ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Πατρίδα μου… Ελλάδα μου… τότε και σήμερα… πόσο μοιάζουν…

πατρίδα-μου-ελλάδα-μου-τότε-και-σήμε-751300

Του Περικλή Βασιλού

Αντλώντας θέματα μέσα από καθημερινές συζητήσεις σε χώρους αναψυχής, όπου συνήθως μισοαστεία – μισοσοβαρά, θίγονται ενδιαφέροντα θέματα, όπως αυτά που έχουν σχέση με την πατρίδα μας, κι ένα από αυτά, μου δόθηκε από γιατρό της παρέας, κείμενα με τη μαγική γραφίδα του Σουρή, όπου φαίνεται σα να μην πέρασε ούτε μια μέρα, τόσο πολύ μοιάζει στα πολιτικά η εποχή μας, με αυτή του Τρικούπη ή του Σουρή, όταν διαβάσει κάποιος τα καυστικά δημοσιεύματα στον Τύπο της εποχής του Γεωργίου Σουρή (1853 – 1919), όπου ως δημοσιογράφος και εκδότης της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Ο Ρωμηός», καθιερώθηκε ως ο «νέος Αριστοφάνης», σατιρίζοντας με τον ίδιο καυστικό τρόπο την εποχή του…

Βλέπουμε σ’ αυτά, πόσο άμεσα χαρακτηρίζουν και ανταποκρίνονται σε όλη τη μακρά πορεία του νεοέλληνα, φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας, «δοξάζοντας» τον νεοπλουτισμό και τον «φαύλο πατριώτη»…

Τα δημοσιεύματα του Σουρή αποτελούσαν «είδηση» για τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της εποχής, παρέμβαση στην ουσία σε ότι ενοχλούσε και έπρεπε να διορθωθεί… Ας τα απολαύσουμε:

«…Ό,τι καλό κι αν έχουμε επάνω σας ας μείνει / στα πρόσωπά μας ας χυθεί του μαρασμού το χρώμα / μ’ εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει / φορολογήστε και αυτή τη σάρκα μας ακόμα / του σώματός μας κόβετε καμιά παχιά λωρίδα / και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα…».

«Την εικόνα σου, είδα, πατρίδα μου κι έφριξα! Δεν είναι εικόνα ευρωπαϊκής και πολιτισμένης χώρας αυτή η εικόνα! Είναι η πατρίδα μου, βουτηγμένη στη διαφθορά, κολυμπά στα χρέη της, αγκομαχάει καθώς πορεύεται αμήχανη, αδύναμη και ακυβέρνητη. Έχει τη Δικαιοσύνη της αμφισβητούμενη, τραυματισμένη από τους ίδιους τους δικαστές και από άλλους παράγοντες και άλλες εξουσίες και ευρισκόμενη στα όρια της αρνησιδικίας. Έχει την Παιδεία της σε μαύρα χάλια, την Υγεία της καταχρεωμένη και τη Δημόσια Διοίκησή της σε κατάσταση αποσύνθεσης και διάλυσης. Είναι η πατρίδα μου, μια χώρα που την κυβερνούν οι μέτριοι, οι μικρόνοες και οι ολιγόνοες. ΟΙ άριστοι έλληνες πολίτες απέχουν, απογοητεύτηκαν, έφυγαν και πήγαν στο εξωτερικό ή στα σπίτια τους και ιδιωτεύουν και δεν ασχολούνται με τα κοινά και τη δημόσια ζωή. Στην πατρίδα μου, ο τζόγος (κρατικός και παράνομος) και τα τυχερά παίγνια επικρατούν, και οι τράπεζες έγιναν ήδη τοκογλύφοι. Οι φυλακές της πατρίδας μου γέμισαν, δεν χωρούν άλλους πια. Η διαπλοκή και η διαφθορά όζουν, μια μπόχα, μια δυσοσμία αναδίδεται στον αέρα, παντού όπου σταθείς και περπατήσεις. Σε λυπάμαι πατρίδα μου, έτσι που σε κατάντησαν διάφοροι αγύρτες, τσαρλατάνοι, κλέφτες και απατεώνες, διεφθαρμένοι διαχειριστές, κυβερνήτες και παρατρεχάμενοί τους. «Κλέφτες! Πω! Πω! Στα σπίτια σας, με σίδερα, κλεισθείτε, και θάψετε, αν έχετε, στο χώμα, τον παρά σας, φυλάξετε τα ρούχα σας και ό,τι κι αν φορείτε… Κλέφτες! Πω! Πω! Για όνομα του Θεού, πεντάρα μην κρατείτε, βλέπετε εδώ, βλέπετε εκεί, εις τον περίπατό σας, κλεψιά εδώ, κλεψιά εκεί, κλητήρες, αστυνόμοι, εισαγγελία, δικαστές, συντάγματα και νόμοι… Κλέφτες! Πω! Πω! Κλέφτες!…».

«Βάλετε φόρους, βάλετε εις την πτωχήν μας ράχη,/ ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα / σεις το κρασί και τον καπνό που πίνετε μονάχοι / κι εμείς να σας κοιτάζομε με μάτι σαν γαρίδα / Βαριά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει / βάλετε φόρους, βάλετε, η πλάτη μας αντέχει».

«Μ’ αυτόν τον νόμον έζησε ο κόσμος και θα ζήσει / τη δύναμή του προσκυνά η κάθε κοινωνία / Δεν ημπορεί καθένας μας βεβαίως να πλουτίσει / γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία / Φτώχεια και πλούτος – ζήτημα του καθενός αιώνος:Ιδού το τέλος κι η αρχή του φοβερού αγώνος.Λοιπόν κανένας πρόστυχος κεφάλι μη σηκώσει / για τόσα νομοσχέδια μη βγάλει τσιμουδιά / Εις της πατρίδας τον βωμόν το αίμα του ας δώσει / χωρίς ν’ αφήσει στεναγμόν η μαύρη του καρδιά / Κι αν τώρα πάλι έπεσεν επάνω του ο κλήρος / Πρέπει και πάλι να φανεί γενναίος – μάρτυς – ήρως».

Σε όλες τις εποχές, υπήρξαν οι αδέκαστοι, αγνοί πατριώτες που έζησαν με «ψηλά το κεφάλι», με τη βαθιά ικανοποίηση της εκπλήρωσης του χρέους… Πολιτικοί, στρατιωτικοί που δεν αμαύρωσαν, ούτε την ψυχή τους ούτε την πατρίδα, όπως ο Πλαστήρας, που πέθανε στην «ψάθα» επειδή έτσι το ήθελε, πέρασαν χρήματα από μπροστά του και δεν τα ακούμπησε, όλα τα μοίραζε σε φτωχούς, συγγενείς του δεν μπλέχτηκαν ποτέ σε ανάρμοστους διορισμούς και αξιώματα, γι’ αυτό και τον τίμησε και τον έκλαψε ειλικρινά όλη η Ελλάδα, υπήρξε πραγματικός ήρωας των μαχών, πιστός στις αξίες και ιδανικά της πατρίδας και της οικογένειας…

Πιστεύω ότι το απολαύσατε, κι ότι όλα είναι σα να μην πέρασε ούτε μια μέρα κι ας μας χωρίζουν εκατόν είκοσι χρόνια από τον σπουδαίο αυτόν άνδρα, αν ζούσε σήμερα δεν θα άλλαζε ούτε γράμμα και θα ήταν επίκαιρος όσο κανένας…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου