ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο Χρόνος είναι Αποχαιρετισμός

ο-χρόνος-είναι-αποχαιρετισμός-809700

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Είχα διαβάσει, κάποτε, πως υπάρχουν γιαγιάδες που, καθώς μεγαλώνουν τα εγγόνια τους, παίζουν με τα λεπτεπίλεπτα παιχνίδια της χίμαιρας. Είχα διαβάσει, επίσης, πως υπάρχουν ποιητές, που βαστούν τα διαμαντένια τους κεφάλια μέσα σε μία φωτεινή πηγή, για να μας αποκαλύψουν το μυστήριο της ποιητικής δημιουργίας. Η ποίηση, μας λένε, είναι το άνοιγμα και το κλείσιμο μιας πόρτας, για ν’ αφήσει κανείς, αυτούς που κοιτάζουν μέσα, να μαντέψουν ποιο είναι το θέαμα μιας στιγμής. Μπορεί να ’ναι η λάμψη των διαμαντιών, πού’ χουν οι ποιητές στο κεφάλι τους! Συνήθως, οι ποιητές φωνάζουν πως είμαστε γυμνοί και γράφουν ποιήματα, να τα «φορέσουμε» για να σκεπάσουμε τη γύμνια μας. θα ήταν μάλιστα ευτυχισμένοι, αν τους λέγαμε πως «φοράμε» τη γύμνια απάνω από τα ρούχα μας, γιατί τα «ρούχα» είναι το απαραίτητο «ντύσιμο» για ένα ποίημα… Τώρα, δεν σκοπεύω να σας δώσω μία ψευδαίσθηση θλίψης, γιατί η αλήθεια, όταν είναι πικρή, μας θλίβει πραγματικά.

Όμως, ένα πράγμα σας ομολογώ: Παραδέχομαι πως υπάρχουν ανυπέρβλητα εμπόδια, ακόμακαι στο δρόμο δύο ανθρώπων ταιριαστών. Γιατί, οι λοξοί δρόμοι της ζωής μάς οδηγούν, πάντα, στην αιχμαλωσία της ατομικής μας μοναξιάς. Πώς να μπορέσει κανείς να βρει την πεισματική εκείνη αισιοδοξία που, περνώντας από το δρόμο της ατομικής μοναξιάς (και ξεπερνώντας τη), να παραδεχτεί, τελικά, πως είναι όλα λαμπερά, πως το καράβι του δεν πάει στον πάτο; Πώς να μπορέσει κανείς να συμφιλιωθεί με τη νέα πραγματικότητα τού αναποδογυρισμένου θανάτου, εκεί που φαγώνονται τα χέρια από τις πέτρες και βγάζει το στόμα ανεξήγητες, εκκωφαντικές κραυγές; Και πώς να πετάξουν τα πόδια ρίζες, όταν τα ρουθούνια οσμίζονται γύρω σου τη δυσοσμία; Πώς να μπορέσεις να προχωρήσεις μέσα σ’ έναν σχιζοφρενικό κόσμο, κομμένο στα δύο;

Γιατί, ζώντας μέσα στον εφιάλτη αυτού του κόσμου (ως ένας ευαίσθητος παρατηρητής και συμμέτοχος), γίνεσαι κι εσύ, κατά κάποιο τρόπο, σχιζοφρενικός. Και προσβεβλημένος από τις ασθένειες της εποχής μας, αισθάνεσαι ότι είσαι κι ο ίδιος μία ύπαρξη διχασμένη. Πώς να ελέγξεις το άμυαλο καράβι της ζωής σου, που παραδέρνει (γιατί τέτοιο το έκανες, τέτοιο σου το κάνανε κι οι άλλοι), και με τα στρώματα και το κατάρτι, να θεμελιώσεις σπίτι καινούργιο για να στερεωθεί η καρδιά; Δεν μπορείς, δεν θα μπορέσεις ποτέ να το κάνεις, κι αρχίζεις το κλάμα, που η ζωή είναι πια ανέλπιδη. Και σαν παιδί, φωνάζεις τον εαυτό σου να κοιμηθεί, ψηλά στου σπιτιού την κορυφή, νιώθοντας πως το καράβι σου θαλασσοδέρνεται ανάμεσα στ’ απόκρημνα βράχια και τις θάλασσες των πολλών χρόνων, που σ’ οδήγησαν σ’ αυτό το κλάμα…

Θεέ μου, να μπορούσα να γλίτωνα, να ’πιανα ένα λιμάνι, να πατούσα πόδι στη στεριά, να πιω νερό απ’ τη βρύση, αφήνοντας το νου μου ελεύθερο να κρυφολαχταράει, σαν πρώτα. Κι αυτά που δεν τα έχω πια, να τα επιθυμώ, και κείνα που τα έχασα, να εξακολουθήσω να τα θέλω. Μωρέ, καλά κάνει και μας ζυγίζει ο Θεός. Ίσως δεν έχει πια εμπιστοσύνη! Ας ήταν να μπορούσα κι εγώ να πάλευα με εχθρούς και φίλους! Νιώθω στην καρδιά μου το όχι και το ναι, τον Θεό και τον αντίθεο, όπως δένουν τα χείλη το σγουρό καρπό, όταν φιλιούνται. Μείνε, λοιπόν, μαζί μου. Περίμενέ με. Ο χρόνος είναι αποχαιρετισμός! Μείνε μαζί μου. Όταν είμαστε συνταιριασμένοι, το βήμα μας είναι ίδιο, η κίνησή μας μία. Κινούμενοι, μες στο χρόνο, ίσοι και παράλληλοι. Σε κάθε καλό και κακό μαζί – το μυστήριο ν’ αρχίζει ξανά και ξανά. Και όπως είπαμε, ο χρόνος θα ’ναι αποχαιρετισμός! Αλλ’ εμείς θα μαθαίνουμε πηγαίνοντας, εκεί που πρέπει να πάμε…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου