ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

O tempora, o mores!

o-tempora-o-mores-755605

Της Β. Γ. Μαντζώρου *

Η εξαγγελία της επικείμενης κατάργησης του μαθήματος των Λατινικών από τη διαδικασία της εξέτασης για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η αντικατάστασή του από το μάθημα της κοινωνιολογίας δεν αιφνιδίασε κανέναν. Όποιος παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τα τεκταινόμενα στο Υπουργείο Παιδείας από το 2010 – σχηματικά αφετηριακό έτος της οικονομικής κρίσης – έχει γίνει μάρτυρας απειράριθμων εξαγγελιών, σύμφωνα με τις οποίες μαθήματα «κόβονται», «ράβονται», τροποποιούνται σύμφωνα με μια λογική που αδιαφορεί για το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και τον τύπο του επιδιωκόμενου μέσω αυτής πολίτη και υπακούει στην οικονομίστικη λογική του «διαθέσιμου εκπαιδευτικού προσωπικού». Πριν με κατηγορήσει κανείς για συντεχνιακή λογική -φιλόλογος είμαι, το σινάφι μου θα υπερασπιστώ-να ξεκαθαρίσω ότι το δίλημμα δεν είναι Λατινικά ή Kοινωνιολογία αλλά πώς στο δημόσιο σχολείο θα χωρέσουν και τα δύο, αφού και τα δύο μαθήματα πλουτίζουν την προσωπικότητα και βοηθούν στη συγκρότηση αυτών που τα διδάσκονται. Θα υπεραμυνθώ, ωστόσο, των Λατινικών, αν και δε νομίζω ότι χρειάζεται τα δικά μου φτωχά επιχειρήματα μια γλώσσα που έχει πίσω της πάνω από 3000 χρόνια ιστορία και στην οποία μας έχουν δώσει δείγματα γραφής ο Βιργίλιος, ο Κικέρωνας, ο Σενέκας, ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Αυγουστίνος, οι ποικίλοι σχολιαστές των αρχαιοελληνικών κειμένων κατά το δυτικό Μεσαίωνα και τόσοι άλλοι.

Η διδασκαλία των Λατινικών στα ελληνικά σχολεία, μαζί μ’ αυτή των Αρχαίων Ελληνικών, αποφασίσθηκε το 1829, ως αποτέλεσμα της μελέτης που συνέταξε «περί ελληνικής Παιδείας» επιτροπή διαπρεπών Ελλήνων υπό την προεδρία του Άνθιμου Γαζή Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη επιτροπή άρχισε να συνεδριάζει από το 1824, τον τέταρτο χρόνο της Επανάστασης, προκειμένου το νέο κράτος να προσανατολίσει τα ενδιαφέροντα της κοινωνίας προς, πέραν των «πρακτικών», και στις ιδέες του διαφωτισμού, κατά την προτροπή του Αδαμάντιου Κοραή, ώστε να ευθυγραμμίσει ο ελληνισμός την παιδεία του με την παιδεία της λοιπής «φωτισμένης Ευρώπης» Στο αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών του διατάγματος του 1836[1] δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στη διδασκαλία των γλωσσών . Σε αυτό η προτεραιότητα στη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής

είναι αδιαφιλονίκητη, ωστόσο πλάι στα αρχαία ελληνικά διδάσκονται και τα λατινικά μεν αλλά η εμβάθυνση σε αυτά αφορά περισσότερο εκείνους τους μαθητές που φιλοδοξούν να σπουδάσουν Γλωσσολογία, Θεολογία , Νομικά, Ιατρική. Από τις πολυάριθμες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν τα Λατινικά επιβίωσαν ως μάθημα γενικής παιδείας στα ελληνικά σχολεία για να καταργηθούν στη δεκαετία του 1970. Τότε η διδασκαλία των Λατινικών ορίστηκε μόνο για τους μαθητές του “κλασικού” στις τρεις τελευταίες τάξεις του εξαταξίου τότε Γυμνασίου. Στην συνέχεια, όταν καθιερώθηκαν οι Πανελλήνιες περιορίστηκε στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου ως μάθημα δέσμης και τα τελευταία χρόνια μόνο ως μάθημα θεωρητικής κατεύθυνσης στην Γ’ Λυκείου. Χαρακτηριστικό, επίσης, είναι ότι τα τελευταία 30 και πλέον χρόνια τα Λατινικά διδάσκονται από το ίδιο ξεπερασμένο σχολικό εγχειρίδιο, στο οποίο προστέθηκε μια εισαγωγή για τη λατινική γραμματεία γραμμένη από τον καθηγητή του ΑΠΘ Δ. Νικήτα, η οποία ουδέποτε αξιοποιήθηκε διδακτικά, όπως της έπρεπε. Στο παρελθόν πολλές φορές επισημάνθηκε από όλους τους επιστημονικούς φορείς ( Πανεπιστημιακοί, Πανελλήνια Ενωση Φιλολόγων κ.λπ.) ότι ο συγκεκριμένος τρόπος διδασκαλίας και συνακόλουθα εξέτασης αφυδατώνει το μάθημα, υποβαθμίζει το περιεχόμενό του και η αποσπασματικότητα δημιουργεί στρεβλώσεις και προωθεί τη στείρα απομνημόνευση Ακόμη, αξιόλογοι επιστήμονες (πολλοί από αυτούς έχουν διδάξει στο παρελθόν και σε σχολεία της πόλης μας) υπέβαλαν στο Υπουργείο προτάσεις για την ανανέωση του μαθήματος με βασικούς άξονες την ισορροπία μεταξύ γνώσης της γλώσσας και του πολιτισμού, τη σύνδεση με τις σύγχρονες γλώσσες, κ.λπ. Παρόλα αυτά όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν έγινε καμία προσπάθεια αναμόρφωσης του μαθήματος .Αντί αυτής το υπουργείο προέκρινε την κατάργησή τους με το «αδιάσειστο» επιχείρημα δια στόματος Υπουργού ότι «η Κοινωνιολογία είναι πιο χρήσιμη».

Μια τέτοια δήλωση προφανέστατα αποδίδει στη γνώση ακραιφνώς χρηστικό χαρακτήρα και φυσικά παραγνωρίζει το γεγονός ότι το χρήσιμο δεν είναι πάντα ωφέλιμο και το αντίστροφο. Θα θυμίσω εδώ ότι η διαμάχη «περί του τι δε μανθάνειν τος νέους» είναι πολύ παλιά. Μας παραδίδει ο Αριστοτέλης (Πολιτικά) [2]τον προβληματισμό που είχε ανακύψει για τις τρεις κατευθύνσεις της παιδείας: κατάρτιση για βιοπορισμό, ή διάπλαση ενάρετου χαρακτήρα, ή καθαρή μόρφωση. Κανένας τύπος παιδείας από αυτούς δεν ικανοποιεί απόλυτα τον Αριστοτέλη, γιατί ο κάθε τύπος από μόνος του δεν είναι σε θέση να προσφέρει όλα εκείνα τα γνωρίσματα που απαιτούνται για τη συγκρότηση της προσωπικότητας του σπουδαίου πολίτη και πολιτικού. Ορθά, λοιπόν, ο φιλόσοφος προτείνει τη σύνθεση των προτεινόμενων τύπων. Εξάλλου, η εργαλειακή αντιμετώπιση της γνώσης που χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια τη λυκειακή κυρίως βαθμίδα καθιστά τη γνώση ανοίκεια, κουραστική και απωθητική. Η συσσώρευση πολλών γνώσεων και ο βομβαρδισμός του μαθητή με αυτές δεν σημαίνει ότι οι μαθητές που κατέχουν πολλές γνώσεις αποκτούν αυτόματα και την ικανότητα της κριτικής σκέψης. Το σχολείο, με τον τρόπο που λειτουργεί σήμερα, παρέχει στους μαθητές πληροφορίες. Όμως, η πληροφορία δεν είναι γνώση. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη γνώση και την πληροφορία συνίσταται, ανάμεσα στα άλλα, στο ότι η πρώτη είναι οργανικά δεμένη με τους τρόπους και τους μηχανισμούς παραγωγής της, ενταγμένη στο συνεκτικό αρμό μιας επιστήμης που της δίνει ευρύτερο νόημα και περαιτέρω ερμηνευτική δυνατότητα νέων γνωστικών περιοχών για επόμενες μαθητικές εργασίες. Η παρουσίαση στους μαθητές μόνο πληροφοριών καθιστά αδύνατη την επεξεργασία και την ιεράρχηση τους. Καθιστά, επίσης, τους μαθητές ανήμπορους να ερμηνεύσουν και να ταξινομήσουν τις επόμενες πληροφορίες που θα προσλάβουν.

Μια άλλη ομάδα επιχειρημάτων που επικαλούνται οι θιασώτες της κατάργησης των Λατινικών είναι το ότι αυτά είναι μια νεκρή γλώσσα και το γνωστικό αντικείμενο είναι παρωχημένο και αναχρονιστικό. Είναι νεκρή η λατινική γλώσσα; Για πολλούς πιθανώς να είναι, αλλά χιλιάδες χρόνια τώρα ο μήνας Αύγουστος ονομάζεται έτσι από την ελληνορωμαϊκή οικουμένη ως σήμερα. Κάθε λατινογενής ελληνική λέξη είναι ένας μικρός αλλά πυκνός πυρήνας, πλούσιος σε εννοιολογικό και πολιτισμικό φορτίο. Ο ίδιος χαρακτηρισμός της «νεκρής γλώσσας » αποδίδεται και στα αρχαία ελληνικά από πολλούς που λησμονούν το γεγονός ότι η ρίζα κάθε λέξης που χρησιμοποιούμε χτυπά το μάρμαρο του Παρθενώνα. Μήπως, τελικά, νεκρός είναι ο τρόπος διδασκαλίας αυτών των γλωσσών και σε αυτό το κομβικό σημείο θα έπρεπε να υπάρξει η δραστική παρέμβαση της πολιτείας;

Καταλήγοντας, η εισαγωγή ή η κατάργηση διδακτικών αντικειμένων στο δημόσιο σχολείο θα έπρεπε να εκπορεύεται από την αδιαπραγμάτευτη μορφωτική τους αξία κι όχι από το ποια ειδικότητα εκπαιδευτικών βγαίνει ωφελημένη εργασιακά από τη διδασκαλία τους. Η αξία των Λατινικών δεν περιορίζεται στα προφανή οφέλη της διδασκαλίας μιας επιπλέον γλώσσας αλλά έγκειται και στο ότι αποτελούν τη βάση του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μέσα από το μάθημα των Λατινικών οι μαθητές μπορούν να γνωρίσουν τα βασικά στοιχεία των δυτικοευρωπαϊκών αλλά και άλλων κοινωνιών, τη γλώσσα, τη λογοτεχνία, τους νόμους, τις πολιτικές δομές και τις στάσεις τους ως προς τη θρησκεία ή την τεχνολογία ,να αντιληφθούν ομοιότητες και διαφορές μας με εκείνους και να οδηγηθούν στην συνειδητοποίηση της ευρωπαϊκής μας καταγωγής .Για να μας κατανοήσουν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας πρέπει πρώτα εμείς να κάνουμε ένα ουσιαστικό βήμα για να γνωρίσουμε τις ρίζες της δυτικής σκέψης.

  • Η Β.Γ. Μαντζώρου είναι φιλόλογος και πρόεδρος του Σ. Φιλολόγων Μαγνησίας

[1] ΕτΚ, φ. 87 (31 Δεκεμβρίου 1836), σελ. 458-471.

[2] ΑΡΙΣΤ Πολ 1337a33–1338b8

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου