ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οι τρεις αγάπες του Χριστιανισμού

οι-τρεις-αγάπες-του-χριστιανισμού-749939

Του Κων. Απ. Σουλιώτη, επ. λυκειάρχη

Ο πιστός χριστιανός έχει ή τουλάχιστον πρέπει να έχει τρεις αγάπες : την αγάπη προς τον Θεό, την αγάπη προς τον εαυτό του και την αγάπη προς τον πλησίον.

1. Η αγάπη προς τον Θεό : Η αγάπη είναι αυθόρμητο συναίσθημα συμπάθειας και αφοσίωσης της ψυχής μας προς ένα πρόσωπο ή κάποιο ιδανικό, που φθάνει μέχρι την αυτοθυσία. Συνεπώς, όταν λέμε αγάπη προς τον Θεό, εννοούμε την απόλυτη αφοσίωση προς Αυτόν με όλη την ψυχή μας και την καρδιά μας, τη διάνοιά μας και τη δύναμή μας, με όλο το είναι μας, αλλά και την τέλεια υποταγή μας στο άγιο θέλημά Του• «αυτήν εστί η αγάπη του Θεού, ίνα τας εντολάς αυτού τηρώμεν» (Α’ Ιωαν. Σ’3).

Η αγάπη μας αυτή προς τον Θεό είναι απάντηση στη δική Του αγάπη προς εμάς, γιατί «εν τούτω εστίν αγάπη, ουχ ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς» (Α’ Ιωαν. δ’8 και Ιωά;ν. γ’16). Η ανταποδοτική αυτή αγάπη είναι υποχρέωσή μας προς τον Θεό, γιατί Αυτός είναι ο δοτήρ παντός αγαθού, αλλά και η απόλυτη αγάπη (Α’ Ιωαν. δ’8). Με την έννοια αυτή η αγάπη είναι το «πλήρωμα του νόμου» (Ρωμ. ιγ’ 10) και ο σύνδεσμος της τελειότητας» (Κολ. γ’14), δηλαδή η αγάπη είναι η εκπλήρωση όλου του θείου νόμου και ο συνδετικός κρίκος όλων των αρετών του πιστού χριστιανού.

Την αγάπη προς τον Θεό πρέπει να διακρίνει σταθερότητα, χωρίς δηλαδή να την κλονίζουν οι διάφορες δοκιμασίες και αντιξοότητες της ζωής και χωρίς οι πιστοί να χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στην πρόνοιά Του και τη δικαιοσύνη Του. Σε κάθε περίσταση της ζωής μας, εύκολη ή δύσκολη, οφείλουμε να εκδηλώνουμε την αγάπη μας για όσα αγαθά, πνευματικά και υλικά, μας προσφέρει καθημερινά η δική Του αγάπη, και τον απεριόριστο σεβασμό προς Αυτόν. Προπαντός, όμως, η αγάπη μας προς τον Θεό πρέπει να είναι θερμή, ώστε να είμαστε στη θέση να λέμε μαζί με τον Απόστολο Παύλο : «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;…» (Ρωμ. η’ 35-39), αλλά και ενεργός, δηλαδή να αγαπάμε με ειλικρίνεια και έμπρακτα και όχι μόνο με τα λόγια, που είναι εύκολη και χωρίς θυσίες υπόθεση• «μη αγαπώμεν λόγω, μηδέ γλώσση, αλλ’ έργω και αληθεία» (Α’ Ιωαν. γ’ 18). Εάν η αγάπη μας προς τον Θεό δεν είναι ειλικρινής, ανιδιοτελής, υιική, καρτερική και έμπρακτη, δεν είναι αγάπη αλλά εμπαιγμός με τον οποίο εκδηλώνουμε την ψυχρότητα, την αχαριστία, την αδιαφορία, που όλα μαζί εκφράζουν την απιστία μας προς Αυτόν.

Παραδείγματα πραγματικής αγάπης προς τον Θεό αναφέρει η Αγία Γραφή και η ιστορία της Εκκλησίας μας. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη θυσία του Αβραάμ, που δείχνει την απόλυτη αγαπητική υπακοή και αφοσίωση στο θέλημα του Θεού, αλλά και ολόκληρη τη στρατιά των μυριάδων Μαρτύρων, οι οποίοι θυσίασαν τη ζωή τους για την αγάπη του Χριστού.

2. Η αγάπη προς τον εαυτό μας : Η ζωή είναι δώρο Θεού προς τον άνθρωπο, το πρώτο και μεγαλύτερο απ’ όλα τα αγαθά, πνευματικά και υλικά, και συνεπώς αποτελεί πηγή ευτυχίας, αλλά και την προϋπόθεση κάθε ενέργειας και φροντίδας για την ηθική τελείωσή του. Από τη διαπίστωση αυτή συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι είναι φυσική ανάγκη αλλά και υποχρέωσή μας να σεβόμαστε τη ζωή όλων, και μάλιστα τη δική μας, γιατί, σύμφωνα με το πνεύμα της Αγίας Γραφής γενικά και τον λόγο του Αποστόλου Παύλου, «ουδείς ποτέ την εαυτού σάρκα εμίσησεν, αλλ’ εκτρέπει και θάλπει αυτήν» (Εφες. ε’29). Επειδή, όμως, ο άνθρωπος είναι διφυής, αποτελείται δηλαδή από ύλη – σώμα και πνεύμα – ψυχή, πρέπει η αγάπη προς τον εαυτό του να εκτείνεται προς όλη την ψυχοσωματική του οντότητα και να καλύπτει και τα δύο αυτά συστατικά.

Και πρώτα έχουμε υποχρέωση να ενδιαφερόμαστε και να φροντίζουμε για το σώμα μας, γιατί αυτό είναι δημιούργημα του Θεού και «ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. στ’ 19), αλλά και γιατί χωρίς αυτό τίποτα δεν μπορούμε να πετύχουμε από την ηθική μας τελείωση, αφού είναι γνωστό σε όλους μας ότι είναι συναθλητής της ψυχής. Έχουμε υποχρέωση να διατηρούμε το σώμα μας αγνό από κάθε είδος αμαρτίας και από οποιοδήποτε ηθικό μολυσμό. Πρέπει ακόμη να τηρούμε όλους τους κανόνες υγιεινής αποφεύγοντας τις υπερβολές, τις καταχρήσεις και την άτακτη ζωή, που είναι καταστρεπτικά για τη σωματική και την ψυχική υγεία. Η εγκράτεια, η μετρημένη και καλή μεταχείριση και φροντίδα του σώματος θα διευκολύνουν τη διατήρηση και καλή λειτουργία των πνευματικών και σωματικών μας δυνάμεων και η ζωή μας θα είναι πηγή χαράς και ευκαιρία πνευματικού αγώνος για την εθνική μας προκοπή.

Αλλά και την ψυχή του πρέπει ιδιαιτέρως να φροντίζει ο άνθρωπος, «επιμελού ψυχής πράγματος αθανάτου», γιατί χωρίς αυτήν «η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν» (Ιωαν. στ’ 63). Για την αξία της ψυχής ο Χριστός μας είναι κατηγορηματικός λέγοντας «τι γαρ ωφελείται άνθρωπος, εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχή αυτού ζημιωθεί; (Ματθ. ιστ’ 26).

Ο χριστιανός οφείλει να αναδειχθεί σε ολοκληρωμένη προσωπικότητα με την καλλιέργεια της πίστεως προς τον Θεό, του χριστιανικού ήθους και της αγαθής βούλησης, με την καθημερινή και συνεπή άσκηση στην αρετή, με τη συμμόρφωσή του προς τις απαιτήσεις του λόγου του Θεού και προπαντός με την καλλιέργεια και την άσκηση της αγάπης προς τον πλησίον, η οποία είναι η δεύτερη μεγάλη εντολή μετά την αγάπη προς τον Θεό…

3. Η προς τον πλησίον αγάπη : Η αγάπη προς τον πλησίον είναι εκδήλωση της αγάπης προς τον Θεό. Η Αγία Γραφή λέγει : «εάν τις ειπή ότι αγαπά τον Θεόν και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύτης εστίν• ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν ον εώρακε, τον Θεόν ον ουχ εώρακε πως δύναται αγαπάν; και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αφελφόν αυτού» (Α’ Ιωαν. δ’ 20-21). Μοναδικός, λοιπόν, τρόπος για να δείξουμε την αγάπη μας προς τον Θεόν είναι να αγαπάμε τον πλησίον μας όσο αγαπάμε τον εαυτό μας, να περνάει δηλαδή η αγάπη μας μέσα από τους άλλους ανθρώπους, γιατί μόνον τότε κατευθύνεται ως «οσμή ευωδίας» στον θρόνο του Θεού.

Η αγάπη του πιστού χριστιανού δεν περιμένει πρώτα την αγάπη των άλλων για να την ανταποδώσει. Η αγάπη του πιστού χριστιανού προέρχεται από το περίσσευμα της καρδιάς του, την οποία έχει πλημμυρίσει η αγάπη του Θεού, και απευθύνεται προς όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, οποιασδήποτε καταγωγής, μορφώσεως, κοινωνικής θέσεως, φύλου και θρησκείας, γιατί όλοι είναι αδελφοί του. Άλλωστε αυτή την έννοια έχει στην Αγία Γραφή η λέξη πλησίον.

Η χριστιανική αγάπη δε στηρίζεται μόνο στο συναίσθημα της συμπάθειας που τρέφουμε για τον άλλον. Αυτή δεν έχει καμιά αξία, γιατί ο Κύριος διαβεβαιώνει ρητά : «εάν αγαπήσητε τους αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχετε; ουχί και οι τελώναι αυτό ποιούσι;» (Ματθ. ε’ 46). Συνεπώς η αγάπη του πιστού χριστιανού προσφέρεται προς όλους τους ανθρώπους χωρίς καμιά απολύτως διάκριση, ακόμη και προς τους εχθρούς του, γεγονός που αποτελεί το ύψιστο σημείο της χριστιανικής αγάπης.

Η αγάπη μας προς τον πλησίον εκδηλώνεται με έργα φιλαλληλίας, τα οποία δεν εξαρτώνται από την καλή ή κακή διαγωγή εκείνων προς εμάς ή από τα δικά μας συμφέροντα, αφού είναι γνωστή η πάγια διακήρυξη του Απ. Παύλου ότι «η αγάπη ου ζητεί τα εαυτής».

Κλείνοντας τη σύντομη αυτή αναφορά μας προς το μεγάλο κεφάλαιο της αγάπης σημειώνουμε επιγραμματικά ότι πρέπει να αγαπάμε έμπρακτα με ειλικρίνεια και αγνότητα, χωρίς να εξετάζουμε αν οποιοσδήποτε συνάνθρωπος μας είναι άξιος της αγάπης μας. Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε εικόνες του Θεού και αδελφοί μεταξύ μας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου