ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η Ελλάδα παραμένει ο «ασθενής» της Ε.Ε.

η-ελλάδα-παραμένει-ο-ασθενής-της-ε-ε-802376

Του Ευθύμιου Ζιγγιρίδη,

BEngMScAMIEEMILT, συμβούλου Στρατηγικών Επενδύσεων

Μετά από 8 χρόνια κρίσης και μετά από προσπάθειες των κυβερνήσεων να σταθεροποιήσουν και να βελτιώσουν την πορεία της Ελληνικής οικονομίας, η χώρα μας έφθασε σε σημείο να παραμένει ο «οικονομικά ασθενής» της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τα προβλήματα που ταλάνιζαν την οικονομία και την λειτουργία της χώρας συνεχίζουν να την ταλανίζουν ακόμη και σήμερα. Τα βασικά προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας είναι πέντε. Το φορολογικό καθεστώς, το ασφαλιστικό καθεστώς, η αργή απονομή δικαιοσύνης, η πολυνομία και το τεράστιο χρέος. Ας ασχοληθούμε επί του παρόντος με τα τρία από αυτά- χρέος, φορολογία και ασφαλιστικό.

Οι σημερινοί οικονομικοί δείκτες δεν δείχνουν την Ελληνική Οικονομία να έχει ξεπεράσει τις «ασθένειες» της. Λαμβάνοντας υπόψη μερικούς οικονομικούς δείκτες και αναλύοντας τους μπορεί ο πολίτης να κατανοήσει την κατάσταση της. Κάποιοι δείκτες, βεβαίως, μοιάζουν πράγματι να βρίσκονται σε καλύτερο σημείο. Το δημοσιονομικό έλλειμμα, για παράδειγμα, περιορίστηκε δραματικά, ενώ το πρωτογενές έλλειμμα μετατράπηκε σε πλεόνασμα και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σχεδόν εκμηδενίστηκε. Αλλά δεν χρειάζεται να μελετήσει κανείς πάρα πολύ προσεκτικά αυτούς τους δείκτες για να καταλάβει ότι δεν υποδεικνύουν μια υγιή οικονομία. Είναι οφθαλμοφανές πως το εξωτερικό ισοζύγιο βελτιώθηκε επειδή μειώθηκε η ζήτηση, όχι επειδή αυξήθηκαν οι εξαγωγές. Οι εξαγωγές παραμένουν καθηλωμένες, παρ’ όλη τη δραματική μείωση του μισθολογικού κόστους τα τελευταία χρόνια (μέχρι το 2016 το κόστος εργασίας στη μεταποίηση μειώθηκε κατά 26,4%, αλλά οι εξαγωγές παραμένουν στάσιμες από το 2012). Όλα δείχνουν ότι στην περίπτωση που η οικονομία βελτιωθεί από κάποιους εξωγενείς ή πρόσκαιρους παράγοντες, τα ελλείμματα θα εκτοξευτούν και πάλι.

Το χρέος της Γενικής κυβέρνησης παραμένει το ίδιο περίπου από το 2014 στο 177%-180% του συνολικού ΑΕΠ . Πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι τα μέτρα λιτότητας,θα έπρεπε να είναι πιο ήπια ώστε να μην επιτρέψουν την οικονομία να βουλιάξει σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης, τραβώντας μαζί της τις τράπεζες, χιλιάδες επιχειρήσεις και εκατοντάδες επενδύσεις. Και δεν ήταν μόνο αυτή η συνέπεια. Μέσα σε αυτό το κλίμα διαρκούς και επώδυνης ύφεσης ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστούν αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις, ενώ η μεγάλη διάρκεια της κρίσης οδήγησε σε μια τρομακτική απο-επένδυση, που συνίσταται στη συρρίκνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, στη μαζική ανεργία και στη μετανάστευση μέρους του εργατικού δυναμικού. Το μεγαλύτερο μέρος των €326 δισ. του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης οφείλεται στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, τα κράτη της ευρωζώνης και το ΔΝΤ, το επονομαζόμενο “επίσημο” χρέος που φτάνει τα €246 δισ. Οπότε οποιαδήποτε απόπειρα “ελάφρυνσης” του γιγάντιου ελληνικού χρέους θα έπρεπε μοιραία να γίνει στο “επίσημο” χρέος κάτι που θα δυσαρεστούσε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

Το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας είναι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ανάπτυξη. Πρόκειται για ένα σύστημα που, με τον τρόπο που είναι διαμορφωμένο, στερεί πόρους από τα παραγωγικά στρώματα του πληθυσμού, εμποδίζει την απασχόληση, αποθαρρύνει επενδύσεις στην εργασία και αποτελεί αφορμή για την εισφοροαποφυγή και για τη διόγκωση της “μαύρης” οικονομίας. Πρακτικά το συνταξιοδοτικό σύστημα στη χώρα μας έχει πάψει να επιτελεί το σκοπό του. Κι αυτό έχει γίνει ευρύτατα αντιληπτό. Οι νέοι εργαζόμενοι, που καταβάλουν εξαιρετικά υψηλές εισφορές για τη χρηματοδότηση των εκατομμυρίων σημερινών συνταξιούχων (οι οποίες και πάλι δεν επαρκούν) γνωρίζουν ότι η δική τους συνταξιοδότηση στο μέλλον είναι εξαιρετικά αμφίβολη. Η κατάρρευση του συστήματος μοιάζει προδιαγεγραμμένη και βέβαιη.

Το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα, πολύ υψηλούς συντελεστές και μεγάλη εξάρτηση από τους (πιο κοινωνικά “άδικους”) έμμεσους φόρους. Έχουμε τον πέμπτο υψηλότερο συντελεστή εισοδήματος νομικών προσώπων στην ευρωζώνη (29%), τον υψηλότερο ΦΠΑ (24%) και τον έκτο μεγαλύτερο φορολογικό συντελεστή φυσικών προσώπων για εισοδήματα άνω των €40.000 ετησίως σε ολόκληρη την ευρωζώνη (45%). Παρ’ όλο που οι συντελεστές είναι από τους υψηλότερους της ευρωζώνης, όμως, οι άμεσοι φόροι που εισπράττει το ελληνικό κράτος είναι χαμηλότεροι του μέσου όρου. Με τους υφιστάμενους συντελεστές τα έσοδα θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερα κατά 11% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου €20 δισ. επιπλέον για το 2016. Μόνο από την είσπραξη του ΦΠΑ το κράτος χάνει €5 δισ. το χρόνο περίπου. Βεβαίως, δεν θα μπορούσε να ανακτήσει όλα αυτά τα έσοδα -καμία χώρα δεν καταφέρνει να έχει μηδαμινό “φορολογικό κενό”. Αλλά αν η χώρα μας προσέγγιζε μόνο τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ως προς το φορολογικό κενό, θα μπορούσε να καταγράφει έσοδα ύψους 5,4 δισ. το χρόνο επιπλέον.

Προκειμένου η χώρα να μπορέσει να πετύχει εν μέρει την εξυγίανση της θα πρέπει:

Να διαπραγματευθεί ξανά για τα πρωτογενή πλεονάσματα για τα οποία η χώρα μας έχει δεσμευτεί κατά την περίοδο 2019-2022. Σύμφωνα με την πρόταση, η χώρα θα πρέπει να διεκδικήσει τη δυνατότητα ένα 2% του ΑΕΠ να κατευθύνεται στη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων και υποδομών κάθε χρόνο, τουλάχιστο μέχρι το 2029.

Τη ριζική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος με μείωση των συνολικών εισφορών (από 27% σε 19%) και με χρήση των επικουρικών επικουρικών εισφορών για τη δημιουργία ενός κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Προβλέπεται ότι η μεταρρύθμιση θα οδηγήσει σταδιακά στη δημιουργία 350.000 θέσεων εργασίας μέχρι το 2030 και τη μείωση της ανεργίας στο 7,1% μέσα σε 10 χρόνια.

Την απλοποίηση της φορολογίας με ενοποίηση και μείωση συντελεστών. Συντελεστής 20% στα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων, φορολογία εισοδήματος από 20% ως 30% για τα φυσικά πρόσωπα και επί των καθαρών κερδών των αυτοαπασχολούμενων και των ατομικών επιχειρήσεων, ενιαίο ΦΠΑ 20% (και χαμηλό συντελεστή 10%), αλλά και μια σειρά από θεσμικές αλλαγές που θα αυξήσουν την εισπραξιμότητα και θα βοηθήσουν στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.

Σύμφωνα με μελέτες αυτά τα συνδυασμένα μέτρα θα επιτρέψουν στη χώρα να μειώσει το χρέος της κάτω από το 100% του ΑΕΠ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2020, να ενθαρρύνει νέες επενδύσεις και νέες εξαγωγικές δραστηριότητες για τις επιχειρήσεις, να ενισχύει τη ρευστότητα της αγοράς, την αύξηση της απασχόλησης και την αύξηση των εισοδημάτων των πολιτών.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου