λουλούδια), τα δένδρα. Τη νύχτα έβγαινε και κοιτούσε τ’ άστρα με τις ώρες. Μετρούσε πόσα πέφτανε πόσα αλλάζανε θέση, ήξευρε την κάθε τους κίνηση. Η Μεγάλη του αγάπη όμως ήτανε η θάλασσα. Καθότανε με τις ώρες και ψάρευε. Ψάρευε όμως και στην κινστέρνα (στέρνα) του Μπαλουκλί. Κάθε μέρα γιόμιζε το τηγάνι της γιαγιάς του. Την παραμονή κείνης της μαύρης μέρας που θα ξημέρωνε, Τρίτη 29 Μαΐου του 1453, ψάρεψε επτά μεγάλα μπαρμπούνια. Τα πήγε στη γιαγιά του και τράβηξε για την Αγιά Σοφιά. Μέσα του ένοιωθε ένα παράξενο σφίξιμο. Κάτι του έλεγε πως πολλά τρομερά πράγματα θα συμβούνε τη μέρα που ξημέρωνε.

Έτσι βρέθηκε στην τελευταία λειτουργία που έκανε ο αυτοκράτορας πριν πέσει η Πόλη . Τότες είδε το πουλί το λαβωμένο να κάθεται μπροστά στην πόρτα της εκκλησιάς και μιας και ήξευρε τη γλώσσα του μίλησε ψιθυριστά και το ρώτησε τι μήνυμα έφερνε με τη ματωμένη φτερούγα του. Εκείνο του ιστόρησε τι θα γινότανε και το παιδί βρέθηκε μέσα στη νύχτα κι άφησε τη μυστική φωνή που είχε μέσα του, να του μιλήσει και να το ορμηνέψει τι θα κάνει ,όπως γινότανε πολλές φορές. Έτσι πήρε τρέχοντας ένα σκοτεινό σοκάκι, που τον έβγαλε κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Χώθηκε σ’ ένα βαθούλωμα που κάνανε τα τείχη και κοίταξε. Οι Έλληνες άγρυπνοι γονατίσανε και κάμνανε το σταυρό του.

-Παναγιά μου σώσε την Πόλη σου, προσεύχονταν με δάκρυα στα μάτια.

Έξω από τα τείχη, οι χοτζάδες ουρλιάζοντας καλούσανε τους πιστούς να πολεμήσουνε για τον προφήτη τους, τον Μωάμεθ, και τους τάζανε βουνά τα πιλάφια που θα τρώγανε στον παράδεισο μαζί με τα ουρί που θα είχανε για συντροφιά. Τ’ αλόγατα χλιμιντρούσανε άγρια. Τα γιαταγάνια τα χτυπούσανε, σε τρέλαινε ο κρότος τους. Τα νταούλια τα χτυπούσανε κι αυτά. Άγριοι αλαλαγμοί από τους φανατισμένους Τούρκους, παγώνανε το αίμα. Το παιδί τότες είδε το μαύρο καβαλάρη, με το μαύρο άτι και το δρεπάνι στο χέρι να περνά σαν αστραπή πάνω από τα τείχη της Πόλης και αγριεύτηκε. Είδε και μια μαυροφορεμένη γυναίκα να βλογάει το στρατό των Ελλήνων και από τα μάτια της να τρέχουνε δάκρυα πικρά.

Είδε ακόμη και τους αξιωματικούς, που μαζέψανε τους άντρες τους και τους διαβάσανε την απάντηση που έστειλε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στον Μωαμέθ με τον αποστάτη Ισμαήλ Χάμζα.

«Να του παραδώσω την Πόλη, ούτε στο χέρι μου είναι, ούτε κανενός άλλου απ’ όσοι την κατοικούν. Κοινή στέκεται η απόφαση μας να πεθάνουμε πολεμώντας».

Μόλις διαβάσανε οι αξιωματικοί την ηρωική απάντηση του βασιλέα μια σιγή απλώθηκε παντού και ύστερα μια ιαχή βγήκε από τα στήθη τους. Ο Κωνσταντίνος δεν παρέδιδε την Πόλη μ’ άλλα λόγια έλεγε στον Μωάμεθ.

«Έλα να την πάρεις. Εγώ την Πόλη δεν την παραδίδω. Καλύτερα να πεθάνουμε όλοι».

Η καρδιά του μικρού Θεοδόση χτύπησε γρήγορα όταν είδε από μακριά το βασιλέ του απάνω στην περήφανη φοράδα του την ασπροποδαράτη, βγήκε απ’ εκεί που ήτανε κρυμμένος κι έτρεξε ξωπίσω του. Ο Κωνσταντίνος ανέβηκε στα κάστρα, έδωκε κουράγιο στους πολεμιστές και ξεκίνησε για την πύλη του Αγίου Ρωμανού. Αλλά ξαφνικά, έστριψε και μπήκε σε μια εκκλησιά της Παναγιάς. Ο Θεοδόσης τρύπωσε κι αυτός μέσα και τι να διεί! Στο θρόνο του Πατριάρχη καθότανε η Κυρά-Δέσποινα, το πρόσωπό της ήτανε γιομάτο λύπη. Τα χέρια της ήτανε απλωμένα. Γύρω της, άγγελοι στέκονταν με κατεβασμένες φτερούγες. Ο Κωνσταντίνος γονάτισε. Τότες η Παναγιά του είπε:

«Ήρθε η στιγμή να βγάλεις απ’ το κεφάλι σου το στέμμα κι από τα χέρια σου ν’ αφήσεις το σκήπτρο της βασιλείας γιατί είναι θέλημα θεού η Πόλη να τουρκέψει. Άφησε τα στα πόδια μου και συ πήγαινε να τελειώσεις το στερνό σου καθήκον και να πεθάνεις σαν απλός στρατιώτης. Όταν θα ‘ρθει η ώρα θα δοθούν πάλι ή σε σένα ή σε κάποιον άλλον που θ’ ακολουθήσει. Ύπαγε Κωνσταντίνε και πράξε αυτό που ο θεός έχει τάξει για σε».

Τούτα τα λόγια είπε η Κυρά-Δέσποινα και πήρε το στέμμα και το σκήπτρο από το βασιλέ. Όταν εκείνος σήκωσε ταπεινά τα μάτια του την είδε να στέκεται μπροστά στην Ωραία Πύλη και να κρατάει το στέμμα και το σκήπτρο της Βασιλεύουσας. Προσκύνησε και έφυγε.

Ο Θεοδόσης δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που είδανε τα μάτια του .Ακολούθησε τον βασιλέ του, χωρίς να μπορεί να κρατήσει τα πικρά δάκρυά του.

Πριν ξημερώσει η 29η του Μάη έγινε μεγάλο ρεσάλτο. Οι Τούρκοι βρήκανε μισάνοιχτη μια μικρή πόρτα, την Κερκόπορτα και μπήκανε μέσα. Χτυπήσανε του μαχητές από πίσω. Ο βασιλές πολεμούσε με το σπαθί και το κοντάρι του. Σκότωσε τρακόσους Τούρκους και δεκατρείς πασάδες, όλοι συμπολεμιστές του σκοτωθήκανε. Έμεινε μοναχός του και κανένας δεν είδε τι έγινε, αν σκοτώθηκε ή αν τονέ βοήθησε ο Θεός κείνη την στερνή του ώρα. Μόνε (μόνο) ο Θεοδόσης είδε. Είδε τον Κωνσταντίνο να πολεμά και όταν ένας αράπης όρμησε με το γιαταγάνι του να του πάρει το κεφάλι , τότες εκείνος φώναξε:

«Δεν υπάρχει κανένας Χριστιανός να κόψει το κεφάλι μου να μην πέσω στα χέρια των εχθρών».

Ο Θεοδόσης κατατρόμαξε ήκανε να τρέξει κοντά στον βασιλέ του, αλλά δεν τα κατάφερε. Οι σκοτωμένοι που φτάνανε όσαμε τις επάλξεις του κλείνανε το δρόμο.

Και τότες έγινε κάτι παράξενο, ένα θάμα (θαύμα) που μόνε (μόνο) ο Θεοδόσης, ο αλαφροΐσκιωτος Θεοδόσης μπόρεσε να διεί.

Μόλις σήκωσε ο αράπης το γιαταγάνι να πάρει το κεφάλι του Κωνσταντίνου, ένας άγγελος τον άρπαξε. Ο Θεοδόσης μέσα σ’ αυτό το χαλασμό κατάφερε να περάσει πάνω από τους σκοτωμένους και να ακολουθήσει τον άγγελο. Τον είδε να πηγαίνει στην Χρυσόπορτα, στον πύργο από κάτω μέσα σε μια σπηλιά στρωμένη με πορφύρα και ν ’αφήνει το βασιλέ που κοιμότανε βαθιά πάνω σ’ ένα μαλαματένιο κλινάρι. Μαρμάρωσε ο βασιλές, μαρμάρωσε και η σπηλιά. Ένας βράχος έκρυψε την πόρτα. Τότες φάνηκε η Κυρά Παναγιά. Του φόρεσε τη χρυσή κορώνα στο κεφάλι και του έβανε το σκήπτρο στο χέρι. Στα πόδια του φρουρό ακοίμητο να τόνε φυλάει το δικέφαλο Σταυραετό, που δίπλωσε τις φτερούγες του και έγειρε το κεφάλι.

Σαν γινήκανε τούτα , σήκωσε η Παναγία τα χέρια της και χαθήκανε όλα από τα μάτια του μικρού Θεοδόση, που απόμεινε μονάχος να ξεύρει που είναι ο μαρμαρωμένος βασιλέ και ο λαβωμένος Στραυραετός. Ησάστισε το παιδί. Τι ήτανε τούτα τα θάματα (θαύματα)!

Γλήορα έτρεξε στην Αγιά Σοφιά. Οι Τούρκοι απατήσανε την Ωραία Πύλη και Μωάμεθ απάνω στο μαύρο του άτι, με το χέρι του αιματοβαμμένο να το ακουμπά πάνω σε μια κολώνα. Έμεινε τ’ αχνάρι του χεριού του σαν κατάρα και από τότε κανένας ασβέστης δε μπορεί να το σβήσει. Μέσα σ’ εκείνη την κοσμοχαλασιά και στη γιομάτη από σκοτωμένους εκκλησία , ο αλαφροΐσκιωτος Θεοδόσης είδε κι άλλα αλλόκοτα που γινήκανε εκείνη τη μαύρη μέρα. Είδε το μικρό κόνισμα της Σοφίας ΤΟΥ Θεού που ήτανε μέσα στο ιερό να τρέμει και ύστερα πριν το πιάσουνε οι οχτροί να πετά και να φεύγει από το παναθύρι. Κείνο το κόνισμα έκανε ένα παράξενο ταξίδι. Πέρασε το Αιγαίο και πήγε και χώθηκε σε μια μεγάλη σπηλιά στα Λευκά όρη της Κρήτης , στον τόπο Καλένι-Καμάρα. Εκεί χτίστηκε μετά από χρόνια ένα εκκλησάκι της Αγιάς Σοφιάς, που δε μοιάζει μ’ εκείνη την περίλαμπρη εκκλησία της Πόλης, γιατί το κόνισμα θα μείνει εκεί τόσο όσο να γίνει πάλι με χρόνους και καιρούς ελληνική η Κωνσταντινούπολη. Αλαφιασμένος ο Θεοδόσης είδε ακόμη τρία καράβια μεγάλα να παίρνουνε το ένα την Αγία Τράπεζα της Αγιάς Σοφιάς, το άλλο το Ευαγγέλιο και το τρίτο το Δισκοπότηρο. Τα δύο φύγανε για τη Βενετία, κείνο όμως που είχε την Αγία Τράπεζα, χωρίς να έχει η θάλασσα φουρτούνα, μόλις έφτασε σε βαθιά νερά, βούλιαξε και χάθηκε. Κάπου εκεί στη θάλασσα του Μαρμαρά. Σε’ κείνο το σημείο δεν έχει ποτέ τρικυμία και πάνω στον αφρό βγήκε το λάδι από το καντήλι της Αγίας Τράπεζας και οι γεμιτζήδες (ναυτικοί) το μαζεύουνε με το βαμπάκι και το χουνε γιατρικό για τα μάτια τους. Ο Θεοδόσης, αφού είδε όλα ‘ κείνα τα μεγάλα θαυμαστά και φρικτά πράγματα κατατρομαγμένος γύρισε σπίτι του. Εκεί βλέπει τη γιαγιά του να τηγανίζει τα μπαρμπούνια δίπλα στην κινστέρνα (στέρνα) τον Μπαλουκλί. Τότες όλος ο πόνος του γίνηκε μια κραυγή.

-Γιαγιά μου , έπεσε η Πόλη, έπεσε.

Η γιαγιά Τζοχεριά πάγωσε. Δεν μπόρεσε να πιστέψει αυτά που άκουγε.

– Όταν τα ψάρια που τηγανίζω ζωντανέψουνε και πέσουνε μέσα στην κινστέρνα, τότες θε να πιστέψω τούτα τα τρομερά που με λες Θεοδόση.

Δεν απόσωσε, το λόγο της και τα ψάρια ζωντάνεψαν και πέσανε μέσα στο νερό και από τότες έχουνε ένα παράξενο χρώμα. Καφετιά από τη μία μεριά και κόκκινη από την άλλη. Και ο Θεοδόσης, τι να ‘γινε άραγε ο μικρός αλαφροΐσκιωτος Θεοδόσης που είδε ‘κείνα που οι άλλοι δεν είδανε και άκουσε τόσα , που τ’ αυτιά των άλλων ανθρώπων δεν ακούσανε. Ο Θεοδόσης πήρε το σουραύλι του και τραγούδησε μ’ έναν τρόπο που κανένας δεν μπόρεσε να κάνει. Τα λόγια του δεν είχανε λέξεις και ο ήχος τους δεν ήτανε μουσική. Ήτανε η φουρτουνιασμένη θάλασσα που έπεφτε πάνω στα βράχια και τα μανιασμένα κύματα χτυπούσανε τα τείχη και φτάσανε όσαμε τις επάλξεις και μπαίνανε στην Πόλη. Ήτανε ο βοριάς που λυσσομανούσε, ήτανε το ξέσπασμα της άγριας καταιγίδας. Ήτανε ο πόνος που δε λέγεται, δε γράφεται, μόνε (μόνο) κουρνιάζει στην καρδιά ενός λαού. Εκείνος ο πόνος γίνηκε το τραγούδι του Θεοδόση που το ζήσανε όλοι οι Έλληνες και φτιάξανε μ’ αυτόν τον θρήνο και το θρύλο της Πόλης, που δεν έπεσε γιατί ζει μέσα μας στα φυλλοκάρδια μας και τότες και τώρα και αύριο και μέχρι τη λύτρωσή της.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου